Οι Σειρήνες ηταν κόρες του ποταμού Αχελώου και της μούσας
Μελπομένης ,γυναικες εξαιρετικής ομορφιάς που έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν. Τα ονόματά
τους ανταποκρίνονταν στην υπέροχη φωνή
τους:Θελξιέπεια, Αγλαοφήμη, Μόλπη, Λίγεια, Παρθενόπη,
Αλλαοφώνη κ.α. Ο Ησιοδός αναφέρει οτι ηρεμούσαν ακόμη και τους ανέμους.Στην Οδύσσεια ο περιπλανώμενος Οδυσσέας
είχε ενημερωθεί από την Κίρκη για το γοητευτικό τραγούδι τους με το
οποίο παγίδευαν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες, που πλησιάζοντας είτε
ξεχνούσαν τον προορισμό τους, είτε κατασπαράζονταν απ΄ αυτές, κι έτσι
διέταξε σε όλο το πλήρωμα του να βάλουν κερί στα αυτιά τους ώστε να μην
ακούν το τραγούδι τους.Ο ίδιος ζήτησε να τον δέσουν στο
κατάρτι ώστε μόνο αυτος να ακούσει το τραγούδι τους ,αλλα να μη παρασυρθεί στη γοητεία
τους.Πριν τον Οδυσσέα μόνο οι Αργοναύτες είχαν καταφέρει να περάσουν από την περιοχή τους, όταν ο Χείρων είχε προειδοποιήσει τον Ιάσονα να πάρει μαζί του τον Ορφέα ο οποίος με το τραγούδι του ξεπέρασε σε ομορφιά τις σειρήνες και κατόρθωσαν τελικά να διαφύγουν χωρίς απώλειες.
Για τις Σειρήνες υπάρχουν πολλές παραδόσεις μεσα στην Ελληνικη μυθολογία.Λέγεται ότι κάποτε κάλεσαν τις μούσες σε διαγωνισμό. Οι μούσες τις νίκησαν και για να τιμωρήσουν την αλαζονική τους συμπεριφορά τις μεταμόρφωσαν. Κατά μία άλλη παράδοση τις μεταμόρφωσε έτσι η θεά Αφροδίτη γιατί ήταν απρόσιτες στον έρωτα. Άλλοι πάλι λένε ότι ήταν φίλες της Περσεφόνης κι όταν ο Άδης την πήρε στον Κάτω Κόσμο, απαρηγόρητες εκείνες θέλησαν να φύγουν μακριά από τους ανθρώπους. Η Δήμητρα τις μεταμόρφωσε, γιατί άφησαν αβοήθητη την Περσεφόνη κι αυτές εγκαταστάθηκαν κάπου στη θάλασσα και εκδικούνταν τους ανθρώπους. Το σημείο που όλες οι παραλλαγές συμφωνούν είναι η μαγευτική μουσική τους. Σύμφωνα με την πυθαγόρεια αντίληψη αυτές δημιουργούν την ουράνια αρμονία.Την αντίληψη αυτή φαίνεται να ασπάζεται ο Πλάτων στο μύθο του Ηρός. Μάλιστα εδώ θεωρεί ότι είναι οχτώ και καθεμιά παράγει ένα μουσικό τόνο, μια νότα, ώστε όλες μαζί δημιουργούν την αρμονία των σφαιρών.Οι μοίρες σύμφωνα με τον Πλάτωνα τραγουδούσαν σύμφωνα με το αρμονικό σύστημα των Σειρήνων.
Πλάτων-Πολιτεία;'Επτά ημέρες έμειναν οι ψυχές στο λιβάδι και την όγδοη πορεύτηκαν σε
ένα τόπο, όπου έβλεπαν ένα φως σαν ουράνιο τόξο, αλλά πολύ λαμπρότερο
και καθαρότερο. Εκεί, μετά από μιας ημέρας δρόμο, είδαν να’ ναι
τεντωμένες από τον ουρανό οι άκρες των δεσμών που το συγκρατούσαν.
Αυτό το φως ήταν ο σύνδεσμος του ουρανού που συγκρατούσε την ουράνια
περιφορά. Από τις άκρες των δεσμών του ήταν σφιχτά στερεωμένο το αδράχτι
της Ανάγκης, το οποίο προκαλεί όλες τις κινήσεις . Το αδράχτι είχε
στέλεχος και αγκίστρι από σκληρό μέταλλο και σφόνδυλο που ήταν κοίλος
και περιείχε άλλους επτά σφονδύλους. Στους κύκλους που σχημάτιζαν τα
επάνω χείλη των σφονδύλων ήταν καθισμένες και περιστρέφονταν Σειρήνες,
μια πάνω σε κάθε κύκλο. Κάθε Σειρήνα έβγαζε από μέσα της έναν ήχο και
όλες μαζί σχημάτιζαν ένα αρμονικό ταίριασμα από νότες. Την κυκλική
κίνηση των σφονδύλων, πάνω στα γόνατα της Ανάγκης, παρακολουθούσαν
καθισμένες πάνω σε θρόνους οι τρεις Μοίρες, η Λάχεσις, η Κλωθώ και η
Άτροπος και τραγουδούσαν η καθεμιά πάνω στη μελωδία των Σειρήνων. Η
Λάχεσις τα περασμένα, η Κλωθώ τα τωρινά και η Άτροπος τα μελλούμενα.''
Η νήσος των Σειρήνων ή Σειρηνουσσών δεν είναι επακριβώς ταυτοποιημένη
ούτε και μυθολογικά. Οι διάφοροι μελετητές έχουν προτείνει πάμπολλες
τοποθεσίες. Ωστόσο, κατά την επικρατούσα άποψη βρισκόταν στην παραλία
της Καμπανίας πλησίον της Νεαπόλεως.
Τετάρτη 30 Απριλίου 2014
Κυριακή 27 Απριλίου 2014
Τα ηθικα διδάγματα των Ηρώων στα Ομηρικά Έπη
Τα Ομηρικά Έπη είναι γραμμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε η θυσία να είναι γλυκιά και με μία αίσθηση ηρωισμού που να μη δημιουργεί τρόμο.
Ωθούν τον αναγνώστη ν’ αγαπά, να θαυμάζει τον Αχιλλέα και να ταυτίζεται
μ’ αυτόν. Αυτό γίνεται πολύ εύκολα όταν το άτομο ζει σε μία κοινωνία
οργανωμένη και συχνά του ζητούνται παραπάνω από όσα θέλει να δώσει.Ο Αχιλλέας είναι το τραγικό πρόσωπο της Ιλιάδας, αλλά όλοι ταυτίζονται
μαζί του. Είναι τόσο τέλεια γραμμένα τα Έπη, που, ενώ οι άνθρωποι
συνήθως ταυτίζονται με το νικητή ηγέτη, στο έργο αυτό ταυτίζονται με το
νεκρό ήρωα.
Ξέρουν
από την αρχή ότι ο Αχιλλέας σκοτώνεται και σκιρτάει η καρδιά τους κάθε
φορά που διαβάζουν τους λόγους του εναντίον του Αγαμέμνονα, εναντίον της
εξουσίας, εναντίον του συστήματος. Σκιρτάει η καρδιά των Ελλήνων, όταν ο
αγαπημένος τους ήρωας απειλεί να γκρεμίσει μόνος του —κι αυτό έχει
σημασία— τις πύλες της Τροίας. Απειλεί Θεούς και δαίμονες και δε διστάζει να απειλήσει και τον Απόλλωνα.Αυτό είναι και το αποκορύφωμα του έργου, η απαρχή της θυσίας. Οι
Έλληνες ταυτίζονται μ’ έναν ήρωα άφοβο για τον οποίο ξέρουν, όπως κι ο
ίδιος ξέρει ότι θα νικηθεί από τον Υιό τού μεγάλου Θεού και δε φοβούνται
το θάνατο. Ο θάνατος για τον Έλληνα είναι απειροελάχιστο κόστος
για μία τέτοια στιγμή μεγαλείου κι αποθέωσης.Σε
ένα αυστηρό σύστημα πάντα θα βρεθεί ένας άνθρωπος να σηκώσει το ανάστημά
του εναντίον της αδικίας και της εξουσίας. Η διαφορά όμως με τους
άλλους λαούς είναι ότι θα τον εγκαταλείψουν στην τύχη του, θα τον
αφήσουν να θυσιαστεί μόνος του, ενώ οι Έλληνες μ’ αυτήν την παιδεία θα ταυτιστούν με το μοναχικό άνθρωπο και θα του δώσουν τη δύναμή τους.
Στην κοινωνία που είναι οργανωμένη, πάντα υπάρχουν άνθρωποι όπως ο
Αγαμέμνονας, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, αλλά κι ο Θερσίτης. Όλοι αυτοί
έχουν το ρόλο τους στην επίτευξη του στόχου. Όλοι προσπαθούν, ο καθένας
με τον τρόπο του. Όμως αυτό που μένει από την Ιλιάδα είναι ότι σ’ έναν
αγώνα στον οποίο είναι αρχηγός ο Αγαμέμνονας, αγαπημένος ήρωας και
τραγικό πρόσωπο είναι ο Αχιλλέας κι αυτός που δίνει στο τέλος τη νίκη
είναι ο πανέξυπνος Οδυσσέας. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει θεϊκή επέμβαση
άμεση, όλοι, εφόσον κάθονται στα συμβούλια, έχουν τη δική τους άποψη και
κρίνονται. Δεν υπάρχει το απόλυτα σωστό που το γνωρίζει κάποιος. Όλοι
προσπαθούν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Ο Οδυσσέας χαίρει της
εκτίμησης όλων, χωρίς να μειονεκτεί σε γενναιότητα, λόγω της εξυπνάδας
του. Από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο που συμμετέχει στην
εκστρατεία, όλοι έχουν την ίδια άποψη για τον ήρωα. Στην κοινωνία μας ο βασιλιάς κι ο πρώτος της ιεραρχίας αξιωματικά είναι ο πιο
έξυπνος κι ο πιο γενναίος. Ο Οδυσσέας χάνεται σ’ αυτήν την κοινωνία μέσα
στα παρασκήνια, όπου συσκέπτονται οι μυστικοσύμβουλοι για να τιμάται ο
βασιλιάς. Η Ιλιάδα μπορεί να βρίσκεται σ’ επίπεδο βασιλέων, αλλά κι εκεί
υπάρχει ιεραρχία που, όταν καταπατάται αποφέροντας κέρδη, δείχνει το
δρόμο προς την ελευθερία. Στην Ιλιάδα ο καθένας απολαμβάνει τις τιμές
που του αντιστοιχούν, κανένας δεν μπορεί να κλέψει τη δόξα του άλλου.
Αν η Ιλιάδα χαρακτηρίζει την κοινωνία που συνθέτουν οι Έλληνες, η Οδύσσεια χαρακτηρίζει την προσωπική τους ζωή. Στην Οδύσσεια περιγράφεται η περιπέτεια ενός πανέξυπνου ανθρώπου, μέχρι να γυρίζει πίσω στην πατρίδα του. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι τεράστιες κι ενώ ξεκινά μ’ ένα πλήθος συντρόφων και συμπολεμιστών επιστρέφει πίσω μόνος. Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες του ήρωα να ξεπεράσει τρομερά εμπόδια που βρίσκονται στο δρόμο του και η τελική του μοναχική νίκη έχουν κι αυτές το νόημά τους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. Ο Οδυσσέας σε καμία φάση του έργου δεν ξεφεύγει από την ανθρώπινη φύση του. Βρίσκεται συνέχεια μέσα στον κίνδυνο κι είναι επικεφαλής συντρόφων. Είναι άνθρωπος απλός, με την ίδια άνεση που κάνει το σωστό κάνει και το λάθος. Αγαπάει βαθύτατα τους Θεούς κι αυτοί του ανταποδίδουν αυτήν την αγάπη. Ο συνεχής κίνδυνος μέσα στον οποίο ζει αυτός κι οι σύντροφοί του τούς κάνει να σκέφτονται συνεχώς κι όλοι μαζί για να βρουν λύσεις.Σε άλλη περίπτωση ο πανέξυπνος Οδυσσέας θα επισκίαζε τους συντρόφους και θα υπήρχε περίπτωση να κρατήσει πνευματικά δικαιώματα. Πώς όμως να κρατήσει πνευματικά δικαιώματα κάποιος, που δεν έχει εξασφαλίσει ούτε καν τη δική του επιβίωση; Όταν παίρνει αποφάσεις που έχουν κόστος σε ζωές δεν μπορεί να διεκδικεί το αλάθητο όσο έξυπνος κι αν είναι. Μία από τις επόμενες φορές θα μπορούσε να ήταν και η δική του σειρά. Ό,τι σκέφτεται, το προφέρει στους συντρόφους του κι αυτοί με τη σειρά τους κάνουν το ίδιο. Σ’ ολόκληρο το έργο δύο φορές του δόθηκε ασφαλής γνώση μέσω των Θεών, ώστε να γυρίσει πίσω ασφαλής με τους συντρόφους του. Εδώ ακριβώς είναι η τραγική ειρωνεία. Με εξασφαλισμένη γνώση, έστω κι αν αυτή αποφέρει πνευματικά δικαιώματα, οι σύντροφοί του τόν πρόδωσαν. Ό,τι καλλιεργείται μέσω των Επών, για να δοθεί στους Έλληνες ως δώρο, αυτό τους πρόδωσε. Το τέλος του Έπους είναι κι αυτό εξίσου σημαντικό για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. Ο μεγάλος Οδυσσέας επιστρέφει μόνος του. Μέσα από δοκιμασίες και βάσανα επιστρέφει κουρασμένος, λυπημένος και προπάντων ανθρώπινος. Ακόμα κι όταν έχει επιστρέψει, τίποτε δε γίνεται εύκολα και χρειάζεται αγώνας.
Η
τελική νίκη του Οδυσσέα είναι η ελπίδα που προσφέρουν οι Θεοι στον
άνθρωπο. Ο Οδυσσέας επέστρεψε, αφού κατέβαλε όλες τις δυνατές
προσπάθειες ως άνθρωπος, αλλά μόνο μετά από θεϊκή επέμβαση. Αυτή η
επέμβαση δε γίνεται υπό μορφή θαύματος με το οποίο ο Οδυσσέας από τη μία
στιγμή στην άλλη επιστρέφει νικητής και δοξασμένος. Η επέμβαση
προσφέρει διέξοδο.. και πάλι θα πρέπει να εξαντλήσει τις δυνατότητές του
για να την εκμεταλλευτεί. Ακόμα και μετά την απόφαση των Θεών για την
επιστροφή του, δεν είναι λίγες οι φορές που λύγισαν τα γόνατά του από το
φόβο και την απελπισία. Οι
Θεοί για τον Οδυσσέα παίρνουν θετικές αποφάσεις, αλλά αυτές οι
αποφάσεις βοηθούν μόνο στην περίπτωση στην οποία θα βρει το κουράγιο να
συνεχίσει.
Όλα
αυτά τα στοιχεία που δίνει η Οδύσσεια, ως παιδαγωγικό μέσο ενός
συστήματος, ωθούν τον άνθρωπο σε αναζήτηση προσωπικής ελευθερίας.
Το σύστημα μπορεί να απαιτεί συλλογική προσπάθεια για να κατακτήσει
αυτό που επιδιώκει, αλλά ο άνθρωπος μαθαίνει ότι αυτό που θα τον
βοηθήσει είναι το προσωπικό του κουράγιο και η αλύγιστη θέληση. Ο Θεοι
δε φτιάχνουν ανάμεσα στους Έλληνες εκλεκτούς, που παίρνουν άπειρη δόξα
εξαιτίας τους. Οι αγαπημένοι τους είναι βασανισμένοι και μοναχικοί. Ό,τι
δημιουργούν είναι δικό τους έργο, απλά η θεία πρόνοια τους βοηθά να
σταθούν στα δικά τους ανθρώπινα πόδια, που τόσο εύκολα λυγίζουν.Τα
δύο Ομηρικά Έπη δημιουργούν ανθρώπους που στην κοινωνική τους δραστηριότητα και
στην καλύτερή τους στιγμή θ’ αγωνιστούν για την κατάκτηση του Ιλίου,
ενώ στην προσωπική τους ζωή τα πάντα εξαρτώνται από τους ίδιους.
Τα λάθη που θα πληρώσουν στην πλειοψηφία τους είναι δικά τους λάθη κι
αυτό είναι που πρέπει να κατανοήσουν. Οι Θεοί δεν τιμωρούν με τους
ανθρώπινους κανόνες. Δίνουν συμβουλές για να βοηθήσουν τον άνθρωπο και η
καταπάτηση αυτών των συμβουλών είναι η πηγή των κακών. Όλα τα παραπάνω
δείχνουν, χωρίς να είναι ιδιαίτερα αναλυτικά, γιατί οι Έλληνες δεν
μπορούν κι ούτε θέλουν να κρατήσουν πνευματικά δικαιώματα.
Εξίσου
σημαντικό μ’ αυτό είναι κι ένα άλλο στοιχείο, που δίνεται μέσω των
Επών. Αυτό είναι ο έρωτας. Σ’ ένα έργο του οποίου η πλοκή έχει να κάνει
μ’ έναν ανθρωποφάγο πόλεμο και βασιλιάδες γεμάτους δόξα και σοφία,
κυριαρχεί ο έρωτας. Οι Θεοί ερωτεύονται και παιδιά αυτού του έρωτα είναι
υπέρλαμπροι ήρωες ή πεντάμορφες νέες. Οι Θεοί με αυτόν τον τρόπο
υποδεικνύουν στους θνητούς να αναζητούν τον έρωτα. Δεν υπάρχουν παιδιά
μοιχείας, υπάρχουν μόνον παιδιά αγάπης, που κληρονομούν θεϊκά
χαρακτηριστικά. Ο πόλεμος της Τροίας γίνεται αποκλειστικά για τον έρωτα.
