Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Η περιγραφή της Κοιλάδας των Μουσών από τα Βοιωτικά του Παυσανία



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Από τα ΒΟΙΩΤΙΚΑ του ΠΑΥΣΑΝΙΑ
     Ανάμεσα στα βουνά της Ελλάδας ο Ελικώνας ξεχωρίζει για την ευφορία του και για την αφθονία των καρποφόρων δέντρων' και οι θάμνοι της ανδράχνου (βατομουριάς) παρέχουν στις κατσίκες πιο ευχάριστο καρπό παρά σ' οποιοδήποτε άλλο τόπο. Όσοι ζουν περί τον Ελικώνα λένε πως δεν υπάρχουν στο βουνό θανατηφόρα για τον άνθρωπο βότανα και ρίζες. Μάλιστα ως τροφή των φιδιών κάνουν και των φιδιών το δηλητήριο πιο αδύνατο, ώστε συνήθως να γλιτώνουν όσοι δαγκώνονται απ' αυτά, αρκεί να καταφύγουν σε κάποιο Λίβυα από τη γενιά των Ψύλλων ή να χρησιμοποιήσουν κατάλληλα φάρμακα. τα πιο άγρια φίδια έχουν δηλητήριο που σκοτώνει τους ανθρώπους και τα ζώα όλα χωρίς εξαίρεση, συντελεί όμως πολύ στη δραστικότητα τού δηλητηρίου και ή τροφή τους: από ένα φοίνικα έμαθα πως στα ορεινά τής Φοινίκης οι ρίζες κάνουν τις οχιές πιο άγριες' αυτός έλεγε πως είδε κάποιον να ξεφεύγει την επίθεση μίας οχιάς και ν' ανεβαίνει σε δένδρο' η οχιά που έφτασε αργά εξακόντισε πάνω στο δέντρο δηλητήριο, από το οποίο ο άνθρωπος πέθανε' αυτά διηγούνταν εκείνος. Στην Αραβία με όσες οχιές ζουν περί τα βαλσαμόδεντρα συμβαίνουν τα εξής: τα βάλσαμα έχουν το μέγεθος των θάμνων της μυρσίνης και τα φύλλα τους μοιάζουν με τής μαντζουράνας. Οι οχιές της Αραβίας, άλλοτε μεγαλύτερες και άλλοτε μικρότερες ομάδες, φωλιάζουν κάτω από κάθε δέντρο, γιατί και ο χυμός των βάλσαμων αποτελεί γι' αυτές τροφή πολύ ευχάριστη, άλλα και γιατί αγαπούν τη σκιά των φυτών. Όταν έρθει ή εποχή να μάσουν το χυμό τού φυτού οι άραβες, φέρνει καθένας δυο ξύλα προς τις οχιές, τις οποίες διώχνει χτυπώντας το ένα ξύλο με το άλλο, γιατί δεν θέλουν να τις σκοτώσουν θεωρώντας τες ιερές των βάλσαμων. Άν συμβεί να δαγκωθεί κανένας από τις οχιές, το τραύμα μοιάζει σαν κόψιμο με μαχαίρι, δεν υπάρχει όμως φόβος από το δηλητήριο, γιατί οι οχιές τρώνε το πιο εύοσμο από τα μύρα και η δραστικότητα τού δηλητηρίου τους μετριάζεται, ώστε να μην είναι θανατηφόρο' αυτή είναι ή επίδραση της τροφής στο ποιον τού δηλητηρίου.
     

Λένε πως πρώτοι θυσίασαν στον Ελικώνα για τις μούσες και ονόμασαν το βουνό ιερό των μουσών ο Εφιάλτης και ο Ώτος, οι οποίοι έγιναν και οικιστές της 'Άσκρης . σ' αυτό αναφέρεται και ο Ηγησίνους, ο οποίος λέει τα εξής στο ποίημά του Ατθίς: ο γαιοσείστης Ποσειδώνας ξανά με την Άσκρα πλάγιασε κ' εκείνη, με το πέρασμα τού καιρού, του καιρού του γέννησε γιο τον Οίοκλο, ο οποίος πρώτος με τους γιους του Αλωέα υπήρξε οικιστής της Άσκρης που κατέχει τα ριζά τού πλούσιου σε πήγες Ελικώνα. Το ποίημα αυτό του Ηγησίνου δεν το διάβασα, γιατί είχε εκλείψει προ της εποχής μου. Ο Κάλλιππος όμως ο Κορίνθιος στο έργο του για τον Ορχομενό φέρνει ως αποδείξεις των λεγομένων του τους στίχους του Ηγησίνου κ' εγώ έκανα το ίδιο αντλώντας από τον Κάλλιππο. Επί των ήμερών μου ένας μόνο πύργος της Άσκρας σώζονταν και τίποτε άλλο αξιομνημόνευτο. Οι γιοι του Αλωέα πίστευαν σε τρεις μούσες, στις οποίες έδωσαν τα ονόματα Μελέτη, Μνήμη και Αοιδή ('Ωδή). Αργότερα λένε πως Ο μακεδόνας Πίερος, από τον οποίο έχει το όνομά του το γνωστό μακεδονικό βουνό, ήρθε στις Θεσπιές και εισήγαγε εννιά μούσες μεταβάλλοντας και τα ονόματά τους στα τωρινά. Ό Πίερος τα όρισε αυτά έτσι είτε γιατί τού φάνηκαν σοφότερα είτε κατόπιν χρησμού είτε γιατί έτσι τα έμαθε από κάποιο θράκα. γιατί ανέκαθεν το θρακικό έθνος και κατά τα άλλα θεωρούνταν πιο επιδέξιο από το μακεδονικό, αλλά και ζήλο μεγαλύτερο είχε για τα θρησκευτικά πράγματα. 'Άλλοι λένε πως ο ίδιος ο Πίερος είχε εννιά κόρες, στις οποίες είχε δώσει τα ίδια ονόματα, όπως και στις θεές, και όσοι είχαν ονομαστεί από τους έλληνες παιδία των μουσών ήταν παιδία των θυγατέρων του Πιέρου. Ο Μίμνερμος στο προοίμιο τού ελεγειακού ποιήματός του τού σχετικού με τη μάχη των σμυρναίων κατά τού Γύγη και των Λυδών λέει πως οι αρχαιότερες μούσες ήταν κόρες του ουρανού, ενώ άλλες νεώτερες ήταν κόρες του Δία.
     

Στον Ελικώνα, καθώς κανείς προχωρεί προς το άλσος των μουσών, έχει αριστερά την πηγή Άγανίππη, η οποία λένε πως ήταν κόρη του Τερμησσού. Ο Τερμησσός ρέει και αυτός περί τον Ελικώνα. Στο δρόμο που κατ' ευθείαν οδηγεί στο άλσος υπάρχει ανάγλυφη λίθινη παράσταση της Εύφημης, η οποία λένε πως ήταν η τροφός των μουσών. Μετά την παράσταση αυτή απεικονίζεται ο Λίνος σ' ένα βράχο μικρό που τον έχουν δουλέψει σε μορφή σπηλιάς. Για το Λίνο γίνονται κάθε χρόνο εναγισμοί πριν από την θυσία για τις μούσες. Λένε πως ο Λίνος αυτός ήταν γιος της Ουρανίας και του Αμφιμά¬ρου, γιου τού Ποσειδώνα και πως είχε πάρει ως μουσικός την πιο μεγάλη φήμη απ' όλους τους συγχρόνους του και τους παλαιότερους . τον σκότωσε ο Απόλλωνας, επειδή ζητούσε ίση θέση μ' αυτόν στο άσμα. Η θλίψη για το θάνατο τού Λίνου έφτασε και σ' όλες τις βαρβαρικές χώρες, ώστε έγινε και στην Αίγυπτο ένα άσμα Λίνος που από τους αιγυπτίους ονομάζεται στη γλώσσα τού τόπου μανέρως. Από τους ποιητές επών της Ελλάδας ο 'Όμηρος ξέρει πως οι έλληνες είχαν άσμα για τα πάθη τού Λίνου και λέει πως ο Ήφαιστος απεικόνισε, μεταξύ των άλλων, πάνω στην ασπίδα τού Αχιλλέα και ένα παιδί με λύρα που τραγουδούσε τα σχετικά με το Λίνο: ανάμεσά τους ένα παιδί, κρατώντας τη φόρμιγγα με τους λεπτούς ήχους, χαριτωμένα έπαιζε και τραγουδούσε για τον όμορφο Λίνο. Ο Πάμφως που έκανε για τους αθηναίους τους πιο παλιούς ύμνους ονόμασε το Λίνο Οιτόλινο αναφερόμενος στο μεγάλο θρήνο γι' αυτόν. Ή Σαπφώ που είχε διδαχτεί το όνομα Οιτόλινος από τα έπη τού Πάμφω τραγούδησε μαζί τον Άδωνι και τον Οιτόλινο. Οι Θηβαίοι λένε πως ο Αίνος είχε ταφεί στον τόπο τους και πως ο Φίλιππος τού Αμύντα μετά την ήττα των ελλήνων στη Χαιρώνεια, κατόπιν ονείρου, σήκωσε τα κόκαλα τού Αίνου και τα έφερε στη Μακεδονία. Κατόπιν άλλων ονείρων ο Φίλιππος ξαναέστειλε τα κόκαλα τού Αίνου στη Θήβα, αλλά με τον καιρό έχει εξαφανιστεί οτιδήποτε είχε στηθεί πάνω στον τάφο, καθώς και τα άλλα κατάλοιπα του τάφου που υπήρχαν εκεί. Οι Θηβαίοι έχουν και την παράδοση πως με τα τον παλιό αυτό Λίνο έζησε άλλος' Λίνος, λεγόμενος του Ισμηνίου, που ήταν δάσκαλος τής μουσικής. ο Ηρακλής, όταν ακόμα ήταν παιδί, σκότωσε αυτόν τον Λίνο. 'Έπη δεν είχε κάνει ούτε ο Λίνος τού Αμφιμάρου ούτε ο μεταγενέστερος ή αν είχαν κάνει δεν παραδόθηκαν στους κατοπινούς.
     

