Με τις πρώτες εκδηλώσεις ζωής επί της
γης βρίσκουμε και αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες ασθενειών. Η ασθένεια πάντοτε
συνόδευε τη ζωή. Σκηνές χαραγμένες σε τοίχους σπηλαίων, σε βράχους, ο τρόπος
ταφής των νεκρών κ.ά. αποτελούν μαρτυρίες για τον τρόπο αντιμετώπισης των
ασθενειών.
Η
αναζήτηση των φαρμάκων άρχισε από το περιβάλλον. Όπως και τα ζώα, ο πρωτόγονος
άνθρωπος είχε πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο αυτοπροστασίας. Σταδιακά κυριάρχησε
η παρατήρηση και ο συσχετισμός των θεραπευτικών μέσων με συγκεκριμμένες
ασθένειες. Αναμφίβολα και η τύχη βοήθησε στην ανακάλυψη των φαρμάκων.
Θεωρώντας
την θεραπευτική των πρωτογόνων σαν μια ενότητα, που διήρκεσε εκατοντάδες αιώνες
πιστεύεται ότι αρχικά ήταν ενστικτώδης και εμπειρική, έπειτα έγινε δαιμονιακή
και ανιμιστική και στην τελευταία φάση της υπήρξε μαγική και θεοκρατική.
Θρησκεία και θεραπευτική συνδέθηκαν άρρηκτα σ΄ αυτή την τρίτη φάση και ήταν
αποκλειστικά κτήμα των ιερέων. Η άγνοια και η φαντασία καλλιεργούμενη από τις
εκάστοτε θρησκευτικές αντιλήψεις γέννησε τον φόβο και δημιούργησε την μαγική
και συμπτωματική θεραπευτική. Για χιλιάδες χρόνια, η φαρμακευτική χρήση των φυτών
περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία πληγών και τραυμάτων, αφού όλες
οι μη τραυματικές παθήσεις αποδίδονταν στις πράξεις των θεών. Ταυτόχρονα πιστευόταν ότι, αφού τα φυτά ήταν
δώρα των θεών, το σχήμα των φύλλων, των καρπών ή των ριζών τους ήταν ενδεικτικά
του οργάνου του ανθρωπίνου σώματος, που μπορούσαν να θεραπεύσουν, π.χ. θεωρείτο
αποτελεσματικό για τις πληγές από τρυπήματα το υπερικό (Hypericum perforatum L.), διότι τα φύλλα του είναι
διάτρητα.
Η θεοκρατική αντίληψη για την θεραπευτική υπήρχε
σε όλους τους αρχαίους λαούς, ακόμη και στους αρχαίους Έλληνες την
προϊπποκρατική περίοδο.
Η
θεραπευτική των αρχαίων Ελλήνων εξελίχθηκε σε τρείς περιόδους:
Ι. Προϊπποκρατική περίοδο (3000 π.Χ.-5ο
αιώνα π. Χ.): κατά τους τελευταίους αιώνες παρατηρείται μια αλλαγή θεώρησης της
θεραπευτικής και οι θεοκρατικές απόψεις αντικαθίστανται από φιλοσοφικές
αντιλήψεις.
ΙΙ. Ιπποκρατική (5ος-3ος
πΧ. αιών): συμπίπτει με το απόγειο του ελληνικού πολιτισμού
ΙΙΙ. Αλεξανδρινή ή ελληνιστική (3ος
π Χ. αιών – 641 μ. Χ.). Σ’ αυτήν εντάσσεται και η ελληνο-ρωμαϊκή περίοδος (146 π. Χ., που υποτάχθηκε η Ελλάδα στους
Ρωμαίους έως το 395 μ. Χ., που χωρίστηκε το ρωμαϊκό κράτος σε δυτικό και
ανατολικό).
Για τη προϊπποκρατική περίοδο δεν υπάρχουν
πολλές συστηματικές μαρτυρίες, αλλά περιοριζόμαστε σε έμμεσες πληροφορίες από
επιγραφές, αναθηματικές πλάκες και από μη ιατρικά έργα, όπως τα Ομηρικά και τα
Ορφικά έπη.