Ο Πάρης — αρνητικός ήρωας για τους Έλληνες, εφόσον είναι αντίπαλος —
δεν είναι ούτε μπορεί να γίνει μισητός. Πώς μπορεί ένας Έλληνας, που
κατανοεί τους έρωτες των Θεών, να μισήσει έναν άνθρωπο που έπεσε κι
αυτός θύμα του έρωτα; Του δόθηκαν βασίλεια, του δόθηκε σοφία κι
αντρειοσύνη, αλλά αυτός προτίμησε τον έρωτα. Αυτός είναι, που δείχνει
στους ανθρώπους τι ακριβώς είναι να είσαι Θεός. Τα βασίλεια για τον Πάρη
έχουν έγνοιες και σκοτούρες. Η θεϊκή ομορφιά όμως, όταν είναι δίπλα
στον άνθρωπο, είναι ευτυχία. Η ευτυχία μέσω του έρωτα είναι η Θέωση για
τον άνθρωπο.
Ο
έρωτας παρουσιάζεται ανίκητος μέσα στα Έπη. Ο Αχιλλέας, μόνον εξαιτίας
του έρωτα, απέχει των μαχών. Ο Αγαμέμνονας, εξαιτίας της στέρησης του
δικού του έρωτα, κάνει υπέρβαση εξουσίας. Ο Οδυσσέας εγκαταλείπει θεές,
που του υπόσχονται αιώνια δόξα κι αθανασία, για τον έρωτά του. Όλα αυτά,
βέβαια, για τον έρωτα που είναι καθαρός και δεν προδίδεται. Η ιστορία
της Ελένης είναι μία ιστορία γυναίκας που βρήκε έναν άλλο έρωτα κι αυτό
βέβαια δεν είναι έγκλημα, απλά η κοινωνία ήταν πολύ καθυστερημένη, για
να δεχτεί το δικαίωμα αυτό σε μία γυναίκα. Η πατριαρχία είναι η δεδομένη
κατάσταση στην ελληνική κοινωνία κι απ’ αυτό μπορεί κάποιος να
καταλάβει ποιοι έχουν το δικαίωμα στη Θέωση μέσω του έρωτα. Η θέση της
γυναίκας είναι ισχνή σ’ ό,τι αφορά τα δικαιώματά της. Οι επιλογές της
είναι πάντα σε προκαθορισμένα όρια. Είναι άτιμη και προσβάλλει τους
ανθρώπους, όταν κι αυτή ως άνθρωπος αποφασίζει για την προσωπική της
ευχαρίστηση και είναι τίμια κι ενάρετη όταν είναι μία σύζυγος, που
μεγαλώνει τα παιδιά της ανεχόμενη τους έρωτες του άντρα της. Αυτή είναι η
κατάσταση που επικρατεί στην Ιλιάδα και στην κοινωνία που περιγράφει
κατά την έναρξη του πολέμου.
Όμως
η Ιλιάδα δεν έχει στόχο να διαπαιδαγωγήσει μόνον τους άντρες και να
τους μάθει πώς πρέπει να λειτουργούν μέσα σ’ ένα σύνολο και να
πετυχαίνουν τους στόχους τους. Τους μαθαίνει και τι σημαίνει έρωτας και
πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, που δε σέβεται τους κανόνες του. Η
Ελένη δεν κοιμήθηκε πρόστυχα μ’ ένα φιλοξενούμενο του άντρα της.
Ερωτεύτηκε ένα όμορφο βασιλόπουλο. Πέρασε χίλιες σκέψεις μέσα από το
μυαλό της για να αντισταθεί. Μία γυναίκα που ζει σε μία αντροκρατούμενη
κοινωνία βασανίζεται πολύ για να πάρει μία τέτοια απόφαση. Αμύνθηκε, όσο
μπορεί ν’ αμυνθεί άνθρωπος στον έρωτα. Όμως ο Μενέλαος πού ήταν; Εκείνη
την ώρα έπρεπε να είναι δίπλα της και να τη στηρίξει. Αυτός όμως υπήρξε
ένας τυπικός σύζυγος, που αντιλαμβάνεται τη γυναίκα του ως κτήμα του
και που πάντα τη βρίσκει εκεί όπου την αφήνει.. αυτό όμως δε συνέβη
αυτήν τη φορά. Ο
Μενέλαος κι ο κάθε άντρας όταν είναι ερωτευμένος, δεν αφήνει το ταίρι
του ούτε για μία στιγμή. Αυτός είναι ο έρωτας, μία συνεχής δυναμική
κατάσταση. Όταν κάποιος δεν μπορεί ή δε θέλει να ακολουθεί τους κανόνες
του, δεν μπορεί να έχει κι απαιτήσεις. Όμως οι απαιτήσεις υπάρχουν γιατί υπάρχει ο θεσμός του γάμου. Από εδώ ξεκινά ο Τρωικός πόλεμος.
Η
Ελένη δεν έχει δικαίωμα να ερωτευτεί όπως όλοι οι άνθρωποι, ακόμα κι
όταν παραμελείται. Ο Μενέλαος μπορεί να βαστάει τις παλλακίδες του και
να βιάζει όποια θέλει στους πολέμους στους οποίους συμμετέχει, αλλά η
Ελένη πρέπει να είναι σωστή σύζυγος. Η
προσφορά της Ελένης στο έργο είναι ότι στους μεν άντρες δείχνει ότι
πρέπει να φροντίζουν να διατηρούν τον έρωτα, γιατί ποτέ δε θα μπορούν να
προβλέψουν τίποτε. Στις δε γυναίκες ότι ακόμα και σε αυτήν τη
θεοσκότεινη κοινωνία πρέπει ν’ απαιτούν από τους άντρες την προσήλωση
ερωτευμένου και στην αντίθετη περίπτωση να τολμούν. Τόλμησε η Ελένη και μπορεί να μη δικαιώθηκε, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η κάθε Ελένη δε θα δικαιώνεται.Στον
αντίποδα αυτής της σχέσης Μενελάου κι Ελένης είναι η σχέση Οδυσσέα και
Πηνελόπης. Ο τέλειος έρωτας. Μπορεί να ενώνονται με τα συζυγικά δεσμά,
αλλά σε καμία περίπτωση αυτά δεν αντικαθιστούν την ερωτική προσήλωση. Η
αιώνια αγάπη. Και οι δύο αρνούνται τα πάντα για τον έρωτά τους. Αν ο
άντρας ονειρεύεται δόξες, πλούτη και προπαντός ως θνητός αθανασία, ο
Οδυσσέας τα αρνείται για τον έρωτά του, για την αγάπη του. Θα ήταν
αδικία, αυτός ο έρωτας να μην έφτανε στη λύτρωσή του. Λύτρωση γι’ αυτούς
ήταν να ζήσουν και να γεράσουν μαζί.Όλα
αυτά αποκαλύπτουν τι συμβαίνει στις σχέσεις των ανθρώπων και πώς αυτές
οι σχέσεις επηρεάζονται από την ύπαρξη του θεσμού τού γάμου. Όταν
κάποιος άνθρωπος ζει σε μία κοινωνία, όπου υπάρχει ο νόμιμος γάμος,
πιστεύει ότι πάντα αυτός είναι κι ο μόνος δρόμος που εξασφαλίζει τη
διατήρηση μίας σχέσης. Η μη προσαρμογή φαίνεται σαν να είναι πρόβλημα
των ανθρώπων και όχι του θεσμού. Τα Έπη προσφέρουν τη γνώση του έρωτα
που δεν μπορεί να κλειστεί μέσα σε θεσμούς και όταν υπάρχει δένει τους
ανθρώπους τόσο πολύ, που ο οποιοσδήποτε θεσμός φαίνεται αστεία υπόθεση.
Καμία συζυγική υποχρέωση δεν είναι δυσβάσταχτη για τον Οδυσσέα. Ο ίδιος
είναι διατεθειμένος να κάνει πράγματα για τα οποία, αν υπήρχε θεσμός να
τα επιβάλλει στους ανθρώπους, θα έκαναν επανάσταση.
Αν ο έρωτας, σύμφωνα με τον Πάρη, είναι το μυστικό της
Θέωσης και της τελειότητας, αυτό που είναι το πιο σημαντικό, είναι η
ίδια η ζωή. Αυτό το δώρο που λέγεται ζωή και δίνεται από τους Θεους σ’ όλους
τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει δόξα ούτε μεγαλείο που να μπορούν να
συγκριθούν με τη ζωή. Φτωχοί, πλούσιοι, ελεύθεροι, δούλοι, παίρνουν
ακριβώς το ίδιο δώρο.Δεν υπάρχουν εκλεκτοί, δεν υπάρχουν
εξαιρέσεις.Διά στόματος
Αχιλλέα οι άνθρωποι μαθαίνουν ότι ακόμα και η ζωή τού σκλάβου είναι πιο
πολύτιμη απ’ όλες τις δόξες και τα μεγαλεία. Η βασιλεία στον κόσμο των
νεκρών δεν έχει καμία αξία. Αν η θυσία του Αχιλλέα πρόσφερε στους
Αχαιούς την Τροία, αυτοί οι λόγοι του δώσανε ελπίδα και χαρά σ’ όλους
του ανθρώπους.
Ο ηρωικός κώδικας και η τραγικότητα των ηρώων στην Ιλιάδα
Το ηρωικό ιδεώδες φέρει πολλαπλά προσωπεία στην Ιλιάδα, αλλά καταλήγει τελικά στην ίδια βαθιά τραγικότητα. Ο ηρωικός κώδικας, η επιταγή του ''αἰεν αριστεύειν'', ''της τιμης εν ζωή'' και του ''κλέους μετά θάνατον'', βιώνεται από τους ήρωες της Ιλιάδας και ειδικά από τον Αχιλλέα και τον Έκτορα, σε μια κοινωνία που επενδύει τόσα στην αιδώ, ως μοίρα. Ο πόλεμος ως μέσο για κλέος αφθιτον και ως πηγή δυστυχίας είναι σε τελική ανάλυση στοιχεία τραγικώς αδιαχώριστα, ειδικά μάλιστα όταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος για το αφθιτον κλέος είναι ακριβώς η φυσική φθορά.
Αντιλαμβανόμαστε πώς η απάντηση στο ερώτημα Τι εστι επικός ήρωας?, μας οδηγεί στα ενδότερα της Ιλιάδας, στην προσέγγιση των πιο σπουδαίων θεματων του ποιήματος: της σχέσης ανάμεσα στην (ιδανική) ζωή και τον (ιδεώδη) θάνατο.Ο ηρωικός κώδικας πάνω από όλα είναι το στοιχείο που προσδίδει στο ποίημα το πιο ιδιάζον και πιο διαχρονικό λογοτεχνικό του γνώρισμα.
Η Ιλιάδα είναι πρωτίστως το ποίημα εκείνο στο οποίο δύο μοναδικοί, απαράμιλλοι ήρωες, που προσδιορίζουν ουσιαστικά ο ένας τον άλλο, κινούνται αναπόφευκτα, νομοτελειακά, αλλά και πάλι απολύτως συνειδητά και ελεύθερα, προς τον χαμό τους – για να παραφράσουμε τον όρκο των Αθηναίων εφήβων: μόνοι, ακόμη κι αν μάχονται μετὰ πολλῶν. Η απομόνωση του Αχιλλέα και στο τέλος του Έκτορα από τους συμπολεμιστές τους προαναγγέλλει γραμματολογικά την απομόνωση του τραγικού ήρωα, όπως θα τη δούμε κυρίως στον Σοφοκλή.
Οι μεγάλοι ήρωες, τόσο ο Αχιλλέας όσο και ο Έκτορας, είναι εξ ορισμού οντολογικώς απομονωμένοι, ακριβώς διότι το τραγικό τους μεγαλείο αποτελεί στην ουσία, όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο, μορφή εκκεντρισμού: συνιστά ακραία εκδοχή – ή εξώθηση στα άκρα – της κυρίαρχης κοινωνικοπολιτικής ιδεολογίας του επικού κόσμου. Την «υγιή», μετρημένη εκδοχή του ηρωικού ιδεώδους εκπροσωπούν στην Ιλιάδα πιο χαρακτηριστικά, όπως είπαμε, ο Γλαύκος και ο Διομήδης. Τη διαφορετική έκβαση που θα μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα, χωρίς κατ’ ανάγκην υποτιμητικές εκπτώσεις στην τιμήν, υπαινίσσονται επίσης ματαιωμένες πράξεις, όπως η μονομαχία του Μενελάου και του Πάρη. Την εκπροσωπεί ακόμη, αλλά με τη μορφή του τραγικού αδυνάτου, όπως είδαμε, η στιγμιαία παλινδρόμηση του Έκτορα.Η τραγικότητα όμως των ηρώων αυτών τους επενδύει με μια αξιοπρέπεια μοναδική: από αυτή την άποψη είναι ανώτεροι και από τους θεούς.
Καθώς λοιπόν καταρρέει η φαινομενική αντίθεση Αχιλλέα και Έκτορα, ο ηρωικός κώδικας στην ιδιαίτερη ιλιαδική εκδοχή του μας ενδιαφέρει ως κώδικας λογοτεχνικής ερμηνείας, διότι αναδεικνύει μια ακόμη σημαντική διάσταση της Ιλιάδας: ο ηρωικός κώδικας συνέχει, δεν διαχωρίζει τους αντιμαχομένους. Η «ορθή» ερμηνεία της Ιλιάδας, συνεπώς, απαιτεί συνειδητό «μπλοκάρισμα» της μοντέρνας αντίληψης της ιστορίας υπό το πρίσμα της εθνικής συνείδησης.
Σε μια εποχή κατά την οποία αρχίζουν να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις μιας ελληνικής εθνοσυλλογικότητας, και παρά το γεγονός ότι οι κατοπινότερες γενιές (αρχαίων) Ελλήνων θα δουν τον τρωικό πόλεμο ως το αρχέτυπο της σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Ασίας, η Ιλιάδα η ίδια κινείται υπεράνω της διάκρισης μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων. Ο ηρωικός κώδικας στην Ιλιάδα είναι ένα κοινό σύνολο αξιών, μια ιδιαίτερη ανθρωπολογία, που προσδιορίζει είδος ανθρώπου, το οποίο κρίνεται με διττή αναφορά, αφενός στους «υφισταμένους» του, τους απλούς και ταπεινούς βροτούς, και αφετέρου στους «προϊσταμένους» του, τους θεούς.
Αντιλαμβανόμαστε πώς η απάντηση στο ερώτημα Τι εστι επικός ήρωας?, μας οδηγεί στα ενδότερα της Ιλιάδας, στην προσέγγιση των πιο σπουδαίων θεματων του ποιήματος: της σχέσης ανάμεσα στην (ιδανική) ζωή και τον (ιδεώδη) θάνατο.Ο ηρωικός κώδικας πάνω από όλα είναι το στοιχείο που προσδίδει στο ποίημα το πιο ιδιάζον και πιο διαχρονικό λογοτεχνικό του γνώρισμα.
Η Ιλιάδα είναι πρωτίστως το ποίημα εκείνο στο οποίο δύο μοναδικοί, απαράμιλλοι ήρωες, που προσδιορίζουν ουσιαστικά ο ένας τον άλλο, κινούνται αναπόφευκτα, νομοτελειακά, αλλά και πάλι απολύτως συνειδητά και ελεύθερα, προς τον χαμό τους – για να παραφράσουμε τον όρκο των Αθηναίων εφήβων: μόνοι, ακόμη κι αν μάχονται μετὰ πολλῶν. Η απομόνωση του Αχιλλέα και στο τέλος του Έκτορα από τους συμπολεμιστές τους προαναγγέλλει γραμματολογικά την απομόνωση του τραγικού ήρωα, όπως θα τη δούμε κυρίως στον Σοφοκλή.
Οι μεγάλοι ήρωες, τόσο ο Αχιλλέας όσο και ο Έκτορας, είναι εξ ορισμού οντολογικώς απομονωμένοι, ακριβώς διότι το τραγικό τους μεγαλείο αποτελεί στην ουσία, όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο, μορφή εκκεντρισμού: συνιστά ακραία εκδοχή – ή εξώθηση στα άκρα – της κυρίαρχης κοινωνικοπολιτικής ιδεολογίας του επικού κόσμου. Την «υγιή», μετρημένη εκδοχή του ηρωικού ιδεώδους εκπροσωπούν στην Ιλιάδα πιο χαρακτηριστικά, όπως είπαμε, ο Γλαύκος και ο Διομήδης. Τη διαφορετική έκβαση που θα μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα, χωρίς κατ’ ανάγκην υποτιμητικές εκπτώσεις στην τιμήν, υπαινίσσονται επίσης ματαιωμένες πράξεις, όπως η μονομαχία του Μενελάου και του Πάρη. Την εκπροσωπεί ακόμη, αλλά με τη μορφή του τραγικού αδυνάτου, όπως είδαμε, η στιγμιαία παλινδρόμηση του Έκτορα.Η τραγικότητα όμως των ηρώων αυτών τους επενδύει με μια αξιοπρέπεια μοναδική: από αυτή την άποψη είναι ανώτεροι και από τους θεούς.
Καθώς λοιπόν καταρρέει η φαινομενική αντίθεση Αχιλλέα και Έκτορα, ο ηρωικός κώδικας στην ιδιαίτερη ιλιαδική εκδοχή του μας ενδιαφέρει ως κώδικας λογοτεχνικής ερμηνείας, διότι αναδεικνύει μια ακόμη σημαντική διάσταση της Ιλιάδας: ο ηρωικός κώδικας συνέχει, δεν διαχωρίζει τους αντιμαχομένους. Η «ορθή» ερμηνεία της Ιλιάδας, συνεπώς, απαιτεί συνειδητό «μπλοκάρισμα» της μοντέρνας αντίληψης της ιστορίας υπό το πρίσμα της εθνικής συνείδησης.