Από τα αγάλματα που υπάρχουν για τις μούσες, πρώτα είναι για όλες τις θεές, έργα του Κηφισόδοτου, προχωρώντας κανείς λίγο, συναντά άλλα τρία, έργα επίσης τού Κηφισόδοτου και άλλα τρία, έργα του Στρογγυλίωνα, ο οποίος είχε διακριθεί στην απεικόνιση βοδιών και αλόγων. τα υπόλοιπα τρία αγάλματα μουσών είναι έργα τού Ολυμπισσθένη. Παριστάνεται και ο Απόλλωνας στον Ελικώνα, μπρούντζινος, ν' αντα¬γωνίζεται με τον Ερμή για τη λύρα. Υπάρχει και ένας Διόνυσος, έργο του Λύσιππου. Το άγαλμα που παριστάνει το Διόνυσο όρθιο το αφιέρωσε ο Σύλλας και είναι έργο τού Μύρωνα, το πιο αξιοθέατο μετά τον Ερεχθέα που είχε κάνει για την Αθήνα. Ο Σύλλας δεν έκανε το ανάθημα από έργα που ανήκαν προσωπικά στον ίδιο, άλλα πήρε το άγαλμα από τους Μινύες του Ορχομενού, αυτό είναι που λένε οι έλληνες να εκφράζει κανείς την ευλάβειά του προς το θεό με ξένα θυμιάματα.Έχουν ανατεθεί και πλαστικές εικόνες των εξής ποιητών η φημισμένων μουσικών του ίδιου του Θάμυρι που παριστάνεται ήδη τυφλός, με το χέρι πάνω σε λύρα σπασμένη επίσης του Μηθυμναίου Αρίωνα πάνω σε δελφίνι. Ο γλύπτης που έκανε τον ανδριάντα του Αργείου Σακάδα και που δεν κατάλαβε το σχετικό μ' αυτόν προοίμιο τού Πινδάρου, έκανε τον αυλητή να μην είναι πιο μεγαλόσωμος από το μήκος των αυλών. Απεικονίζεται και ο Ησίοδος καθιστός, με λύρα στα γόνατα, η οποία όμως δεν ταιριάζει στον Ησίοδο από τους ίδιους τους στίχους του είναι φανερό πως τραγουδούσε φέροντας ραβδί από δάφνη.
     

Για τη χρονολογία τού Ησιόδου και τού Ομήρου έχω κάνει επιμελέστατη έρευνα, δεν μου είναι ευχάριστο όμως να γράψω, γιατί ξέρω την εριστική διάθεση και άλλων, ιδίως όμως των επί των ήμερών μου κριτικών της επικής ποίησης. ο θράκας Ορφέας παριστάνεται μαζί με την Τελετή, η οποία στέκεται πλάι του γύρω του παριστάνονται θηρία καμωμένα από μάρμαρο και μπρούντζο, να τον ακούν καθώς τραγουδάει.
     

Ανάμεσα στα αλλά ψεύδη, στα οποία δίνουν πίστη οι Έλληνες είναι και πως ο Ορφέας ήταν γιος της μούσας Καλλιόπης κι όχι της κόρης τού Πίερου και πως τα θηρία πήγαιναν κοντά του γοητευμένα από τη μελωδία κι ακόμα πως ο Ορφέας πήγε και στον Άδη ζωντανός, ζητώντας τη σύζυγό του από τους θεούς τού κάτω κόσμου. Κατά τη γνώμη μου ο Ορφέας είχε ξεπεράσει τους παλαιότερούς του στην ομορφιά των στίχων και υπήρξε μεγάλης επιρροής προσωπικότητα, επειδή οι άνθρωποι πίστεψαν πως βρήκε μυστικές τελετές για θεούς, θρησκευτικούς εξαγνισμούς από ανόσιες πράξεις, γιατρειές από αρρώστιες και μέσα για αποτροπή της οργής των θεών. Λένε πως οι γυναίκες των θρακών είχαν συνεννοηθεί κρυφά να τον σκοτώσουν, γιατί είχε πείσει τους άντρες τους να τον ακολουθούν στις περιπλανήσεις του, δεν τον σκότωναν όμως, επειδή φοβούνταν τους άντρες τους!. Πραγματοποίησαν το τόλμημα, αφού πρώτα ήπιαν πολύ κρασί. από τότε επικράτησε να μεθούν οι άντρες προτού πάνε σε μάχη. 'Άλλοι λένε πως ο Ορφέας χτυπήθηκε με κεραυνό από το θεό, κι αυτό ήταν το τέλος του' ο θεός τον κεραύνωσε για τις αποκαλύψεις που έκανε στα μυστήρια για απόρρητες αλήθειες που δεν είχαν πριν φτάσει στ' αυτιά των ανθρώπων. 'Άλλοι έχουν πει πως η σύζυγος τού 'Ορφέα είχε πεθάνει πριν απ' αυτόν και πως ο 'Ορφέας είχε πάει γι' αυτή στο Άορνο της Θεσπρωτίδας, όπου υπήρχε νεκρομαντείο από τα παλιά χρόνια . πιστεύοντας πως η ψυχή της Ευρυδίκης τον ακολουθούσε και μη βρίσκοντάς την όταν στράφηκε πίσω, αυτοκτόνησε από τη λύπη του. Οι θράκες λένε πως όσα αηδόνια έχουν τις φωλιές τους στον τάφο του 'Ορφέα, κελαηδούν πιο γλυκά και πιο δυνατά. Οι μακεδόνες που κατοικούν στην περιοχή κάτω από το βουνό Πιερία και στην πόλη Δίο λένε πως οι γυναίκες σκότωσαν τον Ορφέα εκεί' στο δρόμο από το Δίο προς το βουνό, σ' απόσταση είκοσι σταδίων από το Δίο, υπάρχει δεξιά μια κολόνα με λίθινη υδρία πάνω, στην οποία, όπως λένε οι άνθρωποι τού τόπου, υπάρχουν τα κόκαλα του Ορφέα.
     

Υπάρχει και ποτάμι Ελικών, του οποίου το ρεύμα προχωρεί μέχρι εβδομήντα πέντε σταδίων και κατόπιν αφανίζεται υπό τη γη. Μετά εικοσιδύο περίπου στάδια το νερό ξαναβγαίνει στην επιφάνεια και με το όνομα Βαφύρας, αντί Ελικών, χύνεται στη θάλασσα ως πλωτός ποταμός!. Οι κάτοικοι του Δίου λένε πως ο ποταμός αυτός αρχικά έρεε στην επιφάνεια της γης σ' όλη τη διαδρομή του επειδή όμως οι γυναίκες που είχαν σκοτώσει τον Ορφέα θέλησαν να πλύνουν σ' αυτόν το αίμα, ο ποταμός καταδύθηκε στη γη, για να μη συντελέσει το νερό του στον καθαρμό τού φονικού.
     