Στα
Ορφικά έπη (6ος π. Χ. αιών) αναφέρονται ο κέδρος, το ψύλλιον (Plantago psyllium- Plantaginaceae), ο κνίκος (Carthamus tinctorius- Compositae), η αγχούσα (Anchusa tinctoria L. – Boraginaceae), ο μανδραγόρας, η
ανεμώνη κ.ά.
Στη
Θεογονία του Ησίοδου (8ος π Χ. αιών) υπάρχει η πρώτη γραπτή αναφορά
για την μήκωνα. Ήδη από τους υστερομινωικούς χρόνους ήταν γνωστή η χρήση του οπίου,
όπως μαρτυρεί αγαλματίδιο, που ονομάσθηκε «η θεά των μηκώνων», δεδομένου ότι
φέρει στην κεφαλή τρεις καρφίδες ομοιώματα των κωδιών.
Στα
Ομηρικά έπη αναφέρονται αρκετά φυτά, όμως με ατελείς περιγραφές επειδή
πιθανότατα ο Όμηρος ήταν τυφλός. Τα «ανδροφόνα ή θυμοφθόρα φάρμακα» ήταν
δηλητηριώδη βότανα με τα οποία επάλειφαν τα βέλη ή δηλητηρίαζαν την τροφή. Τα
«ήπια ή οδυνήφατα φάρμακα» ήταν τα παυσίπονα. Τα «λυγρά ή κακά φάρμακα» ήταν
αυτά, που προκαλούσαν αμνησία. Πρόκειται για δρόγες με αντιχολινεργική δράση
και εντονότατη ψυχοπληγική επίδραση. ΄Όπως φαίνεται, οι αρχαίοι Έλληνες ήδη από
την προκλασσική εποχή γνώριζαν την επίδραση επί του ψυχισμού φυτών με
αντιχολινεργικά αλκαλοειδή (πχ. τα Σολανώδη: Datura
stramonium, Atropa belladonna, Hyoscyamus niger), τα οποία προκαλούν αμνησία και παραλήρημα.
Στην ραψωδία κ΄ της Οδύσσειας αναφέρεται ότι η Κίρκη χρησιμοποιούσε λυγρά
φάρμακα, τα οποία έριχνε κρυφά σε ένα χυλώδες ρόφημα «τον κυκεώνα» (από
Πράμνειο οίνο, κριθάλευρο και τριμμένο τυρί αιγός), στο οποίο προσέθετε και
μέλι για να εξαλείψει την πικρή γεύση των φυτών και το προσέφερε στους
συντρόφους του Οδυσσέα.
Το μώλυ
(από το ρήμα μωλύω= αφανίζω, αδυνατίζω, παραλύω) ήταν το αντίδοτο των λυγρών
φαρμάκων (που το έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα για να αποφύγει την επίδρασή τους).
Είχε μαύρη ρίζα και γαλακτόχροα άνθη, η δε εξόρυξή του ήταν δύσκολη. Πολλές
απόψεις έχουν διατυπωθεί σχετικά με την ταυτότητα του φυτού. Κατά τον Θεόφραστο
ένα ανάλογο φυτό με το μώλυ του Ομήρου εφύετο στην Κυλλήνη, αλλά η εκρίζωσή του
ήταν εύκολη. Σύμφωνα με τον Sprengel, πρόκειται για το Allium nigrum (κρόμμυον το μέλαν), όμως αυτό έχει ρόδινα άνθη. Το μώλυ περιγράφεται και από τον
Διοσκουρίδη, ο οποίος το αναφέρει ως αλεξιφάρμακον. Ο Πλίνιος εσφαλμένα θεώρησε
το μώλυ ως μανδραγόρα. Κατά τον Matthiolus ήταν είδος
κρομμύου. Άλλοι το θεώρησαν είδος σκόροδου (Λιναίος) ή το ταύτισαν με τον
μέλανα ελλέβορο, ο οποίος έχει μαύρη ρίζα, άσπρα άνθη, εξορύσσεται δύσκολα και
φύεται στα Ασιατικά παράλια. Κατά τον καθ. Εμμανουήλ τα μορφολογικά στοιχεία,
που περιγράφει ο Όμηρος για το μώλυ προσομοιάζουν με αυτά της Frittilaria ή της Tulipa. Η πιο σωστή άποψη είναι να
αναζητηθεί η ταυτότητα του φυτού σε κάποιο αντιχολινεργικό αντίδοτο, οπότε
πρέπει να περιέχει αντιχολινεστεράση (πχ. γαλανθαμίνη, που θεραπεύει την
αντιχολινεργική δηλητηρίαση από τα αλκαλοειδή του τροπανίου και υπάρχει σε
υψηλά ποσοστά στο Galanthus nivalis).