Σε μια εποχή κατά την οποία αρχίζουν να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις μιας ελληνικής εθνοσυλλογικότητας, και παρά το γεγονός ότι οι κατοπινότερες γενιές (αρχαίων) Ελλήνων θα δουν τον τρωικό πόλεμο ως το αρχέτυπο της σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Ασίας, η Ιλιάδα η ίδια κινείται υπεράνω της διάκρισης μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων. Ο ηρωικός κώδικας στην Ιλιάδα είναι ένα κοινό σύνολο αξιών, μια ιδιαίτερη ανθρωπολογία, που προσδιορίζει είδος ανθρώπου, το οποίο κρίνεται με διττή αναφορά, αφενός στους «υφισταμένους» του, τους απλούς και ταπεινούς βροτούς, και αφετέρου στους «προϊσταμένους» του, τους θεούς.
Σάββατο 26 Απριλίου 2014
O Οδυσσέας και οι ικανότητές του στην Ιλιάδα
Στην Ιλιάδα ο Οδυσσέας παρουσιάζεται από τον όμηρο ως ένας ανδρείος
πολεμιστής, συνετός βασιλιάς και πολυμήχανος αρχηγός. Η άποψή του πάνω
σε πολλά θέματα υιοθετείται από τους άλλους αρχηγούς καθώς όλοι τον
σέβονταν. Εξάλλου η τριάδα Νέστωρ, Οδυσσέας και Ιδομενέας
αναγνωρίζονταν ως οι πιο αξιόπιστοι σύμβουλοι. Κατά την διάρκεια του
πολέμου ο Οδυσσέας αναδεικνύεται σε συμφιλιωτική και ενωτική δύναμη
μεταξύ των Ελλήνων. Προσπαθεί να συμφιλιώσει τον Αχιλλέα με τον
Αγαμέμνονα, μετά την διαμάχη για την Βρισηίδα,
και μεταπείθει τον Αγαμέμνονα όταν απογοητευμένος από τις στρατιωτικές
ήττες σκέφτεται να εγκαταλείψει την Τροία. Καταφέρνει ακόμη να
συγκρατήσει τον μαινόμενο Αχιλλέα όταν μετά τον θάνατο του Πατρόκλου θέλει να επιτεθεί στους Τρώες άμεσα και απροετοίμαστα.
Η γενναιότητα και η πολεμική του ικανότητα εξυμνούνται πολλές φορές από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, πιο πολύ όμως στις νυχτερινές του εκστρατείες. Με τον Διομήδη κατάφεραν να εισχωρήσουν στην Τροία και να κλέψουν το παλλάδιο, ενώ σε άλλο χρονικό σημείο πήγαν στο στρατόπεδο των Θρακών, σκότωσαν πολλούς από αυτούς στον ύπνο τους και έκλεψαν τα άλογα του βασιλιά τους. Κατά τους νεκρικούς αγώνες προς τιμή του Πάτροκλου κατάφερε με την βοήθεια της Αθηνάς να νικήσει στον αγώνα δρόμου. Στη συνέχεια νίκησε τον Αίαντα τον Τελαμώνιο (στους νεκρικούς αγώνες προς τιμή του Αχιλλέα) κερδίζοντας την πανοπλία του νεκρού Αχιλλέα και προκαλώντας την αυτοκτονία του Αίαντα με το σπαθί που του είχε χαρίσει ο Έκτορας.
Η πιο καταλυτική συνεισφορά του Οδυσσέα στο Τρωικό Πόλεμο όμως ήταν έμπνευση του Δούρειου Ίππου. Το ξύλινο αυτό κατασκεύασμα, δείγμα στρατηγικής ευφυίας, κατασκευάστηκε από τον Eπειό σύμφωνα με τις οδηγίες του Οδυσσέα. Όταν ολοκληρώθηκε, ο Οδυσσέας οδήγησε στο εσωτερικό του Ίππου δεκάδες Αχαιούς και περίμεναν καρτερικά τους «θριαμβευτές» Τρώες. Οι Τρώες, αφού πίστεψαν ότι οι Αχαιοί εγκατέλειψαν της ακτές της Τροίας και τους άφησαν ως δώρο τον Δούρειο Ίππο, τον οδήγησαν στο εσωτερικό της πόλης και άρχισαν ξέφρενα γλέντια. Με το πέσιμο της νύχτας όμως, οι κρυμμένοι στο εσωτερικό του Ίππου Αχαιοί, εξόρμησαν και κατάφεραν να καταλάβουν την απροστάτευτη πόλη σχετικά εύκολα. Αυτό σήμανε και το τέλος του Τρωικού Πολέμου.
Η γενναιότητα και η πολεμική του ικανότητα εξυμνούνται πολλές φορές από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, πιο πολύ όμως στις νυχτερινές του εκστρατείες. Με τον Διομήδη κατάφεραν να εισχωρήσουν στην Τροία και να κλέψουν το παλλάδιο, ενώ σε άλλο χρονικό σημείο πήγαν στο στρατόπεδο των Θρακών, σκότωσαν πολλούς από αυτούς στον ύπνο τους και έκλεψαν τα άλογα του βασιλιά τους. Κατά τους νεκρικούς αγώνες προς τιμή του Πάτροκλου κατάφερε με την βοήθεια της Αθηνάς να νικήσει στον αγώνα δρόμου. Στη συνέχεια νίκησε τον Αίαντα τον Τελαμώνιο (στους νεκρικούς αγώνες προς τιμή του Αχιλλέα) κερδίζοντας την πανοπλία του νεκρού Αχιλλέα και προκαλώντας την αυτοκτονία του Αίαντα με το σπαθί που του είχε χαρίσει ο Έκτορας.
Η πιο καταλυτική συνεισφορά του Οδυσσέα στο Τρωικό Πόλεμο όμως ήταν έμπνευση του Δούρειου Ίππου. Το ξύλινο αυτό κατασκεύασμα, δείγμα στρατηγικής ευφυίας, κατασκευάστηκε από τον Eπειό σύμφωνα με τις οδηγίες του Οδυσσέα. Όταν ολοκληρώθηκε, ο Οδυσσέας οδήγησε στο εσωτερικό του Ίππου δεκάδες Αχαιούς και περίμεναν καρτερικά τους «θριαμβευτές» Τρώες. Οι Τρώες, αφού πίστεψαν ότι οι Αχαιοί εγκατέλειψαν της ακτές της Τροίας και τους άφησαν ως δώρο τον Δούρειο Ίππο, τον οδήγησαν στο εσωτερικό της πόλης και άρχισαν ξέφρενα γλέντια. Με το πέσιμο της νύχτας όμως, οι κρυμμένοι στο εσωτερικό του Ίππου Αχαιοί, εξόρμησαν και κατάφεραν να καταλάβουν την απροστάτευτη πόλη σχετικά εύκολα. Αυτό σήμανε και το τέλος του Τρωικού Πολέμου.
Μύθος και πλοκή στην Οδύσσεια
Σε σύγκριση προς τον Ιλιαδικό μύθο ,ο μύθος της Οδύσσειας
διαθέτει μεγαλύτερη θεματική ποικιλία και αφηγηματική γοητεία, αλλά σε
προσεκτικότερο έλεγχο αποδεικνύεται μάλλον δύσχρηστος σε κάποια σημεία
του, ίσως και προβληματικός. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο ποιητής
της Οδύσσειας συμπλέκει στην εξέλιξη του έπους και άλλα
ετερόκλητα στοιχεία. Στον βαθμό δηλαδή που ο νόστος του Οδυσσέα αποτελεί
κεφάλαιο των μετατρωικών νόστων (για τους οποίους διαθέτουμε την
περίληψη ενός ομότιτλου έπους), εντάσσεται ομαλά στα ευρύτερα
συμφραζόμενα του τρωικού μύθου, τα οποία και συστήνουν το δεύτερο,
μεταπολεμικό του μέρος. Από την άποψη αυτή η Οδύσσεια παραμένει, κατά το πρότυπο της Ιλιάδας,
έπος ηρωικό, για τον πρόσθετο λόγο ότι φιλοξενεί στο εσωτερικό της
πρωταγωνιστικούς ήρωες του ιλιαδικού έπους, εκτός από τον Οδυσσέα. Η
«Μνηστηροφονία» εξάλλου (η προετοιμασία και η πραγματοποίηση της οποίας
καλύπτουν το δεύτερο μισό της Οδύσσειας) σκηνοθετείται λίγο πολύ ως αριστεία, η οποία, παρά τις ιδιόρρυθμες διαφορές της, παραπέμπει στις ιλιαδικές αριστείες.
Γύρω όμως από τον μεταπολεμικό αυτό επικό άξονα
περιστρέφονται και κάποια, λίγο πολύ άσχετα, θέματα, τα οποία έχουν
διαφορετική προέλευση και ανάλογο ήθος και ύφος. Στο πλαίσιο, λόγου
χάριν, των «Μεγάλων Απολόγων», εμφανίζονται και συμπλέκονται διηγήσεις
που προδίδουν εξερευνητικό ανθρωπογεωγραφικό ενδιαφέρον, καθώς και
αφηγηματικά επεισόδια παραμυθικά και τερατικά, που ανήκουν στον κόσμο
της εξωτικής φαντασίας. Και οι δύο αυτές θεματικές ομάδες προέρχονται
σίγουρα από αφηγημένες ταξιδιωτικές περιπέτειες, εντοπισμένες σε
απόμακρα μέρη. Φαίνεται εξάλλου πως μια αρχαιότερη διήγηση της
αργοναυτικής εκστρατείας τροφοδότησε τους «Απολόγους» με τέτοια
αφηγηματικά παράδοξα, τα οποία ο ποιητής της Οδύσσειας τα μετέτρεψε σε ριψοκίνδυνα κατορθώματα του Οδυσσέα στην εξέλιξη του μετατρωικού του νόστου.Αν τα στοιχεία αυτά ενσωματώθηκαν στον εξωτερικό
νόστο του ήρωα (προτού δηλαδή πατήσει ο Οδυσσέας το πόδι του στην
Ιθάκη), στον αφηγηματικό κορμό του εσωτερικού τώρα νόστου (όταν ο
Οδυσσέας βρίσκεται πια και κινείται στην Ιθάκη), εύκολα αναγνωρίζονται
ίχνη μιας νουβέλας (ανάλογης προς τη δική μας δημοτική παραλογή) με θέμα
της τον γυρισμό του ξενιτεμένου. Απόδειξη το σύμπλεγμα των αναγνωρισμών
του Οδυσσέα, ή ο όμιλος των μνηστήρων, οι οποίοι πιέζουν την Πηνελόπη
να ξαναπαντρευτεί διαλέγοντας κάποιον ανάμεσά τους. Το θέμα αυτό
αναλογεί επίσης στη νουβέλα του ξενιτεμένου συζύγου, ο οποίος γυρίζει
αργά, αγνώριστος και ανέλπιστος σπίτι του, τη μέρα που η γυναίκα του
ετοιμάζει δεύτερο γάμο. Μόνο που οι μνηστήρες της Οδύσσειας
πολλαπλασιάζουν αυτό τον δεύτερο γαμπρό της νουβέλας, τον οποίο ο
ξενιτεμένος οφείλει να εξουδετερώσει για να ανακτήσει τη γυναίκα του και
το σπιτικό του. Αλλά και το άθλημα του τόξου, που επιλέγει η Πηνελόπη
στην Οδύσσεια, για να δοκιμάσει τους μνηστήρες της, θυμίζει
ανάλογα νοβελιστικά αθλήματα πρώτου γάμου, όπου ο νικητής παίρνει ως
έπαθλο την επίδοξη νύφη. Όλα αυτά τα -παράταιρα μάλλον σ᾽ ένα ηρωικό
έπος- στοιχεία ο ποιητής της Οδύσσειας τα συνταιριάζει καλά με το θέμα της μνηστηροφονίας. Και αυτό είναι σημαντικό κατόρθωμα της πλοκής.
Το άλλο σημαντικότερο αποτέλεσμα της πλοκής αναγνωρίζεται στον τρόπο με τον οποίο συμπλέκει ο ποιητής της Οδύσσειας τον νόστο του Οδυσσέα με τους νόστους άλλων επικών ηρώων. Οι νόστοι αυτοί (οι περισσότεροι από τους οποίους φιλοξενούνται στην Οδύσσεια) σχηματίζουν μια συνολική τυπολογία, που μοιράζεται σε τρεις επιμέρους, τυπικές επίσης, κατηγορίες.Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν νόστοι με
ευτυχισμένο και άμεσο τέλος. Παράδειγμα ο νόστος του Νέστορα, τον οποίο
διηγείται ο ίδιος στην τρίτη ραψωδία του έπους. Η δεύτερη κατηγορία
περιλαμβάνει νόστους που πραγματοποιούνται δίχως καθυστέρηση, απολήγουν
όμως σε τραγικό τέλος και συνεπάγονται εκδικητικού τύπου εμπλοκές.
Κορυφαίο παράδειγμα ο νόστος του Αγαμέμνονα, ο οποίος κατασφάζεται
ανελέητα από τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα μέσα στο ίδιο του το
σπίτι, ενώ την εκδίκηση του στυγερού αυτού φόνου την αναλαμβάνει
αργότερα ο Ορέστης. Πρόκειται για τραγικό νόστο που διασπείρεται σε
περισσότερα μέρη της Οδύσσειας: τον υπαινίσσεται ο Δίας ήδη στη
«Θεών Αγορά» της πρώτης ραψωδίας· τον εξιστορούν διεξοδικότερα ο
Νέστορας και ο Μενέλαος στην τρίτη και στην τέταρτη ραψωδία· τον
διηγείται συνοπτικά, αλλά σπαρακτικά, ο ίδιος ο Αγαμέμνονας στη «Μεγάλη
Νέκυια» της ενδέκατης ραψωδίας και τον ξαναθυμάται στη «Μικρή Νέκυια»
της εικοστής τέταρτης. Τέλος, στην τρίτη κατηγορία, που την εκπροσωπεί
μέσα στην Οδύσσεια ο Μενέλαος, ανήκουν οι περιπετειώδεις και
ριψοκίνδυνοι νόστοι, που εκκρεμούν πολλά χρόνια και συνεπάγονται μερικές
απώλειες, προτού καθυστερημένα συντελεστούν.
Σ᾽ αυτό το τυπικό πλαίσιο νόστων, που θα
μπορούσαμε να τους ονομάσουμε και ελάσσονες, ξεχωρίζει με την ιδιαίτερη
σημασία και φυσιογνωμία του ο επιβλητικός νόστος του Οδυσσέα, ο οποίος
αποτελεί το κεντρικό θέμα της Οδύσσειας. Αναλογικά συγγενεύει
περισσότερο με τον νόστο του Μενελάου, μολονότι σε κρίσιμα σημεία τον
υπερβάλλει. Η δική του εκκρεμότητα διαρκεί δέκα ολόκληρα χρόνια έναντι
των οκτώ του Μενελάου. Συγκριτικά καλύπτει μεγαλύτερο χώρο (πραγματικό
και φανταστικό) από τον νόστο του Μενελάου, από τον οποίο λείπουν οι
εξωτικοί σταθμοί. Η καθήλωση του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς δεν έχει
μόνο μεγαλύτερη διάρκεια από εκείνη του Μενελάου στο νησί Φάρος, μπροστά
στην Αίγυπτο, αλλά θέτει και οριακά διλήμματα στον ήρωα, ο οποίος
πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη της προηγούμενής του
ζωής· να προκρίνει το γήρας και τη θνητότητα, αντί της αγηρασίας και της
αθανασίας που του προσφέρει η Καλυψώ. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις απώλειες
των συντρόφων, ο ολοκληρωτικός αφανισμός των εταίρων του Οδυσσέα
αποτελεί μοναδική εξαίρεση στη σχετική παράδοση· ακόμη και ο Μενέλαος
χάνει τους μισούς μόνο συντρόφους του. Παρά ταύτα, οι δύο αυτοί νόστοι
αποτελούν συγγενικό ζεύγος με τα κοινά σημεία που διαθέτουν, ανάμεσα στα
οποία διακρίνονται και οι ανάλογες οδηγίες νόστου από τον Πρωτέα προς
τον Μενέλαο και από τον Τειρεσία προς τον Οδυσσέα.
Το απροσδόκητο όμως στην προκειμένη περίπτωση
είναι ότι ο νόστος του Οδυσσέα, υποθετικά έστω, εμπεριέχει και τις δύο
άλλες μορφές νόστου: τον άμεσο και ευτυχή, που αντιστοιχεί, λόγου χάριν,
στον Νέστορα· αλλά και τον άμεσο και τραγικό, που αναλογεί στον
Αγαμέμνονα. Συγκεκριμένα: στην τρίτη ραψωδία της Οδύσσειας,
όπου ο Νέστορας διηγείται στον Τηλέμαχο τον δικό του νόστο, τον
βεβαιώνει ότι στην αρχή τον ακολούθησε και ο Οδυσσέας μέχρι την Τένεδο,
μαζί με τους μισούς Αχαιούς, που συμφώνησαν με τον Μενέλαο πως πρέπει να
μπουν αμέσως στα καράβια τους, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής,
εγκαταλείποντας δίχως καθυστέρηση τη λεηλατημένη και ρημαγμένη Τροία.