Στη Λάρισα άκουσα και μια άλλη παράδοση, πως υπήρχε στον 'Όλυμπο μια πόλη Λίβηθρα, στην πλευρά τού βουνού που βλέπει προς τη Μακεδονία και πως κοντά στην πόλη αυτή βρίσκονταν ο τάφος του Ορφέα. Στους Λιβήθριους είχε φτάσει ένας χρησμός τού Διονύσου από τη Θράκη, πως όταν ο ήλιος δει τα κόκαλα τού 'Ορφέα, τότε ή πόλη των Λιβηθρίων θα καταστραφεί από συν (αγριογούρουνο). Οι Λιβήθριοι δεν έδωσαν πολλή σημασία στο χρησμό, πιστεύοντας πως δεν υπάρχει άλλο θηρίο πιο μεγαλόσωμο και πιο δυνατό, ώστε να καταστρέψει αυτό την πόλη τους, αλλά και το αγριογούρουνο είναι μάλλον θρασύ παρά δυνατό. Όταν ο θεός θέλησε, έγιναν τα εξής: ένας βοσκός, περί το μεσημέρι είχε κοιμηθεί έχοντας για στήριγμα τον τάφο τού Ορφέα αν και κοιμισμένος, άρχισε να τραγουδάει στίχους του Ορφέα με φωνή δυνατή και γλυκιά. Όσοι έβοσκαν ζώα εκεί κοντά η καλλιεργούσαν, αφήνοντας τις δουλειές τους, μαζεύονταν ν' ακούσουν το τραγούδι τού κοιμισμένου βοσκού' και κάποια ώρα, αλληλοσμπρωχνόμενοι και μαλώνοντας ποιός θα βρεθεί πιο κοντά στο βοσκό, έριξαν κάτω την κολόνα και έσπασε πέφτοντας κάτω η οστεοθήκη, ώστε ο ήλιος είδε ότι υπολείπονταν από τα κοκάλα του Ορφέα. 'Αμέσως μόλις νύχτωσε, ο θεός έριξε βροχή πολλή από τον ουρανό και ο ποταμός Συς, ένας από τους περί τον 'Όλυμπο χείμαρρους, γκρέμισε τα τείχη των Λιβηθρίων, παρέσυρε τα ιερά των θεών και τα σπίτια των ανθρώπων και έπνιξε και τους ανθρώπους και τα ζώα που ήταν στην πόλη, όλα χωρίς εξαίρεση. Έτσι, αφού η πόλη Λίβηθρα καταστράφηκε, οί μακεδόνες τού Δίου, κατά τα λεγόμενα τού Λαρισαίου φίλου, πήραν στον τόπο τους τα κόκαλα του Ορφέα. Οι καταγινόμενοι με την ποίηση ξέρουν πως οι ύμνοι του Ορφέα είναι όλοι πολύ σύντομοι και συνολικά λίγοι. τους ξέρουν οι Λυκομίδες και τους τραγουδούν κατά τις τελετές των μυστηρίων. Ως καλλιτεχνικά δημιουργήματα έρχονται αμέσως μετά τους ύμνους του Όμήρου, είναι όμως σε μεγαλύτερη τιμή από το θεό παρά οι ομηρικοί ύμνοι.
     

Στον Ελικώνα υπάρχει μια γλυπτική εικόνα και της Αρσινόης, την οποία ο Πτολεμαίος, αν και αδελφός της, την είχε νυμφευθεί. Η Αρσινόη είναι πάνω σε στρουθοκάμηλο μπρούντζινη, φυτρώνουν και στις στρουθοκαμήλους φτερά, όπως στα πουλιά, άλλα επειδή είναι βαριές και μεγάλες, δεν μπορούν τα φτερά να τις κρατήσουν στον αέρα.
     
Υπάρχει και μια έλαφος εδώ που θηλάζει το μικρό γιο του Ηρακλή Τήλεφο και κοντά στον Τήλεφο μία αγελάδα και άγαλμα του Πριάπου αξιοθέατο, Το θεό αυτό τον τιμούν και αλλού, όπου υπάρχουν βοσκοτόπια για κατσίκια και πρόβατα η μελίσσια, στη Λάμψακο όμως τον λατρεύουν περισσότερο από τους άλλους θεούς και τον θεωρούν γιο του Διονύσου και της Αφροδίτης.Ανάμεσα στους τρίποδες που είναι αφιερωμένοι στον Ελικώνα όπιο παλιός είναι εκείνος που κατά την παράδοση είχε πάρει στη Χαλκίδα του Ευρίπου ο Ησίοδος για νίκη του σε άσμα. Ζουν και άνθρωποι περί το άλσος, στο οποίο οι Θεσπιείς κάνουν γιορτή και αγώνα, τα Μουσεία. Κάνουν και προς τιμήν του Έρωτα αγώνες με έπαθλα όχι μόνο για μουσική, άλλα και για αθλητικά αγωνίσματα. Ανηφορίζοντας από το άλσος αυτό είκοσι περίπου στάδια έχει κανείς τη λεγόμενη κρήνη του Ίππου, λένε πως τη δημιούργησε ο ίππος του Βελλεροφόντη χτυπώντας με οπλή του ποδιού το έδαφος.
     

Οι Βοιωτοί που ζουν περί τον Ελικώνα κράτησαν ως παράδοση τη φήμη πως ο Ησίοδος δεν έκανε άλλο ποίημα πλην των 'Έργων' και από τα 'Έργα αφαιρούν το σχετικό με τις μούσες προοίμιο υποστηρίζοντας πως το ποίημα άρχιζε με τα περί των Ερίδων. Εκεί που είναι η πηγή μου έδειξαν πλάκα μολύβδινη, πολύ φθαρμένη από την πολυκαιρία, στην οποία πάνω ήταν χαραγμένα τα 'Έργα. Υπάρχει και άλλη φήμη, διαφορετική από την προηγούμενη, πως ο Ησίοδος είχε κάνει μεγάλο αριθμό ποιημάτων, ένα που εγκωμιάζει γυναίκες και που το λένε «μεγάλας Ήοίας», τη Θεογονία, το σχετικό με το μάντη Μελάμποδα, το σχετικό με το Θησέα που κατέβηκε στον Άδη με τον Πειρίθουν, τις Παραινέσεις του Χείρωνα προορι-ζόμενες για τη μόρφωση του Αχιλλέα και αλλά πλην των Έργων και Ήμερών. Οι ίδιοι λένε και πως ο Ησίοδος είχε διδαχθεί τη μαντική από τους Ακαρνάνες και υπάρχει έπος «Μαντικά» που το διάβασα και εγώ, καθώς και ερμηνείες για θεϊκά σημάδια.
     

Σ' αντίθεση βρίσκονται και οι παραδόσεις, οι σχετικές με το τέλος του Ησιόδου: πως οι γιοι τού Γανύκτορα Κτίμενος και Άντιφος από τη Ναύπακτο κατέφυγαν στη Μολυκρία για το φόνο του Ησιόδου και εκεί ασέβησαν απέναντι τού Ποσειδώνα και η τιμωρία τους βρήκε στη Μολυκρία, ως προς αυτά είναι όλοι σύμφωνοι. Σχετικά με την αδελφή των δυο νέων μερικοί λένε πως την ντρόπιασε κάποιος άλλος και κακώς θεωρήθηκε ο Ησίοδος ένοχος, άλλοι όμως πως το παράπτωμα ήταν του Ησιόδου. Σε τόση αντίθεση βρίσκονται τα σχετικά με τον ίδιο τον Ησίοδο και με τα ποιήματά του.
     

Στην κορυφή τού Ελικώνα υπάρχει ένα μικρό ποτάμι, ο Λάμος, Στη χώρα των Θεσπιέων βρίσκεται ο λεγόμενος Δονακών, όπου είναι η πηγή τού Ναρκίσσου. στο νερό της πηγής αυτής λένε πως είχε κοιτάξει ο Νάρκισσος, ο οποίος δεν κατάλαβε πως η εικόνα που είδε ήταν δική του και ασυνείδητα ερωτεύτηκε τον εαυτό του το τέλος του τον βρήκε στην πηγή, εξ αιτίας αυτού τού έρωτα. Θα ήταν όμως ηλιθιότητα ένας που έφτασε σε ηλικία να κυριευθεί από τον έρωτα, να μην μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι ο άνθρωπος και τι η εικόνα του ανθρώπου. Υπάρχει και άλλη φήμη για το Νάρκισσο, λιγότερο γνωστή από την προηγούμενη, παραδιδόμενη όμως κι αυτή: πως ο Νάρκισσος είχε αδελφή δίδυμη, τελείως όμοια στην εμφάνιση. Οι δύο τους είχαν τα ίδια μαλλιά, φορούσαν ίδια ενδύματα, πήγαιναν μαζί στο κυνήγι. Ο Νάρκισσος ερωτεύτηκε την αδελφή του, και όταν πέθανε, ο Νάρκισσος πήγαινε στην πηγή και ήξερε πως έβλεπε εκεί τη δική του εικόνα, όμως ένιωθε παρηγοριά μέσα στον ερωτά του να φαντάζεται πως έχει μπροστά του όχι τη δική του εικόνα, αλλά της αδελφής. Το άνθος νάρκισσος υπήρχε, νομίζω και πριν, αν κρίνει κανείς από τα ποιήματα του Πάμφω. γεννημένος αυτός πολλά χρόνια πριν από το Θεσπιέα Νάρκισσο, λέει πως η κόρη της Δήμητρας αρπάχτηκε ενώ έπαιζε και ενώ μάζευε άνθη και εξαπατήθηκε για ν' αρπαχτεί, όχι με μενεξέδες, αλλά με Ναρκίσσους.

