Οι Ερινύες στην Ελληνική μυθολογία ήταν μυθικές χθόνιες θεότητες που κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων. Επίσης είναι γνωστές και ως Ευμενίδες, δίνοντάς έτσι το όνομά τους στην τρίτη τραγωδία της τριλογίας Oρέστειας του Αισχύλου. Στη συγκεκριμένη τραγωδία, κατατρέχουν τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, για το φόνο της μητέρας του.
Λέγεται κατά μεν τον Ησίοδο (βλ. Θεογονία στ.178-185) ότι οι Ερινύες γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού, προκειμένου να εκδικηθεί ο ίδιος τον ευνουχισμό του από τον ίδιο του το γιο τον Κρόνο, κατά δε τον Αισχύλο ότι αυτές ήταν κόρες της Νύκτας και κατά τον Σοφοκλή κόρες της Γης και του Σκότους, ενώ ακολουθούν και άλλες γνώμες.
Ο αριθμός τους δεν είναι ακριβής, ο Όμηρος δεν γνωρίζει αριθμό αυτών, ο Αισχύλος εισάγει ολόκληρο χορό Ερινύων, αντίθετα ο Ευριπίδης σ΄ ένα δράμα του αναφέρει τρεις, με ονόματα που έδωσαν μεταγενέστεροι όπως ο Βιργίλιος που επίσης αναγνωρίζει τρεις:
την Αληκτώ (ανθρωπομορφισμός της οργής και μανίας),
την Μέγαιρα (ανθρωπομορφισμός του μίσους και του φθόνου) και
την Τισιφόνη (ανθρωπομορφισμός της εκδίκησης φόνου).
Τα κεφάλια των Ερινύων ήταν τυλιγμένα με φίδια, εικόνα που θυμίζει τη μέδουσα Γοργώ, και γενικότερα όλη η εμφάνισή τους ήταν φρικιαστική και απωθητική. Συνήθως απεικονίζονται με αστραφτερό βλέμμα μαύρες στην όψη, αποπνέουσες καταστρεπτικό πυρ αλλά και με φτερά φέρουσες μαύρες εσθήτες.
Κατοικία τους είχαν τον κάτω κόσμο του Άδη απ΄ όπου και αναλάμβαναν την εκτέλεση των ποινών που έθεταν οι κριτές του Άδη και της Δίκης στους ανθρώπους, ακόμα και πέραν του τάφου τους γι αυτό επί των φονέων αποκαλούνταν ως θεότητες "Επίκουροι της Δίκης". Στα χέρια τους έφεραν συνήθως αναμμένες δάδες για να διαλύουν τα σκότη που ευνοούσαν ή κάλυπταν τα διαπραχθέντα εγκλήματα καθώς και μαστίγιο φιδοφόρο ως όπλο κατά των δραστών. Στη μέση τους έφεραν ζώνη δίνοντας την όψη Μαινάδων και γι αυτό επίσης ονομάζονταν και "Βάκχες τoυ Άδη".
Από τις πιο γνωστές καταδιώξεις των Ερινύων αναφέρεται εκείνη κατά του μητροκτόνου Ορέστη που ερχόμενος στην Αθήνα δικάστηκε από τον Άρειο Πάγο ως φονεύς έχοντας συνήγορό του τον θεό Απόλλωνα, ενώ η θεά Αθηνά προεδρεύει των δικαστών.
Στην ισοψηφία που ακολούθησε η Αθηνά έδωσε την ψήφο της υπέρ της αθώωσης του ήρωα. Τότε αναφέρεται πως οι Ερινύες οργίστηκαν και κατά της Αθηνάς και κατά της πόλεως και που για να τις εξευμενίσουν οι Αθηναίοι ίδρυσαν "Ιερό Ευμενίδων" πλησίον του Αρείου Πάγου, τις δε δίκες περί φόνου να τις εκδικάζει ο Βασιλεύς. Αλλά στην αρχαία Αθήνα υπήρχε και άλλο ιερό για τις Ερινύες που βρισκόταν στο "Ίππιο Κολωνό", εκεί ερχόμενος ο τυφλός Οιδίπους εύρε τον ποθούμενο θάνατο. Επίσης στο δήμο «Φλύα» υπήρχε μεταξύ των άλλων βωμών και εκείνος προς τιμή των "Σεμνών θεών".
Σημειώσεις:
Η παραπάνω δίκη του Ορέστη αποτέλεσε και την υπόθεση του δράματος «Ευμενίδες» που με τον «Αγαμέμνονα» και τις «Χοηφόρες» συγκροτούσαν τη περίφημη τριλογία του Αισχύλου με το όνομα "Ορέστεια". Βέβαια με αφορμή την υπόθεση αυτή ο μεγάλος τραγικός εξαίρει το τότε δικαστήριο του Αρείου Πάγου χαρακτηρίζοντας με τις φράσεις του ως: "άθικτο κερδών", "εγρήγορο" (άγρυπνο), "φούρημα της χώρας", "σεμνότατο", κ.ά. κάτι που συνηθίζεται μέχρι και σήμερα προκειμένου οι αποφάσεις κατά κατηγορουμένων να τύχουν ευμενείς (Ευμενίδες).
Στην Μακεδονία υπήρχαν παρόμοιες θεότητες που τις ονόμαζαν Αραντίδες