Μετά όμως ο Οδυσσέας (σύμφωνα με τη διήγηση του Νέστορα πάντα) άλλαξε
γνώμη και γύρισε πίσω στην Τροία, για να σμίξει με τον Αγαμέμνονα, ο
οποίος επέμενε πως έπρεπε πρώτα οι Αχαιοί να θυσιάσουν εκατόμβη στη θεά
Αθηνά, για να μαλακώσουν τον χόλο της, και ύστερα να επιστρέψουν στην
πατρίδα. Εκδοχή που σημαίνει ότι: θα μπορούσε και ο Οδυσσέας να έχει την
καλή τύχη του Νέστορα, επιστρέφοντας αμέσως και δίχως απώλειες στην
Ιθάκη, αν έμενε σταθερός στην πρώτη του απόφαση και δεν πήγαινε με το
μέρος του Αγαμέμνονα, καθυστερώντας έτσι τον νόστο του.Αυτή όμως η έλξη του Οδυσσέα προς τον Αγαμέμνονα
δεν σταματά εδώ. Εξελίσσεται, και δραματοποιείται στην πορεία του έπους
ως πιθανή αναλογική σύμπτωση της μοίρας του Οδυσσέα με την τραγική
μοίρα του βασιλιά των Μυκηνών. Την πιθανότητα αυτή την υπαινίσσεται
προκαταβολικά ο Δίας στη «Θεών Αγορά» της πρώτης ραψωδίας,
υπενθυμίζοντας το αποτρεπτικό παράδειγμα του Αιγίσθου, ο οποίος έσμιξε
παράνομα με την Κλυταιμνήστρα, σκότωσε βάναυσα τον Αγαμέμνονα, ώσπου τον
αφάνισε η φονική εκδίκηση του Ορέστη. Το συντελεσμένο όμως αυτό
παράδειγμα των Μυκηνών (Αγαμέμνονας-Αίγισθος-Κλυταιμνήστρα-Ορέστης)
αναλογεί στο πιθανό παράδειγμα της Ιθάκης. Φτάνει οι μνηστήρες να
μιμηθούν τον Αίγισθο, η Πηνελόπη να ενδώσει στις ερωτικές ορέξεις τους,
και ο Τηλέμαχος να αντιγράψει τον εκδικητικό ρόλο του Ορέστη. Η πιθανή
αυτή αναλογία επαναλαμβάνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε κομβικά
σημεία του έπους και σαν μαύρο σύννεφο επισκιάζει συνεχώς τον νόστο του
Οδυσσέα, ώσπου να διαλυθεί με τη μνηστηροφονία. Επομένως, ο νόστος του
Οδυσσέα, κρατώντας τα δικά του διακριτικά χαρακτηριστικά, παραπέμπει και
στους άλλους τυπικούς νόστους που φιλοξενεί το έπος της Οδύσσειας· κατά κάποιον τρόπο τους συναιρεί και γίνεται έτσι αντιπροσωπευτικός φορέας όλων των νόστων.
Στα αφηγηματικά εξάλλου κατορθώματα της πλοκής στην Οδύσσεια
ανήκει και ο τρόπος που χειρίζεται ο ποιητής τόσο τους διακεκριμένους
χρόνους του έπους του όσο και τους διακεκριμένους χώρους του. Η Οδύσσεια, διαφορετικά από την Ιλιάδα,
δεν ρέει σε συνεχή χρόνο. Ο ποιητικός της χρόνος μοιράζεται στα δύο:
στο αφηγηματικό της παρόν, που το δραστικό μέρος του παραμένει
ολιγοήμερο, και στο αφηγηματικό του παρελθόν, που αποδεικνύεται
μακρόχρονο. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση
αναγνωρίζεται στη σύνθεση των δύο αυτών χρόνων, καθώς ο μακρός χρόνος
εισχωρεί («εγκιβωτίζεται», όπως λέμε) στον μικρό χρόνο μαζί με το
αφηγηματικό του περιεχόμενο.Η μέθοδος αυτή συνεπάγεται μια πρώτη διήγηση που
αρχίζει στη μέση, σε κάποιο δηλαδή κρίσιμο σημείο του αφηγηματικού
παρόντος. Αλλά, καθώς προχωρεί, οπισθοδρομεί, για να δώσει τη θέση της
σε μια δεύτερη διήγηση, που αναφέρεται τώρα στο ποιητικό παρελθόν·
πρόκειται για τη μακρά διήγηση των «Μεγάλων Απολόγων», που την
αναλαμβάνει ο ίδιος ο Οδυσσέας στις ραψωδίες ι-μ. Μεσολαβούν τα οκτώ και
κάτι χρόνια της καθήλωσης του ήρωα στο νησί της Καλυψώς. Και αυτά
ανήκουν στο ποιητικό παρελθόν του έπους, εκτός από τις δύο τελευταίες
μέρες, που μεταφέρονται στο ποιητικό παρόν και στις οποίες η Καλυψώ
υπακούει στην εντολή του Δία, με εντολοδόχο θεό τον Ερμή, ελευθερώνει
επιτέλους τον Οδυσσέα από τα ερωτικά της θέλγητρα και τον προπέμπει στον
καθυστερημένο του νόστο, βοηθώντας και στην κατασκευή της σχεδίας του.
Πρόκειται για την αφήγηση στο πρώτο μισό της πέμπτης ραψωδίας.
Το δεύτερο μισό, που ανήκει επίσης στο ποιητικό
παρόν, αφιερώνεται στο έσχατο συντριπτικό ναυάγιο του ήρωα, που θα τον
φέρει τελικά εξοντωμένο στις ακτές της Σχερίας. Έτσι πλέκεται το χρονικό
δίχτυ της Οδύσσειας, όσο ακόμη εκκρεμεί ο εξωτερικός νόστος
του πρωταγωνιστή της και αναβάλλεται η επιστροφή του στην Ιθάκη. Συνήθως
γίνεται λόγος για αναδρομική διήγηση, που καθιέρωσε το τέχνασμα του
φλας μπακ. Στην πραγματικότητα όμως αλλού βρίσκεται η πρωτοτυπία της
χρονικής αυτής αναδρομής: πραγματοποιείται σε ενδιάμεσο σταθμό, στο νησί
των Φαιάκων, και όχι, όπως θα περιμέναμε, στην Ιθάκη. Έτσι όμως φτάσαμε
στο θέμα των διακεκριμένων χώρων της Οδύσσειας, που είναι τρία νησιά.Αφηγηματικά προηγείται το νησί της Καλυψώς,
απόμακρος και απόκοσμος ειδυλλιακός τόπος ερωτικής απομόνωσης του
Οδυσσέα, όπου παίζονται η ίδια η ανθρώπινή του φύση, η συζυγική του
πίστη και βεβαίως η επιστροφή του στην Ιθάκη. Το δέλεαρ, όπως είπαμε,
της Καλυψώς προς τον θνητό εραστή της είναι η προσφορά αγηρασίας και
αθανασίας, με αντάλλαγμα την προτίμηση της λήθης αντί της επίμονης και
βασανιστικής μνήμης. Τελικά ο ήρωας, με τη μεσολάβηση των θεών (της
Αθηνάς κυρίως), αποδεσμεύεται από τον ληθαργικό κλοιό της Καλυψώς και
επιστρέφει στην περιπέτεια του νόστου του, μόνος τώρα και δίχως
εταίρους, καθώς όλοι τους έχουν αφανιστεί εδώ και χρόνια, μετά την
ασέβειά τους στο νησί της Θρινακίας, όπου έσφαξαν και έφαγαν τα ιερά
γελάδια του Ήλιου.
Ο δρόμος ωστόσο για την Ιθάκη εμποδίζεται ακόμη
από τον θυμωμένο Ποσειδώνα, ο οποίος συντρίβει τη σχεδία του Οδυσσέα και
τον αφήνει στο έλεος μιας ανελέητης καταιγίδας ανάμεσα σε θεόρατα
κύματα. Παρά ταύτα, ο ήρωας σώζεται με το μαγνάδι της θαλασσινής Ινώς
και, αναπλέοντας τις εκβολές ενός θεϊκού ποταμού, βγαίνει στη θαμνώδη
στεριά της Σχερίας, όπου και πέφτει εξαντλημένος σε βαθύ ύπνο. Τα
υπόλοιπα είναι γνωστά: την άλλη μέρα, συγκινημένη μαζί του η Ναυσικά,
κόρη του βασιλιά, οδηγεί τον Οδυσσέα με ασφάλεια στο βασιλικό παλάτι,
όπου γενναιόδωρα τον υποδέχονται ο Αλκίνοος και η Αρήτη, τον συστήνουν
στους Φαίακες, του προσφέρουν πλούσια δώρα ξενίας και του εξασφαλίζουν
την προπομπή του με το μαγικό τους πλοίο. Εκεί, μπροστά στους Φαίακες,
ύστερα από απαίτηση του Αλκινόου, αποκαλύπτει ο Οδυσσέας την ταυτότητά
του και μαγεύει τους ακροατές του με τη διήγηση των «Απολόγων» του.Αν ο εξωτικός και ληθαργικός παράδεισος της
Ωγυγίας συστήνει τον μεγάλο ερωτικό πειρασμό, τον οποίο, όψιμα έστω,
αφήνει πίσω του ο Οδυσσέας, το νησί των Φαιάκων, σε σύγκριση προς το
προπολιτισμικό νησί της Καλυψώς, είναι τόσο πολιτισμένο, που μοιάζει
σχεδόν με πολιτισμική ουτοπία. Προσφέρεται επομένως, με τους αθλητικούς
του αγώνες, με τους χορούς και με τα τραγούδια του τυφλού αοιδού
Δημοδόκου, όσο κανένας άλλος τόπος, όχι μόνο για να διηγηθεί ο Οδυσσέας
τα πάθη του νόστου του, αλλά και για να επιδείξει την αφηγηματική του
δεξιοτεχνία, αντάξια ενός έμπειρου αοιδού-ραψωδού. Εντοπισμένοι λοιπόν
οι «Μεγάλοι Απόλογοι» στη Σχερία, βρίσκουν την πιο πρόσφορη υποδοχή
τους, που ασφαλώς δεν θα την είχαν στην Ιθάκη.
Η Ιθάκη (το τρίτο νησί που προβάλλεται στο αφηγηματικό παρόν της Οδύσσειας)
είναι ακριβώς, σε αντίθεση τόσο προς την Ωγυγία όσο και προπαντός προς
τη Σχερία, ένας χώρος όχι μόνο οδυνηρά πραγματικός αλλά και με
διασαλευμένη, εξαιτίας των μνηστήρων, την ηθική και πολιτική του τάξη.
Την αποκατάσταση της χαμένης αυτής τάξης συστήνει η Αθηνά στον νεαρό
Τηλέμαχο στο πλαίσιο της πρώτης ραψωδίας, αλλά το δυσκατόρθωτο αυτό
κατόρθωμα ανήκει στον ίδιο τον Οδυσσέα, που το πραγματοποιεί, με τη
βοήθεια και του Τηλεμάχου, προοδευτικά στο δεύτερο μισό του έπους.
Εντούτοις, ακόμη και μετά τη συντελεσμένη μνηστηροφονία η Ιθάκη
κινδυνεύει από την εκδικητική στάση των Ιθακησίων, η οποία μόλις στην
έξοδο του έπους κατευνάζεται, και επιτέλους το νησί του νόστου, με την
παρέμβαση του Δία και της Αθηνάς, ηρεμεί. Επομένως, ο χρόνος της Οδύσσειας είναι διπλός και ο χώρος της τριπλός. Σ᾽ αυτό το πεντάγραμμο της οδυσσειακής πλοκής εγγράφεται ο μύθος του έπους.
Δ. Ν. Μαρωνίτης
Κυριακή 20 Απριλίου 2014
Οι Βιβλιοθήκες της αρχαίας Ελλάδας
Όταν γίνεται λόγος για βιβλιοθήκες στην αρχαία Ελλάδα, η σκέψη μας ανατρέχει συνήθως στις γνωστές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Περγάμου και ίσως το πολύ – πολύ στις βιβλιοθήκες του Πανταίνου και του Αδριανού στην Αθήνα.Αλλά τόσο στην Αθήνα όσο και στις άλλες Ελληνικές πόλεις, όχι μόνο του μητροπολιτικού αλλά και του αποικιακού Ελληνισμού, υπήρξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών, για τις οποίες δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε εκτός από την ύπαρξή τους. Την ύπαρξη αυτών των βιβλιοθηκών βεβαιώνουν περισσότερο επιγραφικές και λιγότερο φιλολογικές πηγές.Την ύπαρξη βιβλιοθηκών στην Αθήνα μαρτυρεί ο ιστορικός Πολύβιος μνημονεύοντας τον επίσης αρχαίο ιστορικό Τίμαιο. Λέει δηλαδή ο Πολύβιος ότι, όταν ο Τίμαιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, για να αποφύγει την πίεση του τυράννου Αγαθοκλή, κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε 50 (!) χρόνια ερευνώντας τις βιβλιοθήκες της πόλης του Κέκροπα. Από άλλες σποραδικές πληροφορίες που βρίσκονται σε φιλολογικές πάλι πηγές συμπεραίνεται ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών στον εκτός της μητροπολιτικής Ελλάδας ελληνισμό.
Συγκεκριμένα στην Ασία είχαν βιβλιοθήκες οι Ελληνικές πόλεις Έφεσος, Μίλητος, Αλικαρνασσός, Ηράκλεια του Πόντου, Κνίδος, Μύλασα, Νύσσα, Πέργαμος, Πριήνη, Προύσα, Σινώπη, Σμύρνη, Τέως, Αντιόχεια, Αφροδισιάδα, Καισαρεία, Ταρσός. Μαγνησία του Μαιάνδρου, Μαγνησία Σιπύλου, Ιασός, Θυάτειρα, Άσσος και Λάμψακος.Ανάλογες βιβλιοθήκες πρέπει να είχαν και οι ελληνικές αποικίες στη Δύση και στα παράλια της Β. Αφρικής. Κατά κάποια περίεργη όμως σύμπτωση δεν μνημονεύεται στις σωζόμενες επιγραφικές και φιλολογικές πηγές βιβλιοθήκη άλλη πλην εκείνης των Συρακουσών.Στην κυρίως Ελλάδα δεν υπήρχε πόλη χωρίς βιβλιοθήκη ή τουλάχιστον χωρίς δημόσιο αρχείο, συμπεριλαμβανομένων και των πιο μικρών πόλεων. Και είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα συγγράμματα βιβλιοθηκονομίας γράφτηκαν από τον Έλληνα Αρτέμωνα, που καταγόταν από την Κασσάνδρεια. Ο Αρτέμων έγραψε δύο τέτοια συγγράμματα, που είχαν τίτλους «Περί βιβλίων συναγωγής» και «Περί βιβλίων χρήσεως».
Βιβλιοθήκες στην Αθήνα
Όπως προαναφέρθηκε από τη διήγηση του Πολύβιου για τον Τιμαίο εξάγεται έμμεσα το συμπέρασμα ότι στο «κλεινό άστυ» υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών. Ωστόσο, οι σχετικές πληροφορίες είναι πολύ λίγες.Η παλαιότερη βιβλιοθήκη στην Αθήνα ανάγεται στους χρόνους του Πεισιστράτου, ο οποίος εκτός του ενδιαφέροντος που εκδήλωσε για την περισυλλογή και για την ταξινόμηση των Ομηρικών Επών, ίδρυσε πρώτος στην Αθήνα και δημόσια βιβλιοθήκη. Οι Αθηναίοι την επαύξησαν αργότερα με μεγάλη επιμέλεια και φροντίδα.Όταν ο Ξέρξης κυρίευσε την Αθήνα, το 480 π.χ, λεηλάτησε τη βιβλιοθήκη του Πεισιστράτου και μετέφερε τα συγγράμματά της στην Περσία. Αλλά στα χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου ο Σέλευκος, ο Νικάνωρ, κατόρθωσε να ανεύρει τα συγγράμματα της βιβλιοθήκης του Πεισιστράτου και να τα ξαναστείλει στην Αθήνα.Στην πόλη της Παλλάδας υπήρξε ονομαστή βιβλιοθήκη και κατά τους χρόνους του Δημητρίου, του Φαληρέα, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και ζήλο για τα βιβλία. Ο Παυσανίας μνημονεύει την ίδρυση στην Αθήνα βιβλιοθήκης από τον αυτοκράτορα Αδριανό. Στην ίδρυση της βιβλιοθήκης αυτής αναφέρεται και ο Ευσέβιος.Η βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα ήταν πλούσια, επιβλητική και πολυτελής. Τα ερείπια και το μέγεθός της εντυπωσιάζουν και σήμερα τον επισκέπτη του χώρου της, που βρίσκεται στο τέλος της οδού Αιόλου.Από αρχαίες πηγές επιγραφικές, που επιβεβαιώθηκαν και από τις ανασκαφές του χώρου της Αγοράς των κλασικών χρόνων είναι γνωστή η ύπαρξη, στον επίσημο αυτό χώρο, της βιβλιοθήκης του Πανταίνου. Πρόκειται για 2 επιγραφές που αναφέρονται η μία στην ίδρυση και η άλλη στη λειτουργία αυτής της βιβλιοθήκης. Η πρώτη επιγραφή αναγράφει:
«Αθηνά Πυλιάδι … Αθηναίων ο ιερεύ Μουσών φιλοσόφων Τ. Φλάβιος Πάνταινος Φλαβίου Μενάνδρου διαδόχου υιός τας έξω στοάς, το περίστυλον, την βιβλιοθήκην μετά των βιβλίων, τον εν αυτοίς πάντα κόσμον, εκ των ιδιων … ανέθηκε.»
Η άλλη επιγραφή. που αποτελούσε μέρος του κανονισμού της βιβλιοθήκης αναγράφει:
«Βιβλίον ουκ εξενεχθησεται επεί ωμόσαμεν ανοιγήσεται από ώρας πρώτης μέχρι έκτης».
Η επιγραφή του 1ου αι.π.χ., που έχει δημοσιευτεί στο Inscriptiones Graecae ΙΙ, 1029. μας πληροφορεί για την ύπαρξη και λειτουργία και άλλης βιβλιοθήκης στην Αθήνα, γνωστής ως «εν Πτολεμαίω», ενώ η επιγραφή Ι.G.11.1009 προσφέρει ένδειξη ότι υπήρχε και στον Πειραιά βιβλιοθήκη.