Οι Μούσες και η λατρεία τους στο Mεγαλείο της Tέχνης

Για τις Μούσες υπήρχαν πολλές διαφορετικές εκδοχές στην αρχαιότητα, που αφορούσαν τόσο στην καταγωγή τους, όσο και στον αριθμό τους. Διαφαίνεται πάντως, ότι παλαιότερα ήσαν Νύμφες των βουνών και των νερών, οι οποίες αργότερα “προβιβάσθηκαν” και με τον καιρό απέκτησαν συγκεκριμένες αρμοδιότητες.Πίστευαν πως κατοικούσαν στον Όλυμπο και με τις ακούραστες φωνές τους τραγουδούσαν θείες μελωδίες και ύμνους, παίζοντας λύρα.Θέμα των τραγουδιών τους ήταν πάντα η αρχοντική καταγωγή των θεών, τους οποίους εγκωμιάζουν. Κυρίως όμως υμνούν τον Δία και το μεγαλείο του, καθώς ήταν εκείνος που δημιούργησε τον “κόσμο” με την έννοια ότι έβαλε σε τάξη το σύμπαν και όρισε τους κανόνες που διέπουν τη ζωή των θεών και ανθρώπων. Το πόσο στενά δεμένες ήταν μαζί του φαίνεται από το ότι τις αποκαλούσαν “Ολυμπιάδες”. Σπανιότερα δόξαζαν με τα τραγούδια τους το γένος των ανθρώπων και τους φημισμένους ήρωες. Το αρμονικό τους τραγούδι μάγευε το βασιλιά των θεών και των ανθρώπων, γέμιζε με ευφορία τις ψυχές όλων των θεών και γοήτευε ολόκληρη τη φύση η οποία στεκόταν ασάλευτη κάθε φορά που οι Μούσες ακούγονταν από την κορυφή του Ολύμπου, για να τις αφουγκραστεί: ο ουρανός, τα άστρα, η θάλασσα και τα ποτάμια, όλα σιωπούσαν ευλαβικά…

Οι Μούσες τραγούδησαν για να γιορταστούν οι γάμοι της Θέτιδας με τον Πηλέα και της Αρμονίας με τον Κάδμο. Τραγούδησαν ακόμη θρηνητικά στην ταφή του Αχιλλέα. Ο Πλάτωνας αναφέρει τον εξής μύθο: όταν γεννήθηκαν οι Μούσες και μαζί τους η ποίηση και η μουσική, κάποιοι θνητοί γοητεύθηκαν τόσο πολύ, που συνεχώς τραγουδούσαν· ξεχνούσαν να φάνε και να πιούνε κι έτσι πέθαιναν σιγά σιγά, χωρίς να υποφέρουν. Απ’ αυτούς κατάγονται τα τζιτζίκια, που είναι προστατευόμενα των Μουσών και που συνεχώς τραγουδούν ξεχνώντας πείνα, δίψα και κούραση, μέχρι να πεθάνουν. Τότε πηγαίνουν στις Μούσες και τους λένε τα ονόματα των πιστών τους οπαδών, που είδαν στη Γη κατά το σύντομο πέρασμά τους.Έλεγαν πως οι Μούσες γεννήθηκαν, επειδή ο Δίας, που γιόρταζε το γάμο του, ρώτησε τους καλεσμένους του, τους άλλους θεούς, αν τους έλειπε τίποτα. Εκείνοι τότε του απάντησαν πως θα έπρεπε να φτιάξει κάποιες θεότητες που θα υμνούσαν τον Δία με στίχους και μουσική αντάξια των κατορθωμάτων και του μεγαλείου του.

Ως προς την καταγωγή τους, οι πιο πολλοί πίστευαν πως μητέρα τους ήταν η Μνημοσύνη, που κοιμήθηκε μαζί με τον Δία στην Πιερία (την περιοχή βόρεια του Ολύμπου) για εννιά διαδοχικές νύχτες. Ένα χρόνο μετά η Μνημοσύνη γέννησε εννιάδυμα, κοντά στην κορυφή του Ολύμπου, ήτοι εννιά κόρες, που τις μάγευε όλες η μουσική και η ποίηση και που από τότε απετέλεσαν μια λαμπρή χορωδία. Τα ονόματά τους ήσαν τα εξής: Κλειώ, Ευτέρπη , Θάλεια, Μελπομένη, Ερατώ, Τερψιχόρη, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη. Ως προς τον αριθμό και την καταγωγή τους, οι άλλες εκδοχές ήταν πως ήταν κόρες του Ουρανού και της Γαίας, ή του Απόλλωνα, ακριβώς επειδή κι ο ίδιος σχετίζεται άμεσα με τη μουσική. Ο Απόλλωνας, μάλιστα, διεύθυνε τη χορωδία τους, γι’ αυτό και ονομαζόταν Μουσαγέτης – “ηγέτης”, διευθυντής των Μουσών.Πάντως με τον χαρακτηρισμό Μούσες αναφέρονται και οι Τιτανίδες καθώς και οι Απολλωνίδες, οι οποίες προϋπήρξαν των εννέα μουσών. Οι Τιτανίδες Μούσες ήσαν τρείς ή τέσσερις Τιτανίδες θεότητες της μουσικής. Τα ονόματά τους ήσαν Μελέτη, Αοιδή και Μνήμη εκ των οποίων η τελευταία ταυτίζεται με την Μνημοσύνη, μητέρα των εννέα Μουσών (Παυσανίας 9.29.1) ή Θελξινόη, Αοιδή, Αρχή, Μελέτη (Κικέρων De Natura Deorum/φύση των θεών 3.21). Κατάγοντο από τον Ουρανό και την Γαία (Αλκμάνος 67, Μίμνερμος 13, Πράξιλλα η Σικυωνή Frag 3, Διόδωρος Σικελιώτης 4.7.1, Αρνόβιος 3.37) ή από τον Ουρανό (Παυσανίας 9.29.1, Κικέρων 3.21).

Οι Απολλωνίδες Μούσες ήσαν τρείς κόρες του θεού Απόλλωνα (Εύμελος 35, Τζέτζης επί ησιόδου 23) και ονομάζοντο Κηφισώ, Απολλωνίς και Βορυσθένις ή Νήτη, Μησή και Υπάτη (Πλουτάχου Συμπόσιο 9.14) και ελατρεύοντο στο μαντείο των Δελφών. Η τελευταίες ονομασίες αντιπροσώπευαν την χαμηλή – μέση και υψηλή κλίμακα των χορδών της λύρας

Η λατρεία των Μουσών ξεκίνησε από την Πιερία, δηλαδή την περιοχή στην οποία γεννήθηκαν, γι’ αυτό και τις έλεγαν “Πιερίδες“. Έλεγαν πως ο Πίερος, βασιλιάς της Μακεδονίας σύμφωνα με τη μυθολογία, έφερε από κει τη λατρεία τους στη Βοιωτία. Ο Πίερος, μάλιστα, απέκτησε εννιά κόρες, στις οποίες έδωσε το όνομα των Μουσών, Πιερίδες. Ήταν όμως τόσο αλαζονικές, ώστε προκάλεσαν τις Μούσες να παραβγούν μαζί τους στο τραγούδι. Οι Μούσες τις νίκησαν, όπως ήταν φυσικό, και για να τις τιμωρήσουν, τις μεταμόρφωσαν σε φλύαρες κίσσες. Όταν αυτές τραγουδούσαν, σκοτείνιαζε και κανείς δεν τις άκουγε. Στη Βοιωτία, λοιπόν, οι Μούσες κατοικούσαν στο βουνό Ελικώνας, που έγινε και το κέντρο της λατρείας τους. Γι’ αυτό άλλωστε και τις ονόμαζαν “Ελικωνιάδες“. Αργότερα κάποιοι συγγραφείς τις τοποθετούσαν στον Παρνασσό.

Με μεγάλο ζήλο λατρεύονταν, επίσης, οι Μούσες στους Δελφούς, λόγω της στενής σχέσης τους με το θεό Απόλλωνα, στον οποίο ανήκε το μαντείο. Εκεί η λατρεία Απόλλωνα και Μουσών έφτασε να συγχωνευτεί εντελώς. Στην Αθήνα τις τιμούσαν ιδιαίτερα και μεταξύ άλλων, ονόμαζαν μια κορυφή κοντά στην Ακρόπολη “Μουσείον” προς τιμή τους κι ο Πλάτωνας είχε χτίσει βωμό στο όνομά τους στην Ακαδημία του. Οι Μούσες έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς σ’ ολόκληρη την Ελλάδα………ίχνη της λατρείας τους βρέθηκαν στην Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, όπου μάλιστα λεγόταν ότι είχε γίνει ο αγώνας τραγουδιού μεταξύ Μουσών και Σειρήνων. Επικράτησαν φυσικά οι πρώτες, που τιμώρησαν τις φαντασμένες Σειρήνες, κόβοντας τα φτερά τους· εκείνες έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Ακόμη τις τιμούσαν και σε πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας (ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας), ενώ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου είχε ιδρυθεί στα χρόνια μετά το θάνατο του Μεγ. Αλεξάνδρου το “Μουσείο“, ένα φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, με διευθυντή του τον εκάστοτε αρχιερέα στην υπηρεσία των Μουσών.

Στα έργα του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, οι Μούσες, ως θεές της ποίησης, κατέχουν πολύ σημαντική θέση· όταν ο ποιητής αρχίζει την αφήγηση του κάθε έπους, ζητά από τη Μούσα να τον βοηθήσει. Οι Μούσες τα ξέρουν όλα και τα έχουν δει όλα, πρέπει λοιπόν να τον βοηθήσουν να θυμηθεί γεγονότα του παρελθόντος, που ο ίδιος έχει μόνο ακουστά και που ο νους του αδυνατεί να συγκρατήσει. Στα ομηρικά έπη, λοιπόν, εμφανίζονται ως θεότητες της Μνήμης.Στον Όμηρο επίσης αναφέρεται η περιπέτεια του αοιδού Θάμυρη από τη Θράκη, που καυχήθηκε πως θα μπορούσε να νικήσει τις Μούσες στο τραγούδι. Εκείνες, τότε, τον τύφλωσαν και του στέρησαν την ικανότητα να γράφει στίχους και να παίζει λύρα. Στην Οδύσσεια, ο φημισμένος τραγουδιστής των Φαιάκων Δημόδοκος ήταν ο αγαπημένος της Μούσας, που του έδωσε, όμως, μαζί με την τέχνη να γράφει υπέροχα τραγούδια κι ένα ολέθριο δώρο: του στέρησε το φως των ματιών του. Φαίνεται πως οι τυφλοί αοιδοί ήταν κάτι συνηθισμένο έτσι κι αλλιώς στην εποχή του Ομήρου. Είναι γνωστό ότι η απουσία της όρασης οξύνει τη μνήμη κι αυτό πρέπει να έκανε τους αοιδούς πολύ δυνατούς στο να θυμούνται και να απαγγέλλουν από μνήμης αναρίθμητους στίχους, όπως γινόταν τότε.

Ο ποιητής Ησίοδος, στην αρχή της «Θεογονίας» μας διηγείται μια ιστορία που έζησε ο ίδιος, κατά την οποία όταν έβοσκε τα πρόβατά του στη Βοιωτία, την πατρίδα του, τον πλησίασαν οι Μούσες στο βουνό Ελικώνας και του έδωσαν ένα κλαδί δάφνης………..του χάρισαν το δώρο της ποίησης. Για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ποίηση ο ποιητής παρουσιάζεται να έχει συνειδητοποιήσει τη θέση του στην τέχνη· ότι δημιουργεί ως αυτόνομη οντότητα κι ότι οι Μούσες οι ίδιες παρέχουν την εγγύηση για την καλλιτεχνική αξία των όσων ο ίδιος συνθέτει. Εδώ οι Μούσες δεν ευλογούν και δε βοηθούν απλώς τον ποιητή, αλλά τον μυούν στην τέχνη.Όπως αναφέρθηκε οι Μούσες θεωρούνταν θεές της μουσικής και της ποίησης, που εν χορώ υμνούσαν τον Δία με τις μελωδικές τους φωνές. Στον Όμηρο είδαμε και μια άλλη τους διάσταση: θεές της Μνήμης και κατ’ επέκταση εκείνες που διασώζουν αξίες – ηθικές αρχές και διδάγματα από το παρελθόν. Μ’ άλλα λόγια, ό,τι μια κοινωνία θεωρεί βασικό για την επιβίωσή της. Μέχρι τα τέλη της αρχαιότητας οι εννιά Μούσες ήταν μια αδιάσπαστη ομάδα, όμως περίπου στα τέλη της ρωμαϊκής εποχής η καθεμιά τους περιορίστηκε σε έναν ιδιαίτερο τομέα ως εξής:

Η Καλλιόπη, η πρώτη και πιο σεβαστή απ’ όλες, ήταν η μούσα του ηρωικού έπους.
Η Κλειώ ήταν η μούσα της ιστορίας.
Η Ευτέρπη της αυλητικής τέχνης.
Η Τερψιχόρη της λυρικής ποίησης (ενώ πιο παλιά ήταν η Μούσα του χορού).
Η Ερατώ του υμέναιου και του γάμου, άρα και της ερωτικής ποίησης.
Η Μελπομένη ήταν η Μούσα της τραγωδίας.
Η Θάλεια της κωμωδίας.
Η Ουρανία της αστρονομίας
Η Πολύμνια της μιμικής, δηλαδή της παντομίμας.

Πρέπει να αναφερθεί ότι εκτός της Καλλιόπης, τους επικούς ποιητές ενέπνεαν επίσης η Ουρανία και η Κλειώ.Είτε όλες μαζί ως μια ενιαία ομάδα, είτε η καθεμιά ξεχωριστά, οι Μούσες συμβόλιζαν το μεγαλείο της τέχνης· το ωραίο όχι μόνο στη μορφή, αλλά και στο περιεχόμενο. Είναι φωτεινές και ήπιες μορφές που μέχρι σήμερα προσωποποιούν την παρηγοριά που φέρνει η τέχνη και η ηθική στη ζωή των ανθρώπων, καθώς και την ομορφιά που της δίνει.



SOURCE

Το γνήσιο Αθλητικό Ιδανικό στην Αρχαία Ελλάδα

Ιδανικό είναι εκείνο που ενώνει τις ψυχές των ανθρώπων γύρω από ένα κοινό σκοπό. Πέραν τούτου δεν υπάρχει παρά μόνο ωφελιμισμός, που αντί να ενώνει διαχωρίζει και διασκορπίζει τους ανθρώπους.Το αθλητικό ιδεώδες είναι για τον άνθρωπο πηγή εσωτερικής τελειότητας, συναδελφοσύνης, ειρήνης, ευγένειας, αφιλοκέρδειας, καλής θέλησης και αγνότητας. Είναι εκείνο που ικανοποιεί από κάθε άποψη τη διάνοια και το συναίσθημα του αθλητή και του φιλάθλου. Είναι το πνεύμα με τους ζωντανούς του νόμους, δεν είναι μια μορφή, είναι μια δύναμη.

Το γνήσιο αθλητικό ιδανικό σημαδεύει με ισχυρή προσωπική σφραγίδα, καλλιεργεί θαρραλέες πρωτοβουλίες, απομακρύνει τις σκέψεις από δαιδαλώδεις στοές και γλυκαίνει την αναμονή αυτού που ποθούμε.Η υγεία, το θάρρος, η ευγένεια της ψυχής,  η ηθικότητα, η άμιλλα, ο τολμηρός και ακλόνητος χαρακτήρας, έννοιες  που καλλιεργεί ο αθλητισμός στον πολιτισμένο άνθρωπο του σήμερα, κληροδοτήθηκαν από την πολύτιμη παρακαταθήκη των αρχαίων προγόνων μας χιλιάδες χρόνια πριν ως κτήμα των γνώσεών τους για την αθάνατη αθλητική ιδέα που τόσο αγάπησαν και καλλιέργησαν.

Ο Ελληνικός λαός συγκέντρωνε όλα εκείνα τα προσόντα που ήταν απαραίτητα για να εξελιχθούν, όπως εξελίχθηκαν, οι αθλητικοί αγώνες. Η φυλή μας ήταν αυτή που γέννησε και καθιέρωσε  το γνήσιο αθλητικό πνεύμα. Λαός από την φύση του ελεύθερος, γεμάτος ζωή και συναίσθημα, ένοιωθε ιδιαίτερη ευχαρίστηση να γυμνάζεται, να αγωνίζεται και να πρωτεύει. Πολλοί σύγχρονοι λαοί δεν κατόρθωσαν να ενστερνιστούν την ιδέα του αγνού αθλητικού πνεύματος όπως έκανε η Ελλάδα στην Ολυμπία, τη μητέρα των χρυσοστέφανων άθλων, τη δέσποινα της αλήθειας (Πίνδαρος, Ολ. Η’,1-3) που γέννησε την Ολυμπιακή ιδέα, τον Ολυμπισμό. Μια ιδέα ποτισμένη απ’ τα νάματα της ελληνικής γης και τα τραγούδια της. Μια ιδέα με βαθιές και ακλόνητες ρίζες στη ψυχή των Ελλήνων που θα θερμαίνει για πάντα τους σκοπούς κάθε ωραίου, κάθε μεγάλου. Μια ιδέα πηγή κάλλους, μεγάλων γνώσεων, αρετής και σοφίας.