Εκτός από τις βιβλιοθήκες στην Αττική, υπήρχαν βιβλιοθήκες. όπως φαίνεται από σποραδικές πάντα πληροφορίες, τόσο στις φιλολογικές πηγές όσο και στις επιγραφικές και στις εξής πόλεις: Στους Δελφούς, όπως διαπιστώνεται από δελφική επιγραφή, η οποία αναφέρει ίδρυση βιβλιοθήκης από το Κοινό των Αμφικτυόνων (Bulletin de Correspodance Hellenique. 20, 1896, σ. 720), αλλά και στην Επίδαυρο υπήρχε βιβλιοθήκη, η οποία είχε αφιερωθεί στο θεό Ασκληπιό.Επίσης, έχει βρεθεί επιγραφή στη νήσο Δήλο, η οποία μνημονεύει οίκημα Ανδρίων, όπου υπήρχε συλλογή των έργων του ποιητή Αλκαίου. Εκτός από τη Δήλο είχαν βιβλιοθήκες και τα νησιά Σάμος, Ρόδος, Κως, Κρήτη και Κύπρος.Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Ρόδο διαπιστώνεται πάλι επιγραφικά από απόσπασμα καταλόγου που περιείχε γύρω στα 50 συγγράμματα. Μεταξύ τους αναφέρονται και 2 συγγράμματα με τους τίτλους «Προς Ευαγόραν κυπριακών» (αντίγραφα δύο) «Αλεξάνδρω Εγκώμιον» (αντίγραφο ένα) και «περί της Αθήνησι Νομοθεσίας» (αντίγραφα πέντε).
Για βιβλιοθήκη στη Σάμο δεν σώζεται καμία πληροφορία στις επιγραφικές πηγές. Ο συγγραφέας ωστόσο των δειπνοσοφιστών Αθηναίος, ο οποίος συχνότερα από κάθε άλλον αρχαίο συγγραφέα αναφέρεται στις βιβλιοθήκες και σε βιβλιόφιλους, κάνοντας λόγο για τους Έλληνες εκείνους που είχαν γίνει διάσημοι στον αρχαίο κόσμο εξαιτίας των Πλούσιων βιβλιοθηκών τους, αναφέρει τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη, τον Αθηναίο Ευκλείδη, το γνωστό Αθηναίο τύραννο Πεισίστρατο, τον Νικοκράτη, τον Κύπριο, τους βασιλιάδες της Περγάμου Απάλους και Ευμένηδες, τον Αριστοτέλη, τον Ευριπίδη, τον Θεόφραστο και τον Νηλέα, ο οποίος απέκτησε τα βιβλία που περιείχαν οι βιβλιοθήκες των δύο τελευταίων μεγάλων ανδρών, δηλαδή του περίφημου Σταγειρίτη φιλόσοφου και τον διάδοχό του στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής, Θεόφραστον.Βιβλιοθήκη στην Κω αναφέρει επιγραφή (δημοσιευμένη στο Bulletin de Correspondance Hellenique, 59. 1935, σ. 421-425) η οποία περιέχει τα ονόματα των δωρητών της βιβλιοθήκης.Μεταξύ αυτών αναφέρονται και ο Διοκλής και ο γιος του Απολλόδωρος, που από κοινού πρόσφεραν τη δαπάνη για την ανέγερση του κτιρίου της βιβλιοθήκης, καθώς και για την αγορά 100 βιβλίων. Αναφέρονται, επίσης ο Εκαταίος ως δωρητής 200 συγγραμμάτων, ο Αγησίας ως δωρητής 200 δραχμών, ο Ξενοκλής που δώρισε 200 δραχμές και 100 βιβλία και άλλοι δωρητές,
Στην Κρήτη υπήρχε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους βιβλιοθήκη δίπλα στο παλάτι της Κνωσού, όπως διαπιστώνεται από θραύσμα επιγραφής, που μνημονεύει τη βιβλιοθήκη αυτή. Στην Κύπρο αναφέρονται επίσης βιβλιοθήκες, τόσο από τον Αθήναιο όσο και από επιγραφή που μνημονεύει «επιμελητήν βιβλιοφυλακίου».Με βεβαιότητα διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στη Σπάρτη από φιλολογικές πηγές, ενώ από επιγραφικές πηγές συμπεραίνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Μεσσηνία. Από άλλη φιλολογική πηγή είναι γνωστή και η λειτουργία βιβλιοθήκης στην πόλη των Πατρών.
Όσον αφορά στη Β. Ελλάδα, πρέπει να υπήρχε βιβλιοθήκη στην Πέλλα. Από αυτή φαίνεται ότι ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος έφερε στη Ρώμη τον πρώτο μεγάλο αριθμό ελληνικών συγγραμμάτων, μετά τη νίκη του επί του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα.Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στην Πέλλα, που πρέπει να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιούσε και ο Μ. Αλέξανδρος, ως μαθητής του Αριστοτέλη, μας θυμίζει το σχετικό ενδιαφέρον που έδειξε ο νεαρός βασιλιάς με τη διαταγή που έδωσε μετά την κατάληψη της Περσίας, να ερευνηθούν τα ιερά περσικά βιβλία και όσα αναφέρονταν στη φιλοσοφία, την ιατρική, τη γεωργία και την αστρονομία να μεταφράζονταν στην ελληνική γλώσσα και να αποστέλλονταν στην Αλεξάνδρεια. Από άλλη, τέλος, αναθηματική επιγραφή της Μακεδονίας, που δημοσιεύτηκε στο B.C.H., 57,1933, σ. 316320, διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στην πόλη των Φιλίππων.
Αναφερόμενοι στις βιβλιοθήκες που μπορούμε να επισημάνουμε από ενδείξεις φιλολογικές και επιγραφικές, δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε και τη βιβλιοθήκη της Περιπατητικής Σχολής.
Τα συγγράμματά της μετά το θάνατο του Αριστοτέλη, περιήλθαν στην ευθύνη του διαδόχου του Θεοφράστου. Τα συγγράμματα του Θεοφράστου, μαζί με τα βιβλία του Αριστοτέλη, περιήλθαν στους σωκρατικούς φιλοσόφους Έραστο, Κορίσκο και στο γιο του Κορισκου, Νηλέα. Ο Νηλέας, μαθητής του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου, κληρονόμησε τα βιβλία των δύο δασκάλων του και τα μετέφερε στην πόλη Σκήψη της Μ. Ασίας.Μετά το θάνατο του Νηλέα περιήλθαν σε ιδιώτες που τα είχαν αταξινόμητα και κατάκλειστα. Όταν οι τελευταίοι έμαθαν για το ζήλο, με τον οποίο οι βασιλιάδες της Περγάμου συγκέντρωναν βιβλία, τα έκρυψαν σε υπόγεια κρύπτη, όπου φθάρηκαν από την υγρασία και τα σκουλήκια. Οι απόγονοί τους τα πούλησαν σ’ αυτή την κατάσταση στον Απελλικώντα την Τηιο, ο οποίος, κατά τον Στράβωνα, ήταν «φιλόβιβλος μάλλον ή φιλόσοφος».
Για να αποκαταστήσει αυτός τα καταστραμμένα συγγράμματα, τα αντέγραψε εκ νέου ξαναγράφοντας από την αρχή ολόκληρα μέρη τους κι έτσι τα εξέδωσε γεμάτα λάθη. Κατά τον Αθήναιο, ωστόσο ο Νηλέας πούλησε τα βιβλία του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου στον Πτολεμαιο, τον Φιλάδελφο και έτσι αποτέλεσαν αργότερα το πρότυπο για την οργάνωση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Μετά το θάνατο του Απελλικώντα ο Σύλλας μετέφερε τα βιβλία του στη Ρώμη (Πλουτάρχου, Σύλλας 26,1-2).
Εκτός από τις δημόσιες βιβλιοθήκες υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και πολλές ιδιωτικές. Ιδιωτική βιβλιοθήκη αξιόλογη είχε ο Ευριπίδης, καθώς και ο σύγχρονος του Πλάτωνα φιλόσοφος Μενέδημος, από την Ερέτρια. Ο Ισοκράτης (Αιγηνιτικός, 5) αναφέρεται σε κάποιο Θράσυλλο, που είχε σπουδαία συλλογή συγγραμμάτων περί μαντικής. Ο Πλούταρχος, τέλος, στη βιογραφία του Ζήνωνα, περιγράφει κατάστημα πωλητού βιβλίων στην Αθήνα, όπου οι πελάτες ερευνούσαν ή διάβαζαν τα συγγράμματα, όπως γινόταν και στις βιβλιοθήκες.
Όταν ακούει κανείς για γραπτά κείμενα στην αρχαία Ελλάδα, σκέπτεται συνήθως επιγραφές σε μάρμαρο ή συγγράμματα γραμμένα σε παπύρους ή περγαμηνές. Υπήρχαν όμως και κείμενα γραμμένα επί ποικίλης ύλης.Οι νόμοι του Σόλωνα π.χ. είχαν γραφεί σε ξύλινους κυλίνδρους, που ονομάζονταν «άξονες», καθώς και σε τριγωνόμορφες πινακίδες, τις «κύρβεις» που είχαν στηθεί πάνω στην Ακρόπολη.Ο Πλίνιος κάνει λόγο για επιγραφές χαραγμένες σε πλάκες μολύβδου, σώθηκε δε και μια πλάκα ανεπίγραφη χαλκού και άλλη σιδήρου (Ι.G.Α.321και322).Ο Ιώσηπος αναφέρει μολύβδινους χάρτες και ο Πλούταρχος ιστορεί ότι η ποιήτρια Αριστομάχη αφιέρωσε στους Δελφούς σύγγραμμα, που είχε μορφή μεταλλικού ειληταρίου. Άλλη χάλκινη πινακίδα βρέθηκε στην Ολυμπία με χαραγμένο επάνω τις ένα κείμενο συνθήκης, που έγινε μεταξύ Ηλείων και αντιπάλων τους.Χαράζονταν ακόμη επιγραφές πάνω σε πήλινες πλάκες (επί κεράμου), σε δέρματα, σε θαλασσινά όστρακα και σε οστά. Αλλά και πάνω σε ελάσματα χρυσού χαράσσονταν κείμενα, όπως π.χ. στα ορφικά χρυσά πλακίδια, τα γνωστά τόσο από την Κρήτη όσο και από την Ιταλία.Ως καθαρή όμως, Ελληνική επινόηση μπορούν να θεωρηθούν οι ξύλινες πινακίδες, οι επαλειμμένες με κερί. Οι πινακίδες αυτές επέτρεπαν τη συνεχή επανεγγραφή κειμένων μετά την απόσβεσή τους, γι’αυτό και τις χρησιμοποιούσαν κυρίως οι μαθητές για εξάσκηση.Όλες αυτές οι πληροφορίες προκύπτουν από τη μελέτη των φιλολογικών και των επιγραφικών πηγών. Από τις επιγραφές έχουμε και την πληροφορία ότι οι βιβλιοθηκάριοι των αρχαίων ελληνικών βιβλιοθηκών ονομάζονταν γραμματείς και επιμελητές των βιβλιοφυλακίων. [Αναδημοσίευση από το περιοδικό Αρχαιολογία
Επ. Βρανόπουλου -Δρα Ιστορικού – Αρχαιολόγου
ΠΗΓΗ
Δευτέρα 14 Απριλίου 2014
Οι θρυλικοί ήρωες της Βοιωτίας Αμφίονας και Ζήθος
Ο Αμφίονας και ο Ζήθος γεννήθηκαν μέσα σε μια σπηλιά, κοντά στις Ελευθερές,στα όρια της Αττικής με τη Βοιωτία.Η Αντιόπη η μητέρα τους καταδιωκόταν από τον πατέρα της, τον Νυκτέα, επειδή είχε μείνει έγκυος από τον Δία.Η Αντιόπη ηταν ξακουστή για την ομορφιά της και οταν βλέποντάς την ο Δίας, έμεινε έκθαμβος και θέλησε να την κατακτήσει μεταμορφωμενος σε σάτυρο.Την είχε συλλάβει ο θείος της ο Λύκος μετά από όρκο που είχε δώσει στον πατέρα της πριν τον θάνατο του τελευταίου, και την πήγαινε στη Θήβα.
Στον δρόμο την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού και οι συνοδοί της
αναγκάσθηκαν να την αφήσουν να γεννήσει στη σπηλιά τους δίδυμους Αμφίονα
και Ζήθο.Ο Λύκος εγκατέλειψε μόνα τα νεογέννητα σε φαράγγι του Κιθαιρώνα
και έφυγε με τη μητέρα τους στη Θήβα.
Τα τέκνα ανατράφηκαν από κάποιο βοσκό και μεγάλωσαν χωρίς να μάθουν τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκαν.Τα δυο αδέλφια καθώς μεγάλωναν στην ηρεμία της υπαίθριας ζωής, διαμόρφωσαν δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, παρουσιάζοντας διαφορετικές κλίσεις και ταλέντα. Ο Ζήθος ήταν δυνατός και σκληρός, ο τύπος του πρακτικού ανθρώπου. Επιδόθηκε στα όπλα, στο κυνήγι, στην ποιμενική και την καλλιέργεια της γης. Ο Αμφίονας ήταν τρυφερός κι ευαίσθητος, ο τύπος του θεωρητικού ανθρώπου. Του άρεσε να καταπιάνεται με τη μουσική, αγαπούσε το τραγούδι ενώ στα χέρια του η λύρα έκανε τους ανθρώπους να φτάνουν σε έκσταση και τα ζώα να ημερεύουν. Ο Ζήθος έγινε ο γενναίος πολεμιστής κι ο ατρόμητος κυνηγός, που κανένας δεν του παράβγαινε στη δύναμη και στην επιδεξιότητα των όπλων και της σαΐτας το σημάδι, που δεν αγαπούσε παρά μονάχα της μάχης τον αχό και το σπαρτάρημα των θυραμάτων. Ο Αμφίονας ήταν ο αγαπημένος λυράρης του Απόλλωνα και οι μαγικές νότες της χρυσόχορδης λύρας, που του χάρισε ο αργυροδοξαράτος θεός κατάφερναν να σαλεύουν ακόμα και τα δέντρα και τα βράχια. Η αντίθεση αυτή του χαρακτήρα τους, κατέστησε τα δύο αδέλφια στα μάτια του κόσμου, ώστε να γίνουν οι εκπρόσωποι της μουσικής αρμονίας, αλλά και των χειρονακτικών τεχνών, του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά και της πρακτικής ζωής.Τα δυό παλληκάρια ζούσαν στο σπίτι του βοσκού δίχως να ξέρουν τους γονείς τους.
Κάποτε η Αντιόπη κατάφερε να δραπετεύσει και να τα βρει, αλλά εκείνα δεν την αναγνώρισαν ως μητέρα τους και την κράτησαν μάλιστα αιχμάλωτη.Μόνο με τη βοήθεια του Δία μπόρεσαν να την αναγνωρίσουν, οπότε μετά τιμώρησαν σκληρά τους διώκτες της, τον Λύκο και τη σύζυγό του Δίρκη, και εγκαταστάθηκαν με τη μητέρα τους στη Θήβα, όπου έγιναν θρυλικοί ήρωες της Βοιωτίας. Σε αυτούς αποδίδει ο μύθος την ανέγερση των πρώτων τειχών της «επτάπυλης» Θήβας: Ο Ζήθος βοήθησε να ανεγερθούν τα τείχη των Θηβών: Με τη μεγάλη του δύναμη μετέφερε στους ώμους του βράχους από τα γειτονικά βουνά, οι οποίοι, με τις θείες μελωδίες της λύρας του αδελφού του Αμφίονα, ανέβαιναν μόνοι τους και οικοδομούσαν τα τείχη. Ο Αμφίονας είχε μάθει αριστοτεχνικά να παίζει την επτάχορδη λύρα από τον θεό Ερμή (Απολλόδ. Γ 5, 5. Ορατίου Ωδή ΙΙΙ, 11, 1. Παυσ. Θ 17, 7. Ευσταθ. λ 263).
Οι δίδυμοι ήρωες ζούσαν ευτυχισμένοι στη Θήβα μέχρι που η σύζυγος του Αμφίονα, η Νιόβη, καυχήθηκε ότι είναι πολύ πιο ευτυχισμένη και εύτεκνη από τη Λητώ. Τότε τα παιδιά της Λητώς, οι θεοί Απόλλων και Άρτεμις, σκότωσαν τα παιδιά της Νιόβης και ο Αμφίονας αυτοκτόνησε.
Ο Παυσανίας (Θ 17, 4) μας παραδίδει ότι οι Θηβαίοι φρουρούσαν προσεκτικά τον τάφο του Αμφίονα γιατί, σύμφωνα με κάποιο χρησμό, αν οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης Τιθορέας έπαιρναν ποτέ χώμα από τον τάφο και το μετέφεραν στον τάφο της Αντιόπης στην Τιθορέα, η περιοχή τους θα γινόταν εύφορη και η περιοχή γύρω από τη Θήβα άγονη.
Αναφέρεται ότι ο Ζήθος έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο ως ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών.
Η ιστορία των αδελφών Αμφίονα και Ζήθου, κυκλοφορούσε κατά την αρχαιότητα σε πολλές παραλλαγές, Αυτό προκύπτει από τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίες πηγές. Οι διαφορετικές εκδοχές βασικά αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο έφυγε η Αντιόπη από τη Θήβα.