Το αθλητικό πνεύμα που πηγάζει από το γνήσιο αρχαίο ολυμπιακό πνεύμα, το πνεύμα των ολυμπιακών αγώνων, είναι ένα πνεύμα ελεύθερο και απαλλαγμένο από εθνικές, πολιτικές, οικονομικές και άλλες δεσμεύσεις. Υπηρετεί ένα λογικό και σοφό ειρηνικό διεθνισμό και εξυπηρετεί μια κοινωνική ειρήνη σε διεθνή κλίμακα. Για τον ολυμπισμό αρχή, τέλος και σκοπός είναι αποκλειστικά ο τέλειος άνθρωπος καθιστώντας έτσι τον αθλητισμό φαινόμενο  ζωής και πολιτισμού.
Το αθλητικό πνεύμα μέσα από την ιστορία της Ελλάδας διαμορφώθηκε σταδιακά από “φιλοθεάμων” στην Κρητομυκηναϊκή εποχή (2200-1200 π.Χ), σε “ηρωικό” στην Ομηρική εποχή (1200-776 π.Χ).
Στην Κρήτη φυτρώνει η αθλητική ρίζα, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε ότι ο Δίας από την Κρήτη ήλθε στην Ολυμπία και αρχίζει το προϊστορικό – ιστορικό φαινόμενο των Ολυμπιάδων. Η Κρήτη είναι η πρώτη αθλομάνα όπως υποστηρίζει και ο Πλάτων: “των γυμνασίων ήρχοντο πρώτοι μεν οι Κρήτες έπειτα Λακεδαιμόνιοι” (Πολιτεία Ε’ 452). Οι Κρήτες, οι Μυκηναίοι και οι Πελασγοί αρέσκονταν να γυμνάζονται για θρησκευτικούς και πολεμικούς λόγους και το θέαμα ήταν το πιο ουσιώδες αθλητικό γνώρισμα της εποχής εκείνης.

Τους Έλληνες της εποχής του Ομήρου ενέπνεαν και καθοδηγούσαν τρία ιδεώδη: η φιλοπρωτεία “Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμειναι άλλων” (Ιλ. Γ’ 783), η προγονολατρεία “Μηδέ γένος πατέρων αισχυνέμειν” (Ιλ. Ζ’ 208) και η φιλοπατρία “Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρις” (Ιλ. Μ’ 243). Από αυτή την  ιδανική τριλογία που αποτελούσε την έννοια της ηρωικής αντίληψης στον Όμηρο προήλθαν οι πέντε αρετές των ομηρικών ηρώων: η ανδρεία, το κάλλος, η αλκή, η σύνεση και η ευγένεια. Όλη η αθλητική αγωγή των ελληνικών φυλών των Ομηρικών χρόνων, είχε σκοπό την ανάπτυξη των σωματικών και ψυχικών πολεμικών αρετών για την εξυπηρέτηση του ηρωικού πνεύματος, το οποίο βοηθούσε στην αντιμετώπιση των σκληρών συνθηκών της τότε ζωής και των πολεμικών αναγκών της πολιτείας.

Ακολούθησε ο Ολυμπιακός «σωματικός» πολιτισμός που είχε ως βάση την αγωνιστική, ιδεώδες την καλοκαγαθία, ανεπτύχθη τον 4ο και 5ο π.Χ. αιώνα. Η περίοδος αυτή αρχίζει με την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων και αποτελεί συνέχεια της ομηρικής με διάφορες προσθήκες ή αλλαγές στο αγωνιστικό πρόγραμμα και πνεύμα. Αναλαμβάνει τώρα η πολιτεία τον αθλητισμό και τον κάνει κρατική υπόθεση τρέφοντας τους πολίτες γύρω από τον νέο ανθρώπινο τύπο, “ο καλός καγαθός”.Την περίοδο αυτή η άθληση θεωρείτο καλλιτεχνία την οποία καθηγίαζε η θρησκεία, οι δε αγώνες αποτελούσαν μέρος της θρησκείας του θεού πλάϊ στο ιερό του οποίου τελούνταν. Οι ελληνικές πολιτείες παράλληλα με τον πολιτισμό που είχε αναπτυχθεί βρήκαν ευκαιρίες για μια ομαδική συνεργασία των πολιτών. Ανέπτυξαν χάρη της γενικής υγείας, ψυχαγωγίας και αγωγής τις σωματικές ασκήσεις με πνεύμα ομαδικότητας και τις συνέδεσαν με την θρησκεία οργανώνοντας “ιερές ημέρες” και γιορτές.

Εκεί η άμιλλα και ο έρωτας του συναγωνισμού βρήκαν ιδανικό πεδίο ανάπτυξης. Η αγωνιστική, η όρχηση, η μουσική καλλιεργούνταν με αγωνιστικό πνεύμα ελέγχου και υπεροχής.Εκεί στον ιερό χώρο της αιώνιας γαλήνης συνέβη χρόνο με το χρόνο ένα γεγονός αποφασιστικής σημασίας για τον άνθρωπο.Εκεί φανερώθηκε και πραγματοποιήθηκε το πνεύμα του Ολυμπισμού, ένα υπέροχο κοινωνικό ανθρωπιστικό πνεύμα. Ο άγριος πόλεμος έγινε ειρήνη και ιερός αγώνας. Η έχθρα μεταμορφώθηκε σε ευγενική άμιλλα. Ο άνθρωπος θεμελίωσε την κοινωνία του και δημιούργησε τον πολιτισμό του.

Έτσι Ολυμπισμός και Ελληνισμός δημιούργησαν τον ανθρωπισμό. Η μεταβολή αυτή άλλαξε ολοκληρωτικά την κατεύθυνση της πορείας του ανθρώπου στο δρόμο της ζωής του. Η ειρήνη, (εκεχειρία), συμφιλίωση, συναδέλφωση, άμιλλα, τιμιότητα, ανιδιοτέλεια, δικαιοσύνη, τόλμη ψυχής, ηθικότητα, ιπποτισμός και καλοκαγαθία τα γνωρίσματα του Ολυμπισμού.Ο 6ος π.Χ. αιώνας ονομάστηκε “αιώνας της δύναμης”, ο 5ος π.Χ. “αιώνας δύναμης και κάλλους” χάρη στη βελτίωση που πέτυχαν οι Έλληνες στην κοινωνική ζωή τους, την οργανωμένη αγωγή των εφήβων και την αύξηση της σπουδαιότητας των γυμναστικών ιδρυμάτων (γυμνασίων – παλαιστρών) και ο 4ος π.Χ. αιώνας της “καλοκαγαθίας”. Η ανθρώπινη τελειότητα ήταν ο βασικός σκοπός του αθλητισμού με την παράλληλη και αρμονική καλλιέργεια του σώματος και της ψυχής.

Το ελληνικό έθνος χρησιμοποίησε εντατικά τον αθλητισμό για να βελτιωθεί ποιοτικά, να ανανεωθεί, να δημιουργήσει. Ο σκοπός της αθλητικής αγωγής ήταν η ευδαιμονία της πολιτείας με τη δημιουργία “καλών και αγαθών” πολιτών.Η εμφάνιση των Ρωμαίων συντέλεσε σημαντικά στην κατάπτωση του θεσμού των Ολυμπιακών αγώνων. Οι Ρωμαίοι δεν αντιλαμβάνονταν την πραγματική έννοια των αγώνων και του πνεύματος τους και εισάγουν θεαματικές αναμνηστικές γιορτές, βάρβαρες και αιμοχαρείς συνήθειες. Η τόσο ωραία τάξη και μεγάλη σημασία των αγώνων άλλαξε χαρακτήρα και άρχισε να διαφθείρεται. Η Ρωμαϊκή κυριαρχία επέδρασε ολέθρια κατά του αθλητισμού και της γενικότερης ελληνικής αγωγής και έτσι περάσαμε στην παρακμή του μεσαίωνα (393 μ.Χ-1896 μ.Χ.) και στη κατάργηση των ολυμπιακών αγώνων από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο το 394 μ.Χ.

Με την Αναγέννηση αρχίζει να παρουσιάζεται προοδευτικά ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Η μετάβαση από τον 18ο στον 19ο αιώνα επέφερε μια ριζική αναστάτωση στην κοινωνία, η οποία με την βοήθεια του Διαφωτισμού καταργεί βίαια ή αναμορφώνει τις μέχρι χθες ιθύνουσες τάξεις και επιβάλει τα δικαιώματα του λαού.Ο νεοκλασσικισμός, η αποκάλυψη της τέχνης και το αισιόδοξο όραμα για τη ζωή όπως μας κληροδοτήθηκε από την αρχαία Ελλάδα , η αρχαιολογία με τις αξιοθαύμαστες ανακαλύψεις της ήταν τα στοιχεία της ιστορικής στιγμής για την αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων από τον Γάλλο διπλωμάτη Pierre de Coubertin στην Αθήνα το έτος 1896.
Αρχίζει έτσι η δεύτερη περίοδος των Ολυμπιάδων και της σύγχρονης αθλητικής αγωγής. Μια περίοδος που αντιμετωπίζει και αυτή τους ίδιους κινδύνους παρακμής που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν οι αρχαίοι αγώνες και το φίλαθλο πνεύμα τους.

SOURCE

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Πολύβιος Ο Θουκυδίδης της Ελληνιστικής εποχής

Ο Πολύβιος (203 π.Χ. - 120 π.Χ.) ήταν Έλληνας ιστορικός, διάσημος για το βιβλίο του Οι Ιστορίες ή Η Άνοδος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο καλύπτει λεπτομερώς την περίοδο από το 220 ως 146 π.Χ. Είναι επίσης γνωστός για τις πολιτικές του απόψεις σχετικά με την εξισορρόπηση των εξουσιών, απόψεις οι οποίες, πολύ αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν κατά τη σύνταξη του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών.

"Από τα 40 βιβλία των Ιστοριών του Πολυβίου σώθηκαν ολόκληρα τα βιβλία 1-5, εκτεταμένα αποσπάσματα από τα βιβλία 6-16 και 18, ενώ από τα βιβλία 20-39 σώζονται μικρά μόνο τμήματα, που προέρχονται από τις Εκλογές που έκανε από τους αρχαίους ο Κωνσναντίνος Ζ΄ο Πορφυρογένητος"
Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος-Εκλογαί

Προσωπικά βιώματα

Ως προσωπικός διδάσκαλος του Σκιπίωνα Αιμιλιανού του Αφρικανού, διάσημου θετού εγγονού του στρατηγού Σκιπίωνα του Αφρικανού, διατηρούσε μαζί του σχέσεις στενής προσωπικής φιλίας και παρέμεινε σύμβουλος του ηγέτη που κατανίκησε τους Καρχηδονίους κατά τον Γ' Καρχηδονιακό Πόλεμο. Τελικά, ο νεότερος Σκιπίων ήταν αυτός που άλωσε και κατέστρεψε την Καρχηδόνα το 146 π.Χ.

Ο Πολύβιος γεννήθηκε και ανετράφη στην αχαϊκή πόλη της Μεγαλοπόλεως. Ήταν μέλος της ελληνικής άρχουσας τάξης, και λόγω της ιδιότητός του αυτής είχε την ευκαιρία να αποκτήσει άμεσα βαθειά γνώση των πολιτικών και στρατιωτικών ζητημάτων. Η πολιτική του σταδιοδρομία αφιερώθηκε, κατά ένα μεγάλο μέρος της, στη διατήρηση της ανεξαρτησίας της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Ο πατέρας του, Λυκόρτας, ήταν βασικός υπέρμαχος της πολιτικής ουδετερότητας κατά τον πόλεμο των Ρωμαίων ενάντια στον Περσέα της Μακεδονίας. Επειδή, όμως, θεωρήθηκε ύποπτος από τους Ρωμαίους, ο γιος του Πολύβιος ήταν μεταξύ των 1.000 Αχαιών ευγενών οι οποίοι μεταφέρθηκαν στη Ρώμη το 168 π.Χ. ως όμηροι, και παρέμειναν εκεί επί δεκαεπτά έτη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη, και λόγω της υψηλής του μορφώσεως και παιδείας, ο Πολύβιος ήταν ευπρόσδεκτος στα σπίτια των πλέον διακεκριμένων οικογενειών της Ρώμης, ιδιαίτερα δε στου Αιμιλίου Παύλου, του κατακτητή του Τρίτου Μακεδονικού Πολέμου, ο οποίος και του εμπιστεύθηκε τη διαπαιδαγώγηση των γιων του: του Φάβιου και του νεωτέρου Σκιπίωνος. Μετά την απελευθέρωση των Αχαιών ομήρων το 150 π.Χ., επετράπη στον Πολύβιο να επιστρέψει στην πόλη του, αλλά την αμέσως επόμενη χρονιά συνόδευσε το φίλο του Σκιπίωνα στην Αφρική και ήταν παρών κατά την πτώση της Καρχηδόνας, την οποία και περιέγραψε. Πιθανολογείται πως, μετά την καταστροφή της Καρχηδόνας, περιόδευσε προς τις Δυτικές ακτές της Αφρικής καθώς και την Ισπανία.

Μετά την καταστροφή της Κορίνθου το ίδιο έτος, ο Πολύβιος επέστρεψε στην Ελλάδα και χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις του με σημαίνοντες Ρωμαίους για να αποφορτίσει την πολιτική κατάσταση. Επιφορτίσθηκε με το δύσκολο έργο της οργανώσεως μίας νέας μορφής διακυβερνήσεως για τις ελληνικές πόλεις, και στη θέση αυτή έχαιρε υψηλοτάτης αναγνωρίσεως.

Φαίνεται πως τα επόμενα χρόνια τα περνά στη Ρώμη, όπου ασχολείται κυρίως με την ολοκλήρωση της ιστοριογραφίας του, κάνοντας περιστασιακά μακρινά ταξίδια σε διάφορες χώρες της Μεσογείου, για να βελτιώσει το ιστορικό του έργο, με ειδικότερο σκοπό τη αποκόμιση γνώσεων από «πρώτο χέρι» γύρω από τις ιστορικές τοποθεσίες. Επίσης, φαίνεται πως επεδίωξε και κατάφερε να πάρει συνεντεύξεις από παλαιμάχους, προκειμένου να διευκρινισθούν οι λεπτομέρειες των γεγονότων τα οποία περιέγραφε, ενώ, για τον ίδιο σκοπό, του δόθηκε και πρόσβαση σε αρχειακό υλικό.

Αναφορικά με τα μετέπειτα χρόνια του Πολυβίου, ελάχιστα μας είναι γνωστά. Το πιθανότερο είναι πως συνόδευσε το Σκιπίωνα στην Ισπανία με την ιδιότητα του στρατιωτικού συμβούλου κατά τη διάρκεια του Νομαντίνου Πολέμου, έναν πόλεμο τον οποίο αργότερα περιέγραψε σε μια μονογραφία που όμως σήμερα δε σώζεται. Επειδή διασώζονται στην Ελλάδα πολλές επιγραφές και αγάλματά του, πιθανολογείται ότι αργότερα ο Πολύβιος επέστρεψε εκ νέου στην Ελλάδα. Αναφέρεται πως πέθανε το 118 π.Χ. πέφτοντας από το άλογό του, αν και το περιστατικό αυτό αναφέρεται μόνο σε μία πηγή και μάλιστα αμφισβητούμενης αξιοπιστίας.

Ως Ιστορικός

Ο Πολύβιος συνέγραψε πολλά έργα, τα οποία στην πλειονότητά τους δε διασώζονται σήμερα. Το πρώτο του έργο ήταν η βιογραφία του Έλληνα πολιτικού Φιλοποίμενος, το οποίο ερανίσθηκε ως πηγή ο Πλούταρχος. Η βιογραφία αυτή δεν έχει διασωθεί. Επιπρόσθετα, έγραψε μια πιθανότατα εκτεταμένη πραγματεία «Περί Τακτικής», στην οποία περιγράφονταν λεπτομερώς οι στρατιωτικές τακτικές Ρωμαίων και Ελλήνων. Μικρά τμήματα αυτού του έργου διασώζονται στο εκτενέστερο έργο του «Ιστορίες», αλλά το καθεαυτό κείμενο της «Τακτικής» έχει χαθεί. Επίσης, έχει χαθεί και μια ιστορική μονογραφία σχετικά με τα γεγονότα του Νομαντίνου πολέμου. Το εκτενέστερο έργο του, είναι οι «Ιστορίες» ή «Η Άνοδος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», το οποίο διασώζεται σχεδόν ολόκληρο, με μερικά μόνο βιβλία και αποσπάσματα να λείπουν.

Ο Τίτος Λίβιος αναφέρεται στον Πολύβιο και τον χρησιμοποιεί ως πηγή στο αφήγημά του. Ο Πολύβιος είναι ένας από τους πρώτους ιστορικούς οι οποίοι παρουσίασαν την Ιστορία ως μία αλληλουχία αιτιών και αποτελεσμάτων, βασιζόμενη σε μια προσεκτική εξέταση της παραδόσεως και υποκείμενη σε έντονη κριτική. Διηγήθηκε την Ιστορία βάσει των όσων είχε ο ίδιος δει και είχε αποκομίσει από την επικοινωνία του με αυτόπτες μάρτυρες και συμμετέχοντες στα δρώμενα. Σε μια κλασική ιστορία ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο Πολύβιος τα συλλαμβάνει όλα: τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, τη διπροσωπία της πολιτικής, τις φρικτές μάχες, τη βιαιότητα κ.ά., μαζί όμως με την πίστη, τον ηρωισμό, την ανδρεία, τη νοημοσύνη, την λογική και την ευφυΐα. Με το μάτι του στραμμένο στη λεπτομέρεια και με χαρακτηριστικό, αυστηρά αιτιολογημένο ύφος, ο Πολύβιος παρείχε μια συνολική θεώρηση της ιστορίας παρά μια απλή χρονολογική καταγραφή περιστατικών.