Την ίδια αντίθεση συναντούμε και σε άλλες περιπτώσεις της μυθολογίας μας, όπως στην περίπτωση του Κάστορα και του Πολυδεύκη, του γήινου και του ουράνιου, του θνητού και του αθάνατου. Η Μυρώ από το Βυζάντιο, ποιήτρια επών και ελεγείων, λέει πως ο Αμφίων πρώτος ίδρυσε βωμό για τον Ερμή και σ’ αντάλλαγμα πήρε απ’ αυτόν τη λύρα. Λένε πως ο Αμφίων τιμωρείται στον Άδη, γιατί κι αυτός είχε μεμφθεί τη Λητώ και τα παιδιά της. Το επικό ποίημα “Μινυάς” κάνει λόγο για την τιμωρία του Αμφίονα, αναφερόμενο από κοινού στον Αμφίονα και στο Θράκα Θάμυρι. Όταν η οικογένεια του Αμφίονα ξεκληρίστηκε από επιδημική αρρώστια και όταν το γιο του Ζήθου τον σκότωσε από κάποιο λάθος η μητέρα του και ο ίδιος ο Ζήθος πέθανε από λύπη, οι Θηβαίοι επανέφεραν το Λάιο και τον έκαναν βασιλιά». Σε κατάλογο μουσικών, που βρέθηκε στη Σικυώνα, ο Αμφίονας βρισκόταν στην κορυφή, ενώ η παράδοση αναφέρει πως ανάμεσα στους μουσικούς, όπως οι Ορφέας, Θάμυρις, Λίνος, Αρίων, ο μουσικός της Θήβας θεωρούνταν ο αρχαιότερος.Το ορμητήριο των δύο αδελφών, όταν εξεστράτευσαν κατά της Θήβας, ήταν η Εύτρησις, κοντά στα Λέυκτρα, στα νοτιοδυτικά της Θήβας. Οι δυο γιοι της Αντιόπης είχαν πριν οχυρώσει την Εύτρηση, όλως αργότερα θα οχυρώσουν και τη Θήβα.
Ο τύμβος των Αμφίονα και Ζήθου ανακαλύφθηκε και ανασκάφτηκε κατά τα έτη 1971-73 από τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Σπυρόπουλο, στον λόφο που βρίσκεται πίσω από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, προς το βόρειο τμήμα της πόλης. ( Θ.Σπυρόπουλος, “ Αμφείον : Έρευνα και Μελέτη του Μνημείου του Αμφείου Θηβών ”, 1981 ). Τo πιο σημαντικό στον τύμβο του Αμφείου έγκειται στο γεγονός πως είναι το μοναδικό κτίσμα στην Ελλάδα με σχήμα κλιμακωτής πυραμίδας, ανάλογο με αυτήν του Ζοζέρ στην Αίγυπτο, που αποτελεί το αριστούργημα του Ιμχοτέμπ.Το μνημείο αυτό ανάγεται στην προμυκηναϊκή- πρωτοελλαδική περίοδο, ενώ ο κιβωτιόσχημος τάφος στην κορυφή του λόφου ανάγεται στην Μεσοελλαδική εποχή. Δηλαδή το Αμφείο είναι ένα πανάρχαιο μνημείο, σύγχρονο των Αιγυπτιακών βαθμιδωτών πυραμίδων της 5ης και 6ης Δυναστείας ( 2500-2000 π.χ.).
Είναι προφανές πως “ αι Βορραιαί Πύλαι ”, που αναφέρει ο Αισχύλος, μόνο στο βόρειο άκρο της ωοειδούς Καδμείας μπορούν να τοποθετηθούν, η οποία μάλιστα σ’ αυτό το άκρο στενεύει. Απέναντι απ’ αυτές τις πύλες υπάρχει μόνον ο λόφος και ο τύμβος των Διογενών αδελφών, που φέρει το όνομα “ Αμφείον ”. Γύρω απ’ αυτό το λόφο απλώνεται η εύφορη Θηβαϊκή πεδιάδα, το αρχαίο “Αόνιον Πεδίον ”. O Αισχύλος επίσης αναφέρει το ταφικό μνημείο ως μετέωρο, δηλαδή σαν υψηλό ορόσημο.
Στην τραγωδία “ Ικέτιδες ”, 662, γράφει :
Ο Ευριπίδης ιστορεί πως ο Παρθενοπαίος για να παρατάξει τον στρατό του προ των πυλών της Καδμείας, αυτών που λέγονται “ Βορραίες ” ή “ Ωγύγιες Πύλες ”, παρέκαμψε τον λόφο με το μνήμα του Ζήθου ( Ευριπίδου, “ Φοίνισσαι, 145 ) : « αμφί μνήμα Ζήθου περά ». Σχετική είναι και η αναφορά του Παυσανία : « Ζήθω δε και Αμφίονι εν κοινώ Γης χώμα έστιν ου μέγα ». Έτσι ο περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα αναπαράγει την παράδοση που θέλει τους Θηβαίους Διόσκουρους να έχουν ταφεί στο ίδιο μνήμα, αλλά περιγράφει και τον τύμβο, που επισκέφθηκε.
Τον κοινό τάφο αποκάλυψε ο Θ. Σπυρόπουλος κατά την περίοδο 1970-1973, οπότε η μυθολογική παράδοση ενός σεπτού και σημαντικού μνημείου του προϊστορικού πολιτισμού της πατρίδας μας, αποδείχτηκε πέρα για πέρα ακριβής. Ο τύμβος, που κάλυπτε τον κοινό τάφο, αποδείχτηκε πως δεν ήταν απλά χώμα. Ήταν μια κατασκευή σε σχήμα κόλουρου κώνου, φτιαγμένη με πλίνθους, όπου στο βόρειο τμήμα της είχε γίνει ο κιβωτιόσχημος τάφος των δυο ηρώων. Ανακαλύφτηκε μια μνημειώδης ταφική εγκατάσταση με πελώρια καλυπτήρια πλάκα και διπλή πόρτα στη βόρεια πλευρά της.Ο τάφος δεν ήταν ανέπαφος, αλλά συλημένος. Σ’ αυτόν βρέθηκαν διασκορπισμένα σκελετικά λείψανα και τρία χρυσά κοσμήματα κρινοπαπύρων ύψους 33mm ( χιλιοστών ), με διπλή αντιθετική σπείρα στη βάση των ανθήρων και στέλεχος που κατέληγε σε θηλιά ανάρτησης. Σίγουρα θα υπήρχαν περισσότερα τμήματα από ένα ή δύο περιδέραια, τα οποία αναδείκνυαν το βασιλικό και ιερατικό αξίωμα των Διοσκούρων. Τα χρυσά κοσμήματα, από τα ωραιότερα του Ελληνικού χώρου, και τα άλλα ευρήματα του τάφου ( σκύφος, σαλτσιέρα ) χρονολογούν την κατασκευή του τάφου και του τύμβου, που τον καλύπτει, κατά τους πρωτοελλαδικούς ΙΙ χρόνους, δηλαδή κατά την περίοδο 2700-2400 π.χ.Οι κλιτύες του λόφου του Αμφείου έχουν διαμορφωθεί τεχνητά σε επάλληλα κωνικά άνδηρα, ώστε το όλο μνημείο να αποκτήσει κλιμακωτή μορφή πυραμίδας με τέσσερις βαθμίδες, με στόχο να είναι ορατό από μακριά ( τηλεφανές ). Ο λόφος, λοιπόν, είχε λαξευτεί ώστε να πάρει το τρίβαθμο σχήμα, στην κορυφή του οποίου χτίστηκε ο τύμβος με τον κοινό τάφο του Αμφίονα και του Ζήθου.
Ζήθος ονομάζεται ο μεγαλύτερος κρατήρας πάνω στον δορυφόρο Θήβη του πλανήτη Δία.
Τα τέκνα ανατράφηκαν από κάποιο βοσκό και μεγάλωσαν χωρίς να μάθουν τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκαν.Τα δυο αδέλφια καθώς μεγάλωναν στην ηρεμία της υπαίθριας ζωής, διαμόρφωσαν δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, παρουσιάζοντας διαφορετικές κλίσεις και ταλέντα. Ο Ζήθος ήταν δυνατός και σκληρός, ο τύπος του πρακτικού ανθρώπου. Επιδόθηκε στα όπλα, στο κυνήγι, στην ποιμενική και την καλλιέργεια της γης. Ο Αμφίονας ήταν τρυφερός κι ευαίσθητος, ο τύπος του θεωρητικού ανθρώπου. Του άρεσε να καταπιάνεται με τη μουσική, αγαπούσε το τραγούδι ενώ στα χέρια του η λύρα έκανε τους ανθρώπους να φτάνουν σε έκσταση και τα ζώα να ημερεύουν. Ο Ζήθος έγινε ο γενναίος πολεμιστής κι ο ατρόμητος κυνηγός, που κανένας δεν του παράβγαινε στη δύναμη και στην επιδεξιότητα των όπλων και της σαΐτας το σημάδι, που δεν αγαπούσε παρά μονάχα της μάχης τον αχό και το σπαρτάρημα των θυραμάτων. Ο Αμφίονας ήταν ο αγαπημένος λυράρης του Απόλλωνα και οι μαγικές νότες της χρυσόχορδης λύρας, που του χάρισε ο αργυροδοξαράτος θεός κατάφερναν να σαλεύουν ακόμα και τα δέντρα και τα βράχια. Η αντίθεση αυτή του χαρακτήρα τους, κατέστησε τα δύο αδέλφια στα μάτια του κόσμου, ώστε να γίνουν οι εκπρόσωποι της μουσικής αρμονίας, αλλά και των χειρονακτικών τεχνών, του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά και της πρακτικής ζωής.Τα δυό παλληκάρια ζούσαν στο σπίτι του βοσκού δίχως να ξέρουν τους γονείς τους.
Κάποτε η Αντιόπη κατάφερε να δραπετεύσει και να τα βρει, αλλά εκείνα δεν την αναγνώρισαν ως μητέρα τους και την κράτησαν μάλιστα αιχμάλωτη.Μόνο με τη βοήθεια του Δία μπόρεσαν να την αναγνωρίσουν, οπότε μετά τιμώρησαν σκληρά τους διώκτες της, τον Λύκο και τη σύζυγό του Δίρκη, και εγκαταστάθηκαν με τη μητέρα τους στη Θήβα, όπου έγιναν θρυλικοί ήρωες της Βοιωτίας. Σε αυτούς αποδίδει ο μύθος την ανέγερση των πρώτων τειχών της «επτάπυλης» Θήβας: Ο Ζήθος βοήθησε να ανεγερθούν τα τείχη των Θηβών: Με τη μεγάλη του δύναμη μετέφερε στους ώμους του βράχους από τα γειτονικά βουνά, οι οποίοι, με τις θείες μελωδίες της λύρας του αδελφού του Αμφίονα, ανέβαιναν μόνοι τους και οικοδομούσαν τα τείχη. Ο Αμφίονας είχε μάθει αριστοτεχνικά να παίζει την επτάχορδη λύρα από τον θεό Ερμή (Απολλόδ. Γ 5, 5. Ορατίου Ωδή ΙΙΙ, 11, 1. Παυσ. Θ 17, 7. Ευσταθ. λ 263).
Οι δίδυμοι ήρωες ζούσαν ευτυχισμένοι στη Θήβα μέχρι που η σύζυγος του Αμφίονα, η Νιόβη, καυχήθηκε ότι είναι πολύ πιο ευτυχισμένη και εύτεκνη από τη Λητώ. Τότε τα παιδιά της Λητώς, οι θεοί Απόλλων και Άρτεμις, σκότωσαν τα παιδιά της Νιόβης και ο Αμφίονας αυτοκτόνησε.
Ο Παυσανίας (Θ 17, 4) μας παραδίδει ότι οι Θηβαίοι φρουρούσαν προσεκτικά τον τάφο του Αμφίονα γιατί, σύμφωνα με κάποιο χρησμό, αν οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης Τιθορέας έπαιρναν ποτέ χώμα από τον τάφο και το μετέφεραν στον τάφο της Αντιόπης στην Τιθορέα, η περιοχή τους θα γινόταν εύφορη και η περιοχή γύρω από τη Θήβα άγονη.
Αναφέρεται ότι ο Ζήθος έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο ως ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών.
Η ιστορία των αδελφών Αμφίονα και Ζήθου, κυκλοφορούσε κατά την αρχαιότητα σε πολλές παραλλαγές, Αυτό προκύπτει από τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίες πηγές. Οι διαφορετικές εκδοχές βασικά αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο έφυγε η Αντιόπη από τη Θήβα.
Ο Ευριπίδης
έκανε μια σύνθεση αυτών των παραδόσεων, κι από την ποικιλία των μύθων
έγραψε την τραγωδία “Αντιόπη”. Η επιλογή και η σύνθεσή του επεκράτησε
σαν ένας πλέον ενιαίος μύθος. Έχουν διασωθεί κάποια αποσπάσματα, από τα
οποία φαίνεται πως βασική υπόθεση του έργου ήταν η σύγκρουση δύο
ανθρώπινων τύπων, του θεωρητικού Αμφίονα και του πρακτικού Ζήθου. Έχουμε
την αντιπαράθεση δύο πλευρών της ζωής, που εκφράζεται μέσα από τον
χαρακτήρα και τις πράξεις δυο ανθρώπινων τύπων, που είναι δίδυμοι, που
έχουν κυηθεί στην ίδια κοιλιά. Αυτή η αντίθεση, που προκύπτει από την
φύση, οδηγεί στην εξέλιξη, παράγει έργο, δίνει ώθηση για κινητικότητα
και υπερνίκηση της αδράνειας.
Την ίδια αντίθεση συναντούμε και σε άλλες περιπτώσεις της μυθολογίας μας, όπως στην περίπτωση του Κάστορα και του Πολυδεύκη, του γήινου και του ουράνιου, του θνητού και του αθάνατου. Η Μυρώ από το Βυζάντιο, ποιήτρια επών και ελεγείων, λέει πως ο Αμφίων πρώτος ίδρυσε βωμό για τον Ερμή και σ’ αντάλλαγμα πήρε απ’ αυτόν τη λύρα. Λένε πως ο Αμφίων τιμωρείται στον Άδη, γιατί κι αυτός είχε μεμφθεί τη Λητώ και τα παιδιά της. Το επικό ποίημα “Μινυάς” κάνει λόγο για την τιμωρία του Αμφίονα, αναφερόμενο από κοινού στον Αμφίονα και στο Θράκα Θάμυρι. Όταν η οικογένεια του Αμφίονα ξεκληρίστηκε από επιδημική αρρώστια και όταν το γιο του Ζήθου τον σκότωσε από κάποιο λάθος η μητέρα του και ο ίδιος ο Ζήθος πέθανε από λύπη, οι Θηβαίοι επανέφεραν το Λάιο και τον έκαναν βασιλιά». Σε κατάλογο μουσικών, που βρέθηκε στη Σικυώνα, ο Αμφίονας βρισκόταν στην κορυφή, ενώ η παράδοση αναφέρει πως ανάμεσα στους μουσικούς, όπως οι Ορφέας, Θάμυρις, Λίνος, Αρίων, ο μουσικός της Θήβας θεωρούνταν ο αρχαιότερος.Το ορμητήριο των δύο αδελφών, όταν εξεστράτευσαν κατά της Θήβας, ήταν η Εύτρησις, κοντά στα Λέυκτρα, στα νοτιοδυτικά της Θήβας. Οι δυο γιοι της Αντιόπης είχαν πριν οχυρώσει την Εύτρηση, όλως αργότερα θα οχυρώσουν και τη Θήβα.
Ο τύμβος των Αμφίονα και Ζήθου ανακαλύφθηκε και ανασκάφτηκε κατά τα έτη 1971-73 από τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Σπυρόπουλο, στον λόφο που βρίσκεται πίσω από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, προς το βόρειο τμήμα της πόλης. ( Θ.Σπυρόπουλος, “ Αμφείον : Έρευνα και Μελέτη του Μνημείου του Αμφείου Θηβών ”, 1981 ). Τo πιο σημαντικό στον τύμβο του Αμφείου έγκειται στο γεγονός πως είναι το μοναδικό κτίσμα στην Ελλάδα με σχήμα κλιμακωτής πυραμίδας, ανάλογο με αυτήν του Ζοζέρ στην Αίγυπτο, που αποτελεί το αριστούργημα του Ιμχοτέμπ.Το μνημείο αυτό ανάγεται στην προμυκηναϊκή- πρωτοελλαδική περίοδο, ενώ ο κιβωτιόσχημος τάφος στην κορυφή του λόφου ανάγεται στην Μεσοελλαδική εποχή. Δηλαδή το Αμφείο είναι ένα πανάρχαιο μνημείο, σύγχρονο των Αιγυπτιακών βαθμιδωτών πυραμίδων της 5ης και 6ης Δυναστείας ( 2500-2000 π.χ.).
Όπως
αναφέρει ο ίδιος ο αρχαιολόγος, που ανέσκαψε τον λόφο, στο περιοδικό “
Τρίτο Μάτι ”, για την τοποθεσία και την ονοματοθεσία του λόφου υπήρχαν
βάσιμες και ασφαλείς καταγραφές της αρχαίας παράδοσης. Οι τραγικοί μας
ποιητές του 5ου και 4ου π.χ. αιώνα, που η θεματογραφία των δραματικών
τους έργων υπήρξε ο “ Θηβαικός Κύκλος ”, όπως ήταν αναγκαίο τοπογράφησαν
τις θέσεις των φυσικών και μνημειακών αναφορών τους, στα πλαίσια των
οποίων εξελίχθηκε η δράση των ηρώων των τραγωδιών τους. Ο Αισχύλος, όπως
προκύπτει από την τραγωδία “ Επτά επί Θήβας ”, κάνει μια λαμπρή αναφορά
αλλά και περιγραφή για τα φυσικά ορόσημα της Θηβαϊκής ακρόπολης, της
περίφημης Καδμείας, επίσης περιγράφει και τις πύλες του τείχους. Όλοι οι
μελετητές της Θηβαϊκής μνημειακής τοπογραφίας, όπως ο Fabricius, o
Willamowitz και ιδιαίτερα ο Αντ. Κεραμόπουλος, συμφωνούν στην
τοπογραφική θέση του Αμφείου, δηλαδή πως είναι ο λόφος που βρίσκεται
βόρεια της Καδμείας. Απ’ αυτήν τον χωρίζει ένας αυχένας, που ήταν
βαθύτερος αρχικά, όμως ρηχότερος σήμερα λόγω προσχώσεων.
Ο Αισχύλος ( “ Επτά επί Θήβας”, 526 ) γράφει:
Ο Αισχύλος ( “ Επτά επί Θήβας”, 526 ) γράφει:
« Τον δε πέμπτον αυ, λέγω
πέμπταισι προσταχθέντα βορραίαις πύλας
τύμβον κατ’ αυτόν διογενούς Αμφίονος ».
Είναι προφανές πως “ αι Βορραιαί Πύλαι ”, που αναφέρει ο Αισχύλος, μόνο στο βόρειο άκρο της ωοειδούς Καδμείας μπορούν να τοποθετηθούν, η οποία μάλιστα σ’ αυτό το άκρο στενεύει. Απέναντι απ’ αυτές τις πύλες υπάρχει μόνον ο λόφος και ο τύμβος των Διογενών αδελφών, που φέρει το όνομα “ Αμφείον ”. Γύρω απ’ αυτό το λόφο απλώνεται η εύφορη Θηβαϊκή πεδιάδα, το αρχαίο “Αόνιον Πεδίον ”. O Αισχύλος επίσης αναφέρει το ταφικό μνημείο ως μετέωρο, δηλαδή σαν υψηλό ορόσημο.
Στην τραγωδία “ Ικέτιδες ”, 662, γράφει :
« Αρμάτων δ’ οχήματα ( ορώ )
ένερθε σεμνών μνημάτων Αμφίονος ».
Ο Ευριπίδης ιστορεί πως ο Παρθενοπαίος για να παρατάξει τον στρατό του προ των πυλών της Καδμείας, αυτών που λέγονται “ Βορραίες ” ή “ Ωγύγιες Πύλες ”, παρέκαμψε τον λόφο με το μνήμα του Ζήθου ( Ευριπίδου, “ Φοίνισσαι, 145 ) : « αμφί μνήμα Ζήθου περά ». Σχετική είναι και η αναφορά του Παυσανία : « Ζήθω δε και Αμφίονι εν κοινώ Γης χώμα έστιν ου μέγα ». Έτσι ο περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα αναπαράγει την παράδοση που θέλει τους Θηβαίους Διόσκουρους να έχουν ταφεί στο ίδιο μνήμα, αλλά περιγράφει και τον τύμβο, που επισκέφθηκε.
Τον κοινό τάφο αποκάλυψε ο Θ. Σπυρόπουλος κατά την περίοδο 1970-1973, οπότε η μυθολογική παράδοση ενός σεπτού και σημαντικού μνημείου του προϊστορικού πολιτισμού της πατρίδας μας, αποδείχτηκε πέρα για πέρα ακριβής. Ο τύμβος, που κάλυπτε τον κοινό τάφο, αποδείχτηκε πως δεν ήταν απλά χώμα. Ήταν μια κατασκευή σε σχήμα κόλουρου κώνου, φτιαγμένη με πλίνθους, όπου στο βόρειο τμήμα της είχε γίνει ο κιβωτιόσχημος τάφος των δυο ηρώων. Ανακαλύφτηκε μια μνημειώδης ταφική εγκατάσταση με πελώρια καλυπτήρια πλάκα και διπλή πόρτα στη βόρεια πλευρά της.Ο τάφος δεν ήταν ανέπαφος, αλλά συλημένος. Σ’ αυτόν βρέθηκαν διασκορπισμένα σκελετικά λείψανα και τρία χρυσά κοσμήματα κρινοπαπύρων ύψους 33mm ( χιλιοστών ), με διπλή αντιθετική σπείρα στη βάση των ανθήρων και στέλεχος που κατέληγε σε θηλιά ανάρτησης. Σίγουρα θα υπήρχαν περισσότερα τμήματα από ένα ή δύο περιδέραια, τα οποία αναδείκνυαν το βασιλικό και ιερατικό αξίωμα των Διοσκούρων. Τα χρυσά κοσμήματα, από τα ωραιότερα του Ελληνικού χώρου, και τα άλλα ευρήματα του τάφου ( σκύφος, σαλτσιέρα ) χρονολογούν την κατασκευή του τάφου και του τύμβου, που τον καλύπτει, κατά τους πρωτοελλαδικούς ΙΙ χρόνους, δηλαδή κατά την περίοδο 2700-2400 π.χ.Οι κλιτύες του λόφου του Αμφείου έχουν διαμορφωθεί τεχνητά σε επάλληλα κωνικά άνδηρα, ώστε το όλο μνημείο να αποκτήσει κλιμακωτή μορφή πυραμίδας με τέσσερις βαθμίδες, με στόχο να είναι ορατό από μακριά ( τηλεφανές ). Ο λόφος, λοιπόν, είχε λαξευτεί ώστε να πάρει το τρίβαθμο σχήμα, στην κορυφή του οποίου χτίστηκε ο τύμβος με τον κοινό τάφο του Αμφίονα και του Ζήθου.
Η μουσική πρακτική της αρχαίας Ελλάδας
Τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη μουσική φανερώνουν πλήθος ποιητικές αναφορές, παραστάσεις και μύθοι.Ο Ορφέας με την λύρα του γοήτευε τ' άγρια θηρία, οι πέτρες, γοητευμένες από το παίξιμο του Αμφίονα, πήγαιναν χορεύοντας και έμπαιναν μόνες τους στη θέση που έπρεπε όταν πρωτοκτιζόταν η Θήβα, και ο Αρίωνας γοήτευε με την κιθάρα του τα δελφίνια της θάλασσας. Οι μύθοι αυτοί φανερώνουν μια βαθιά πίστη στη δύναμη της τέχνης των ήχων και παραπέμπουν σε πεποιθήσεις για τις μαγικές ιδιότητες της μουσικής, κοινές σε όλους σχεδόν τους μουσικούς πολιτισμούς του κόσμου.Η αρχαία ελληνική μουσική ήταν μονοφωνική. Από τις σωζόμενες πηγές μαρτυρείται επίσης ένα είδος ετεροφωνίας, ενώ η πολυφωνία φαίνεται ότι δεν ήταν σε χρήση. Το αρχαιοελληνικό μέλος ταυτιζόταν απόλυτα με την ποίηση με τρόπο που ήχος και λόγος συνταιριάζονταν σε ένα αδιαίρετο σύνολο, όπου ο ρυθμικός στίχος υπαγόρευε το ρυθμό της μελωδίας (μέτρο) και δενόταν μαζί του. Γι' αυτό και τις περισσότερες φορές, ποιητής και συνθέτης ήταν το ίδιο πρόσωπο. Έτσι το μέτρο της ποίησης καθόριζε και το μέτρο της μουσικής που έφτασε σε μεγάλη ποικιλία, παρακολουθώντας την πλούσια ποιητική μετρική και τους τρόπους της απαγγελίας.
Την πρώτη μορφή έντεχνης ποίησης και μουσικής τη συναντάμε στην μορφή του ομηρικού έπους. Σε αυτά τα χρόνια οι αοιδοί (ποιητές και μουσικοί ταυτόχρονα) ιστορούσαν - άλλοτε σε συμπόσια και άλλοτε σε επίσημες γιορτές και αγώνες - πολεμικές δόξες και κατορθώματα, συνοδεύοντας την απαγγελία τους με τη λύρα ή την κιθάρα. Φήμιος, Θάμυρης, Δημόδοκος είναι ονόματα αοιδών που αναφέρει ο Όμηρος σαν τους πιο ξακουστούς της εποχής του.Στους ίδιους καιρούς ήταν γνωστά και διάφορα άλλα λαϊκά τραγούδια, όπως ο θρήνος και ο ιάλεμος (μοιρολόι), ο λίνος (θρηνητικό τραγούδι για τον αποχωρισμό θέρους και φθινοπώρου), ο υμέναιος (τραγούδι του γάμου), ο κώμος (που έκλεινε τα γλέντια) και άλλα.Σε αντίθεση με την επική, η λυρική ποίηση, που αναπτύχθηκε τον 7ο και 6ο αιώνα, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα του ποιητή. Με τις ωδές, τους παιάνες, τα επινίκια, τα παρθένεια, τα επιθαλάμια, ανάδειξαν την άφταστη τέχνη τους σειρά ολόκληρη από λυρικούς ποιητές ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Ανακρέοντας, ο Πίνδαρος, η Κόριννα, ο Στησίχορος είναι οι πιο γνωστοί της εποχής εκείνης.
Ο 5ος π.Χ. αιώνας είναι ο αιώνας ακμής της αττικής τραγωδίας και κωμωδίας, που φαίνεται να έχει τις ρίζες της στη λατρεία του Διονύσου και ιδιαίτερα στο διθύραμβο και σε άλλα χορευτικά τραγούδια, όπως τα φαλλικά, με σκωπτικό και άσεμνο πολλές φορές περιεχόμενο. Το νέο αυτό δραματικό είδος έδενε αναπόσπαστα ποίηση, μουσική και χορό. Έτσι τα χορικά μέρη, τραγουδιόνταν με συνοδεία αυλού, ενώ οι μονόλογοι και οι διάλογοι γίνονταν με συνοδεία λύρας ή κιθάρας.Η ενόργανη μουσική (αυλητική και κιθαριστική τέχνη) αναπτύσσεται και αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό από το β' μισό του 5ου αι. π.Χ. Στους διάφορους μουσικούς αγώνες, που διοργανώνονταν, οι καλύτεροι αυλητές και κιθαρωδοί, έπαιρναν χρηματικά ή άλλου είδους βραβεία. Ανάμεσά τους ακουστός ο αυλητής Σακάδας, θριαμβευτής στους Δελφικούς αγώνες, και ο Τιμόθεος από τη Μίλητο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ενόργανη αυτή συνοδεία του τραγουδιού, χρησιμοποιούσε, πολλές φορές, διάφορα μετρικά μελωδικά στολίδια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως αλλοιωνόταν έτσι, και ο μονόφωνος χαρακτήρας της μουσικής, αφού μοναδικός σκοπός του ενόργανου ήχου, ήταν η υπογράμμιση του ρυθμού, που λογαριαζόταν ως το βασικότερο στοιχείο της μουσικής.
Από τη μουσική πρακτική της αρχαίας Ελλάδας υπάρχουν σήμερα ελάχιστα δείγματα με τη μορφή σημειογραφίας, ανάμεσα στα οποία, ολοκληρωμένα είναι μόνο τα παρακάτω: δύο Δελφικοί Ύμνοι, τρεις Ύμνοι στον Απόλλωνα και μια επιτάφια πλάκα (Επιτάφιος του Σεικίλου), που πάνω της έχει χαραγμένο ένα «σκόλιον». Τα υπόλοιπα λείψανα είναι αρκετά αποσπασματικά.Μα αν τα λείψανα της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι πολύ λίγα, οι θεωρητικές πληροφορίες που έχουμε γι' αυτήν είναι πολύ περισσότερες, έτσι που να μπορούμε να σχηματίσουμε κάποια γνώση της θεωρίας της. Αυτές τις πληροφορίες τις βρίσκουμε διάσπαρτες στα συγγράμματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, στα Αρμονικά του Αριστόξενου, στα συγγράμματα του Ευκλείδη, στο Περί Μουσικής του Πλούταρχου, στα συγγράμματα Βυζαντινών, Λατίνων συγγραφέων και αλλού. Από τις πηγές αυτές παίρνουμε διάφορες θεωρητικές πληροφορίες, όπως π.χ. για τα τετράχορδα, τα γένη τους (διατονικό, χρωματικό, εναρμόνιο), τους τρόπους, τις αρμονίες, και τα «ήθη» αυτών.
Τις βάσεις της μουσικής θεωρίας και της μουσικής ακουστικής θεωρείται ότι τις έθεσε ο Πυθαγόρας με τους μαθητές του. Αυτός καθόρισε τη σχέση ανάμεσα στο ύψος του ήχου και στο μήκος της χορδής, κάνοντας πειράματα πάνω στον λεγόμενο «κανόνα» ή «μονόχορδο του Πυθαγόρα». Όσο μεγαλώνει το μήκος της χορδής, τόσο χαμηλότερος (βαρύτερος) γίνεται ο ήχος που παράγεται από αυτήν και το αντίστροφο. Πέρα από τους Πυθαγόρειους ασχολήθηκαν και άλλοι με τη θεωρία της μουσικής, ο Αριστοτέλης, ο Αριστόξενος, ο Πλούταρχος κ.ά. Ο Αριστόξενος μάλιστα με τα έργα του Ρυθμικά στοιχεία και Αρμονικά άρχισε να δίνει βασική σημασία, όχι στις μαθηματικές αναζητήσεις, όπως έκαναν οι Πυθαγόρειοι, αλλά στην πραγματική ακουστική σχέση ανάμεσα στους ήχους, όπως αυτή προέκυπτε από τη μουσική πρακτική. Η αντίθεση αυτών των δύο θεωριών διατηρήθηκε και καθόρισε δύο διαφορετικές πορείες στις μουσικοθεωρητικές έρευνες. Την εποχή του Αριστόξενου διαμορφώθηκε και ο μουσικός τονισμός των φθόγγων και ο προσδιορισμός του με συμβατικά σημεία. Για να αποδώσουν τους μουσικούς φθόγγους οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν γράμματα του αλφαβήτου σε διάφορες θέσεις (όρθια, ανάποδα, πλάγια), ενώ άλλη σημειογραφία χρησιμοποιούσαν για την φωνητική μουσική και άλλη για την οργανική.Όσο για τα μουσικά τους όργανα, αυτά ήταν έγχορδα, κρουστά και πνευστά. Τα έγχορδα ήταν συνήθως του τύπου της λύρας, όπως χέλυς, βάρβιτος, κιθάρα, φόρμιγξ, ψαλτήρι κ.α. Στα τέλη τουλάχιστον του 7ου αιώνα π.Χ. χρονολογείται η άρπας (τρίγωνον), ενώ από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται οι αρχαίες πανδουρίδες (έγχορδα του τύπου του λαούτου), οι οποίες θεωρούνται πρόγονοι του σημερινού ταμπουρά και μπουζουκιού, τόσο κατασκευαστικά, όσο και ετυμολογικά.
Στα πνευστά συγκαταλέγονταν συνήθως οι αυλοί, μονοί ή διπλοί, με διπλή συνήθως γλωσσίδα, σαν τον σημερινό ζουρνά και οι σύριγγες, μονοκάλαμες ή πολυκάλαμες. Κλασικός στην ελληνική λογοτεχνία είχε γίνει ο συνδυασμός της λύρας (ή κιθάρας) με τον αυλό. Ένα ακόμη όργανο της εποχής αποτελεί και η ύδραυλις, το οποίο, λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, χρησιμοποιούνταν συχνά σε εορταστικά και αθλητικά γεγονότα (π.χ. ιπποδρομίες).Κρουστά ήταν τα κρόταλα ή κρέμβαλα, τα τύμπανα, τα κύμβαλα, καθώς και διάφορα σείστρα και κουδούνια (κώδωνες). Η χρησιμοποίηση του κρουστών δεν ήταν τόσο διαδεδομένη στα αρχαία ελληνικά μουσικά δρώμενα, όσο στις διονυσιακές τελετές οργιαστικού χαρακτήρα, όπου γινόταν χρήση κυρίως τυμπάνων, κυμβάλων και κουδουνιών.Στην ελληνιστική εποχή ο λόγος, η μουσική και ο χορός αρχίζουν να διαχωρίζονται σε ξεχωριστούς κλάδους και να μην αποτελούν σαν και πρώτα μια τέλεια ενότητα. Έτσι, ο διθύραμβος, από ομαδικό, λατρευτικό τραγούδι που ήταν, τώρα τραγουδιέται από ένα πρόσωπο για να φανερωθεί και να επιβληθεί, ένα πνεύμα δεξιοτεχνίας. Αρχίζει η εποχή των "βιρτουόζων", που είναι περιζήτητοι και πληρώνονται μεγάλα ποσά.
Την πρώτη μορφή έντεχνης ποίησης και μουσικής τη συναντάμε στην μορφή του ομηρικού έπους. Σε αυτά τα χρόνια οι αοιδοί (ποιητές και μουσικοί ταυτόχρονα) ιστορούσαν - άλλοτε σε συμπόσια και άλλοτε σε επίσημες γιορτές και αγώνες - πολεμικές δόξες και κατορθώματα, συνοδεύοντας την απαγγελία τους με τη λύρα ή την κιθάρα. Φήμιος, Θάμυρης, Δημόδοκος είναι ονόματα αοιδών που αναφέρει ο Όμηρος σαν τους πιο ξακουστούς της εποχής του.Στους ίδιους καιρούς ήταν γνωστά και διάφορα άλλα λαϊκά τραγούδια, όπως ο θρήνος και ο ιάλεμος (μοιρολόι), ο λίνος (θρηνητικό τραγούδι για τον αποχωρισμό θέρους και φθινοπώρου), ο υμέναιος (τραγούδι του γάμου), ο κώμος (που έκλεινε τα γλέντια) και άλλα.Σε αντίθεση με την επική, η λυρική ποίηση, που αναπτύχθηκε τον 7ο και 6ο αιώνα, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα του ποιητή. Με τις ωδές, τους παιάνες, τα επινίκια, τα παρθένεια, τα επιθαλάμια, ανάδειξαν την άφταστη τέχνη τους σειρά ολόκληρη από λυρικούς ποιητές ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Ανακρέοντας, ο Πίνδαρος, η Κόριννα, ο Στησίχορος είναι οι πιο γνωστοί της εποχής εκείνης.