Ο Πολύβιος θεωρείται από ορισμένους ερευνητές ως διάδοχος του Θουκυδίδη από άποψη αντικειμενικότητας και κριτικής σκέψης στο έργο του, και προπάτορας της αυστηρής ακαδημαϊκής ιστορικής έρευνας, υπό τη σύγχρονη επιστημονική της έννοια. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το έργο του παρουσιάζει την πορεία των περιστατικών με καθαρότητα, οξυδέρκεια και υγιή κρίση, τις περιστάσεις εκείνες οι οποίες επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα, φωτίζοντας ιδιαίτερα τις διαφορετικές γεωγραφικές παραμέτρους. Δικαίως, επομένως, μπορεί να συγκαταλεγεί ανάμεσα στα μεγαλύτερα έργα της ιστοριογραφίας κατά την αρχαιότητα. Ο συγγραφέας του λογοτεχνικού εγχειριδίου «Oxford Companion to Classical Literature» (1937) τον επαινεί για «τη σοβαρή του αφοσίωση στην αλήθεια» και τη συστηματική του αναζήτηση για την αιτία των γεγονότων.

Πρόσφατα έγινε μια πιο κριτική αξιολόγηση του έργου του Πολυβίου. Κατά την άποψη του Πίτερ Γκριν (Peter Green) στο βιβλίο του Alexander to Actium, ο Πολύβιος συχνά γίνεται μεροληπτικός προκειμένου να δικαιολογήσει τις επιλογές του πατέρα του, αλλά και τις δικές του. Παρεκκλίνει του δρόμου του, παρουσιάζοντας με μελανά χρώματα τον Αχαιό πολιτικό Καλλικράτη, αφήνοντας έτσι τον αναγνώστη να εννοήσει ότι ο Καλλικράτης κρύβεται πίσω από την ομηρία του στη Ρώμη. Πιο σημαντικό είναι ότι στην αρχή – ως όμηρος στη Ρώμη, στη συνέχεια υπό την προστασία του Σκιπίωνα και τελικά ως συνεργάτης των Ρωμαϊκών αρχών το 146 π.Χ. – δεν είναι ελεύθερος να εκφράσει τις αληθινές του απόψεις. Ο Γκριν εισηγείται ότι θα πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη μας το γεγονός ότι προσπαθούσε να εξηγήσει τη Ρώμη στο ελληνικό κοινό, ώστε να τους πείσει για την ανάγκη αποδοχής των Ρωμαϊκών αρχών, κάτι που ο ίδιος εκτιμούσε ως αναπόφευκτο. Εντούτοις, για τον Γκριν οι Ιστορίες του Πολυβίου παραμένουν ανεκτίμητες και αποτελούν την καλύτερη ιστορική πηγή της εποχής που καλύπτει. Ο Ρον Μέλορ (Ron Mellor), επίσης, συμφωνεί με την άποψη ότι ο Πολύβιος μεροληπτεί, όταν από πίστη στο Σκιπίωνα, κατασπίλωσε τους αντιπάλους του Σκιπίωνα (τους ιστορικούς της αρχαίας Ρώμης).

Στο έργο του Οι Ιστορίες, ο Πολύβιος εισήγαγε μερικές θεωρίες. Σε αυτό, μεταξύ άλλων, εξηγεί τη θεωρία της ανακύκλωσης ή αλλιώς τον κύκλο της κυβέρνησης, μια ιδέα που είχε προηγουμένως εξετάσει ο Πλάτωνας.

 Κρυπτογραφία

Στον Πολύβιο αποδίδεται ένα χρήσιμο στην τηλεγραφία εργαλείο, το οποίο επιτρέπει την κωδικοποιημένη αποστολή γραμμάτων με τη χρήση ενός αριθμητικού συστήματος. Στην ιδέα αυτή επίσης στηρίζονται η κρυπτογραφία και η στενογραφία. Το εργαλείο αυτό είναι γνωστό ως το «Τετράγωνο του Πολυβίου». Πρόκειται για ένα τετράγωνο 5Χ5, διαιρεμένο σε 25 μικρότερα ίσα τετραγωνάκια, όπου τοποθετούνται με τη σειρά οι χαρακτήρες της αλφαβήτου, από αριστερά προς τα δεξιά και από τα πάνω προς τα κάτω (στο σύγχρονο λατινικό αλφάβητο των 26 χαρακτήρων, τα γράμματα «Ι» και «J» συνδυάζονται). Στη συνέχεια, οι σειρές και οι στήλες αριθμούνται οριζοντίως και καθέτως, συνήθως με τους αριθμούς από 1 έως 5. Έτσι, οι κάθε ζεύγος 2 αριθμών (συντεταγμένες) αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο γράμμα και με τον τρόπο αυτό μπορεί να συνταχθεί, κρυπτογραφικά, ολόκληρη επιστολή.
 
Επιρροή

Ο Πολύβιος δεν εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους συγχρόνους του, για τους οποίους η έλλειψη υψηλού Αττικού ύφους αποτελούσε ελάττωμα. Οι Ρωμαίοι συγγραφείς της ιδίας περιόδου, ειδικά ο Τίτος Λίβιος και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, υιοθέτησαν μεγάλο μέρος του υλικού του Πολυβίου για δική τους χρήση και συνέχισαν, σε μεγάλο βαθμό, το έργο του. Καθώς όμως παγιωνόταν η ρωμαϊκή κατοχή στην Ευρώπη, η δημοτικότητα του Πολυβίου άρχισε να μειώνεται. Ο Τάκιτος Πόπλιος Κορνήλιος (50 -120 μ.Χ.) κάγχασε με τις απόψεις του Πολυβίου περί ενός ιδανικού μικτού Συντάγματος, ενώ οι τότε αυτοκρατορικοί συγγραφείς τον αγνοούσαν. Το έργο του διατηρήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αν και παραμορφωμένο, μέσα σε αποσπάσματα πολιτικής θεωρίας και διοίκησης.

Ωστόσο, χρειάσθηκε να έλθει η Αναγέννηση για να επανέλθει το έργο του Πολυβίου στην επιφάνεια και μάλιστα σε αποσπασματική μορφή. Το έργο του πρώτα έκανε την επανεμφάνισή του στη Φλωρεντία. Ο Πολύβιος απέκτησε «ρεύμα» στην Ιταλία, και αν και οι πτωχές λατινικές μεταφράσεις εμπόδισαν την ανάπτυξη λογίων κειμένων πάνω στο έργο του, συνέβαλε στην εκεί ιστορική και πολιτική συζήτηση. Όταν ο Μακιαβέλι έγραψε τις «Ομιλίες» του, φαίνεται πως ήδη γνώριζε το έργο του Πολυβίου. Οι μεταφράσεις σε γλώσσα καθομιλουμένη, στα γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και αγγλικά, εμφανίσθηκαν αρχικά το 14ο αιώνα. Παρομοίως, προς τα τέλη του 16ου αιώνα, ο Πολύβιος βρίσκει ακόμα μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό ανάμεσα στα μέλη του μορφωμένου κόσμου της εποχής. Η μελέτη της αλληλογραφίας ατόμων όπως ο Κασωμπόν, ο Ζακ Ογκύστ ντε Του, ο Ουΐλιαμ Κάμντεν και ο Σαρπι φανερώνουν το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, για το έργο και τις ιδέες του Πολυβίου. Παρά την ύπαρξη τυπωμένων εκδόσεων στην καθομιλουμένη και το αυξανόμενο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, ο Πολύβιος δεν παρέμεινε «ιστορικός για τους ιστορικούς», εφ όσον δε διαβάσθηκε ιδιαίτερα από το ευρύ κοινό. Από τις εκδόσεις του έργου του σε καθομιλουμένη γλώσσα σώζονται κάποιες ελάχιστες – 7 στα γαλλικά, 5 στα αγγλικά και 5 στα ιταλικά.

Οι πολιτικές πεποιθήσεις του Πολυβίου αποτέλεσαν διαρκή πηγή έλξης των δημοκρατικών φιλοσόφων, από τον Κικέρωνα και τον Μοντεσκιέ έως τους ιδρυτές πατέρες των Ηνωμένων Πολιτειών. Από την εποχή του Διαφωτισμού και μετά, ο Πολύβιος είλκυε περισσότερο τους ενδιαφερόμενους για θέματα της Ελλάδας της Ελληνιστικής εποχής και της πρώιμης Δημοκρατικής Ρώμης, ενώ τα πολιτικά και στρατιωτικά του συγγράμματα έχασαν την επιρροή τους στον ακαδημαϊκό κόσμο. Πιο πρόσφατα, μετά από συστηματική μελέτη των ελληνικών κειμένων του Πολυβίου, αλλά και της διαχρονικής τεχνικής του, έχει αυξηθεί η ακαδημαϊκή κατανόηση και η εκτίμηση για το έργο του ως ιστορικού.

Σύμφωνα με τον Έντουαρντ Ταφτ, ο Πολύβιος αποτέλεσε σημαντική πηγή για τον Τσαρλς Τζόζεφ Μάιναρντ (Charles Joseph Minard) όταν αποτύπωνε σε μορφή γραφήματος τη χερσαία πορεία του Αννίβα στην Ιταλία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Καρχηδονιακού Πολέμου.