Ο 5ος π.Χ. αιώνας είναι ο αιώνας ακμής της αττικής τραγωδίας και κωμωδίας, που φαίνεται να έχει τις ρίζες της στη λατρεία του Διονύσου και ιδιαίτερα στο διθύραμβο και σε άλλα χορευτικά τραγούδια, όπως τα φαλλικά, με σκωπτικό και άσεμνο πολλές φορές περιεχόμενο. Το νέο αυτό δραματικό είδος έδενε αναπόσπαστα ποίηση, μουσική και χορό. Έτσι τα χορικά μέρη, τραγουδιόνταν με συνοδεία αυλού, ενώ οι μονόλογοι και οι διάλογοι γίνονταν με συνοδεία λύρας ή κιθάρας.Η ενόργανη μουσική (αυλητική και κιθαριστική τέχνη) αναπτύσσεται και αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό από το β' μισό του 5ου αι. π.Χ. Στους διάφορους μουσικούς αγώνες, που διοργανώνονταν, οι καλύτεροι αυλητές και κιθαρωδοί, έπαιρναν χρηματικά ή άλλου είδους βραβεία. Ανάμεσά τους ακουστός ο αυλητής Σακάδας, θριαμβευτής στους Δελφικούς αγώνες, και ο Τιμόθεος από τη Μίλητο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ενόργανη αυτή συνοδεία του τραγουδιού, χρησιμοποιούσε, πολλές φορές, διάφορα μετρικά μελωδικά στολίδια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως αλλοιωνόταν έτσι, και ο μονόφωνος χαρακτήρας της μουσικής, αφού μοναδικός σκοπός του ενόργανου ήχου, ήταν η υπογράμμιση του ρυθμού, που λογαριαζόταν ως το βασικότερο στοιχείο της μουσικής.
Από τη μουσική πρακτική της αρχαίας Ελλάδας υπάρχουν σήμερα ελάχιστα δείγματα με τη μορφή σημειογραφίας, ανάμεσα στα οποία, ολοκληρωμένα είναι μόνο τα παρακάτω: δύο Δελφικοί Ύμνοι, τρεις Ύμνοι στον Απόλλωνα και μια επιτάφια πλάκα (Επιτάφιος του Σεικίλου), που πάνω της έχει χαραγμένο ένα «σκόλιον». Τα υπόλοιπα λείψανα είναι αρκετά αποσπασματικά.Μα αν τα λείψανα της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι πολύ λίγα, οι θεωρητικές πληροφορίες που έχουμε γι' αυτήν είναι πολύ περισσότερες, έτσι που να μπορούμε να σχηματίσουμε κάποια γνώση της θεωρίας της. Αυτές τις πληροφορίες τις βρίσκουμε διάσπαρτες στα συγγράμματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, στα Αρμονικά του Αριστόξενου, στα συγγράμματα του Ευκλείδη, στο Περί Μουσικής του Πλούταρχου, στα συγγράμματα Βυζαντινών, Λατίνων συγγραφέων και αλλού. Από τις πηγές αυτές παίρνουμε διάφορες θεωρητικές πληροφορίες, όπως π.χ. για τα τετράχορδα, τα γένη τους (διατονικό, χρωματικό, εναρμόνιο), τους τρόπους, τις αρμονίες, και τα «ήθη» αυτών.
Τις βάσεις της μουσικής θεωρίας και της μουσικής ακουστικής θεωρείται ότι τις έθεσε ο Πυθαγόρας με τους μαθητές του. Αυτός καθόρισε τη σχέση ανάμεσα στο ύψος του ήχου και στο μήκος της χορδής, κάνοντας πειράματα πάνω στον λεγόμενο «κανόνα» ή «μονόχορδο του Πυθαγόρα». Όσο μεγαλώνει το μήκος της χορδής, τόσο χαμηλότερος (βαρύτερος) γίνεται ο ήχος που παράγεται από αυτήν και το αντίστροφο. Πέρα από τους Πυθαγόρειους ασχολήθηκαν και άλλοι με τη θεωρία της μουσικής, ο Αριστοτέλης, ο Αριστόξενος, ο Πλούταρχος κ.ά. Ο Αριστόξενος μάλιστα με τα έργα του Ρυθμικά στοιχεία και Αρμονικά άρχισε να δίνει βασική σημασία, όχι στις μαθηματικές αναζητήσεις, όπως έκαναν οι Πυθαγόρειοι, αλλά στην πραγματική ακουστική σχέση ανάμεσα στους ήχους, όπως αυτή προέκυπτε από τη μουσική πρακτική. Η αντίθεση αυτών των δύο θεωριών διατηρήθηκε και καθόρισε δύο διαφορετικές πορείες στις μουσικοθεωρητικές έρευνες. Την εποχή του Αριστόξενου διαμορφώθηκε και ο μουσικός τονισμός των φθόγγων και ο προσδιορισμός του με συμβατικά σημεία. Για να αποδώσουν τους μουσικούς φθόγγους οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν γράμματα του αλφαβήτου σε διάφορες θέσεις (όρθια, ανάποδα, πλάγια), ενώ άλλη σημειογραφία χρησιμοποιούσαν για την φωνητική μουσική και άλλη για την οργανική.Όσο για τα μουσικά τους όργανα, αυτά ήταν έγχορδα, κρουστά και πνευστά. Τα έγχορδα ήταν συνήθως του τύπου της λύρας, όπως χέλυς, βάρβιτος, κιθάρα, φόρμιγξ, ψαλτήρι κ.α. Στα τέλη τουλάχιστον του 7ου αιώνα π.Χ. χρονολογείται η άρπας (τρίγωνον), ενώ από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται οι αρχαίες πανδουρίδες (έγχορδα του τύπου του λαούτου), οι οποίες θεωρούνται πρόγονοι του σημερινού ταμπουρά και μπουζουκιού, τόσο κατασκευαστικά, όσο και ετυμολογικά.
Στα πνευστά συγκαταλέγονταν συνήθως οι αυλοί, μονοί ή διπλοί, με διπλή συνήθως γλωσσίδα, σαν τον σημερινό ζουρνά και οι σύριγγες, μονοκάλαμες ή πολυκάλαμες. Κλασικός στην ελληνική λογοτεχνία είχε γίνει ο συνδυασμός της λύρας (ή κιθάρας) με τον αυλό. Ένα ακόμη όργανο της εποχής αποτελεί και η ύδραυλις, το οποίο, λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, χρησιμοποιούνταν συχνά σε εορταστικά και αθλητικά γεγονότα (π.χ. ιπποδρομίες).Κρουστά ήταν τα κρόταλα ή κρέμβαλα, τα τύμπανα, τα κύμβαλα, καθώς και διάφορα σείστρα και κουδούνια (κώδωνες). Η χρησιμοποίηση του κρουστών δεν ήταν τόσο διαδεδομένη στα αρχαία ελληνικά μουσικά δρώμενα, όσο στις διονυσιακές τελετές οργιαστικού χαρακτήρα, όπου γινόταν χρήση κυρίως τυμπάνων, κυμβάλων και κουδουνιών.Στην ελληνιστική εποχή ο λόγος, η μουσική και ο χορός αρχίζουν να διαχωρίζονται σε ξεχωριστούς κλάδους και να μην αποτελούν σαν και πρώτα μια τέλεια ενότητα. Έτσι, ο διθύραμβος, από ομαδικό, λατρευτικό τραγούδι που ήταν, τώρα τραγουδιέται από ένα πρόσωπο για να φανερωθεί και να επιβληθεί, ένα πνεύμα δεξιοτεχνίας. Αρχίζει η εποχή των "βιρτουόζων", που είναι περιζήτητοι και πληρώνονται μεγάλα ποσά.
Κυριακή 13 Απριλίου 2014
The ancient Greek Sundials
The Greek language and the Greek civilization dominated in the
geographical region of modern Greece and in other regions near by the
Mediterranean Sea. In these geographical regions the sun shines during
the most days of the year.Thus, the sundials were very useful
instruments for the measurement of time. Ancient Greek astronomers invented and constructed a variety of astronomical instruments for the measurement of time; among them we find sundials of different types. Nowadays, in Athens, there are seven ancient sundials of marble construction, which type differs due to the different shape of their dials’ surface.
They are kept in the National Archaeological Museum of Athens. The one of them is located in the Museum’s yard and the other six in the Prehistoric and Classical Antiquities Collection of the Museum. Another sundial is located in the cliff of the Acropolis.Astronomers and mathematicians of the Classical and the Hellenistic period contributed to the foundations of the science of astronomy by tracking the movements of the celestial bodies and devising methods to project their orbits on the Earth’s surface.From their works, or from references to them made by subsequent authors, it is possible to obtain information concerning observations of the stars, astronomical notions, the solutions of astronomical problems and also about the construction of astronomical instruments.Some of the most eminent ancient Greek astronomers and philosophers who observed the stars invented and constructed astronomical instruments and attempted to measure time with them were:
-Thales of Miletus (624-546 BC) predicted the solar eclipse of May 28, 585 BC also used a geometrical method to measure the height of the pyramids based on their shadow
-Anaximander of Miletos (610-540 BC) was the first to create a gnomon
-Aristarchus (310-250 BC) of Samos supported the view of the heliocentric system
-Eudoxus of Knidos (409-356 BC) had also created astrolabus and dioptra, by which he was capable to make astronomical observations
-Apollonius of Perga (261-190/179 BC)developed the theory of epicycle in order to calculate the orbits of the planets, a theory also used by Hipparchus (2nd century BC). It should be mentioned that Hipparchus was the first astronomer who created a full star catalog, by recording 850 stars, from which 350 were already mentioned by Aratus
Moreover, Heron of Alexandria (1st century BC–1st century AD) constructed a dioptra to measure the distance between stars and the Earth
Finally, one of the most significant astronomers of the antiquity was Claudius Ptolemy (2nd century AD) whose work, and especially Syntaxis Mathematica (Almageste), had a major impact in Astronomy.
Moreover Vitruvius in his list mentions some additional names of ancient inventors and constructors of sundials, who flourished from the 6th to the 3rd century BC.The sundials constructed by them had a grid of hour lines and curves, by which they could determine the hour of the day, the solstices and the equinoxes.The contribution of those who tackled problems of conic sections to the construction of conical sundials was essential. For example, Apollonius of Perga, one of the most significant astronomers of the Alexandrine school, is considered the prime investigator of conic sections due to his treatise Conics. According to Eutocius (6th century, a well-known commentator of the works by Archimedes), the mathematician and geographer Dionysodorus of Caunus(circa 250-190 BC), was known for his solution of the problem of dividing the sphere into parts of given proportions a solution which included conic sections. According to S. Gibbs the oldest conical sundial (the one with no. 3049 G) is dated in the ends of the 3rd century BC which is when Dionysodorus lived. Therefore it seems that the solution of the problem of the construction of a conical sundial became possible in about that time period.
The sundial consists of two parts: the surface of the dial (in which are carved the hour lines and the curves of summer solstice, winter solstice and equinoxes) and the gnomon, which is inclined from the plane of the horizon at an angle equal to the geographical latitude of the region.Its function is the following: The rays of the sun create a shadow in the surface of the dial due to the existence of the gnomon. In this way,the trajectory of the sun in the sky is s hown in the surface of the dial, through the movement of the shadow.There are many types of sundials, such as the conical, flat, spherical type, which consist of many subtypes. The type of each sundial is mainly defined from the shape of the surface of the dial. Many sundials were constructed for
time measurements for specific geographical regions and others for adornment in ancient buildings.The sundials were widely used in Greek antiquity for the measurement of time during the sunny days of the
calendar year and for the determination of the seasons.
The ancient sundials of Athens
The sundials of Athens date from the Hellenistic, the Roman period and the period of late antiquity.In the
National Archaeological Museum of Athens there are seven sundials of marble construction. The six of them are parts of the Prehistoric and Classical Antiquities Collection of the Museum and the other one, which is heavier, is located in the Museum’s yard. The index numbers of the sundials are No 3156, 3157, 3158, 3159, 3220, 13365 and 13366. The sundials with index numbers 3156, 3157, 3158 and 3159 were recovered from the ancient Dionysus Theater, which is located under the southern cliff of the Acropolis; the place where the other sundials with index numbers 3220, 13365 and 13366 were discovered is unknown. Another sundial alike to those of the Museum is located in the cliff of in the ancient rock of the Acropolis.
Elaborately study of the characteristic parameters of these sundials (apart from the Acropolis’ one), such as the angle formed between the cone’s axis and the generatrix, the geographical latitude of operation and the original gnomon’s length, has been made.
The sundial with index number 3156 is of conical type with a gnomon; the sundials with index numbers
3157 and 3158 are of conical type without a gnomon; these with index numbers 3220 and 3159 are cylindrical sundials; this with index number 13365 is a flat sundial and that with index catalog 13366 is a semi-spherical one.Most of them are preserved in rather good condition.One of them has a gnomon (index No. 3158) and another one (index No.13366) has many cracks and damages. In all dials’ surfaces there are carved hour lines and in some of them are discernible the curves (the summer solstice curve; the winter solstice curve and the curve of equinoxes).The sundials of Athens are considered as very important archaeological and scientific findings with a major contribution in the science of Astronomy.Most of them are preserved in rather good condition and function rather accurately for their geographical latitude of operation that they were made for. Their geographical latitudes correspond to these of the regions of the ancient Greek world.This evidence shows that sundial makers in Antiquity Greek not only were good sculptors but also had made detailed astronomical observations.
They are kept in the National Archaeological Museum of Athens. The one of them is located in the Museum’s yard and the other six in the Prehistoric and Classical Antiquities Collection of the Museum. Another sundial is located in the cliff of the Acropolis.Astronomers and mathematicians of the Classical and the Hellenistic period contributed to the foundations of the science of astronomy by tracking the movements of the celestial bodies and devising methods to project their orbits on the Earth’s surface.From their works, or from references to them made by subsequent authors, it is possible to obtain information concerning observations of the stars, astronomical notions, the solutions of astronomical problems and also about the construction of astronomical instruments.Some of the most eminent ancient Greek astronomers and philosophers who observed the stars invented and constructed astronomical instruments and attempted to measure time with them were:
-Thales of Miletus (624-546 BC) predicted the solar eclipse of May 28, 585 BC also used a geometrical method to measure the height of the pyramids based on their shadow
-Anaximander of Miletos (610-540 BC) was the first to create a gnomon
-Aristarchus (310-250 BC) of Samos supported the view of the heliocentric system
-Eudoxus of Knidos (409-356 BC) had also created astrolabus and dioptra, by which he was capable to make astronomical observations
-Apollonius of Perga (261-190/179 BC)developed the theory of epicycle in order to calculate the orbits of the planets, a theory also used by Hipparchus (2nd century BC). It should be mentioned that Hipparchus was the first astronomer who created a full star catalog, by recording 850 stars, from which 350 were already mentioned by Aratus
Moreover, Heron of Alexandria (1st century BC–1st century AD) constructed a dioptra to measure the distance between stars and the Earth
Finally, one of the most significant astronomers of the antiquity was Claudius Ptolemy (2nd century AD) whose work, and especially Syntaxis Mathematica (Almageste), had a major impact in Astronomy.
Moreover Vitruvius in his list mentions some additional names of ancient inventors and constructors of sundials, who flourished from the 6th to the 3rd century BC.The sundials constructed by them had a grid of hour lines and curves, by which they could determine the hour of the day, the solstices and the equinoxes.The contribution of those who tackled problems of conic sections to the construction of conical sundials was essential. For example, Apollonius of Perga, one of the most significant astronomers of the Alexandrine school, is considered the prime investigator of conic sections due to his treatise Conics. According to Eutocius (6th century, a well-known commentator of the works by Archimedes), the mathematician and geographer Dionysodorus of Caunus(circa 250-190 BC), was known for his solution of the problem of dividing the sphere into parts of given proportions a solution which included conic sections. According to S. Gibbs the oldest conical sundial (the one with no. 3049 G) is dated in the ends of the 3rd century BC which is when Dionysodorus lived. Therefore it seems that the solution of the problem of the construction of a conical sundial became possible in about that time period.
The sundial consists of two parts: the surface of the dial (in which are carved the hour lines and the curves of summer solstice, winter solstice and equinoxes) and the gnomon, which is inclined from the plane of the horizon at an angle equal to the geographical latitude of the region.Its function is the following: The rays of the sun create a shadow in the surface of the dial due to the existence of the gnomon. In this way,the trajectory of the sun in the sky is s hown in the surface of the dial, through the movement of the shadow.There are many types of sundials, such as the conical, flat, spherical type, which consist of many subtypes. The type of each sundial is mainly defined from the shape of the surface of the dial. Many sundials were constructed for
time measurements for specific geographical regions and others for adornment in ancient buildings.The sundials were widely used in Greek antiquity for the measurement of time during the sunny days of the
calendar year and for the determination of the seasons.
The ancient sundials of Athens
The sundials of Athens date from the Hellenistic, the Roman period and the period of late antiquity.In the
National Archaeological Museum of Athens there are seven sundials of marble construction. The six of them are parts of the Prehistoric and Classical Antiquities Collection of the Museum and the other one, which is heavier, is located in the Museum’s yard. The index numbers of the sundials are No 3156, 3157, 3158, 3159, 3220, 13365 and 13366. The sundials with index numbers 3156, 3157, 3158 and 3159 were recovered from the ancient Dionysus Theater, which is located under the southern cliff of the Acropolis; the place where the other sundials with index numbers 3220, 13365 and 13366 were discovered is unknown. Another sundial alike to those of the Museum is located in the cliff of in the ancient rock of the Acropolis.
Elaborately study of the characteristic parameters of these sundials (apart from the Acropolis’ one), such as the angle formed between the cone’s axis and the generatrix, the geographical latitude of operation and the original gnomon’s length, has been made.
The sundial with index number 3156 is of conical type with a gnomon; the sundials with index numbers
3157 and 3158 are of conical type without a gnomon; these with index numbers 3220 and 3159 are cylindrical sundials; this with index number 13365 is a flat sundial and that with index catalog 13366 is a semi-spherical one.Most of them are preserved in rather good condition.One of them has a gnomon (index No. 3158) and another one (index No.13366) has many cracks and damages. In all dials’ surfaces there are carved hour lines and in some of them are discernible the curves (the summer solstice curve; the winter solstice curve and the curve of equinoxes).The sundials of Athens are considered as very important archaeological and scientific findings with a major contribution in the science of Astronomy.Most of them are preserved in rather good condition and function rather accurately for their geographical latitude of operation that they were made for. Their geographical latitudes correspond to these of the regions of the ancient Greek world.This evidence shows that sundial makers in Antiquity Greek not only were good sculptors but also had made detailed astronomical observations.