Ένα άλλο
φυτό, που αναφέρεται στην δ΄ ραψωδία της Οδύσσειας είναι το νηπενθές, το οποίο
αφενός είχε έντονη φαρμακοδυναμική δράση σε συνέργεια με το κρασί και αφετέρου
ήταν κατευναστικόν και παυσίλυπον. Περιγράφεται ως φάρμακο, που καταργούσε την
συνειδησιακή επαφή προς τα εξωτερικά ερεθίσματα, καθώς και την μνημονική
ανάπλαση των γεγονότων, δεν προκαλούσε όμως σύγχυση και ελάττωση της αντιλήψεως
των ερεθισμάτων. Επομένως, είχε καταπραϋντική επίδραση επί ορισμένων
σχηματισμών του ρινεγκεφαλικού συστήματος, συντελώντας στη μείωση των
κατεχολαμινών και της ακετυλοχολίνης και στην αύξηση της σεροτονίνης,
προκαλώντας αμνησία. Η ταυτότητα του φυτού, όπως και για το μώλυ, μέχρι σήμερα
δεν είναι σαφώς γνωστή. Ο Θεόφραστος ταυτίζει το νηπενθές του Ομήρου με το
χαιρώνειον. Κατά τον Πλίνιο ήταν το
ελένιο (Inula helenium L.). O Πλούταρχος και ο Γαληνός το ταυτίζουν με το
βούγλωσσο (Anchusa italica
Retz.). Ορισμένοι το ταύτισαν με τον μανδραγόρα, άλλοι με την ινδική
κάνναβι και τέλος με το όπιο.
Επίσης,
στον Όμηρο αναφέρεται ένα είδος γάζας η ονομαζόμενη σφενδόνη από καλοστριμμένο
μαλλί προβάτου, με την οποία περιέδεναν τα τραύματα. Η σφενδόνη-επίδεσμος
αναφέρεται αργότερα και από τον Ιπποκράτη και από τον Γαληνό.
Προς το
τέλος της προϊπποκρατικής περιόδου, η θεραπευτική έπαυσε να έχει ερμητικό
χαρακτήρα και να ασκείται μόνο από τους ιερείς, αλλά και οι φιλόσοφοι
ασχολήθηκαν με την θεραπευτική, οι οποίοι όμως περιέπιπταν σε διάφορες άσκοπες
θεωρίες. Έτσι εμφανίσθηκαν οι φιλόσοφοι-ιατροί.
Σύμφωνα
με τον Ηρόδοτο υπήρχαν ιατρικές Σχολές και πριν από την ιπποκρατική περίοδο
(Κυρήνης, Ρόδου, Κρότωνα, Κνίδου κ.ά), όπου οι Ασκληπιάδες δίδασκαν μυστικώς
στους απογόνους τους την ιατρική, αλλά σταδιακά την μάθαιναν και ξένοι. Η
θεραπευτική διδάσκετο, επίσης, από τους περιοδευτές, που ήταν πλανώδιοι
θεραπευτές και από τους ιατροσοφιστές, που δεν ήταν ιατροί, αλλά σοφιστές και
εκμεταλλευόταν την αμάθεια και την ευπιστία. Ακόμη υπήρχαν οι στρατιωτικοί
ιατροί, οι αλειπτές ή μειγματοπώλες, που εμπορεύοντο φάρμακα, δηλητήρια,
καλλυντικά κλπ., οι φαρμακείς ή φαρμακίδες, γυναίκες, που ασχολούντο με τη
συλλογή βοτάνων, οι μυροπώλες, που πωλούσαν μύρα, αλοιφές, θυμιάματα κλπ και οι
μαιές, γυναίκες καταγόμενες συνήθως από τη Φρυγία και την Θεσσαλία, που εκτός
των άλλων ασχολούντο με τα εκτρωτικά φάρμακα.
Ο
Ιπποκράτης (460 π. Χ. – 377 ή 356 π. Χ.) έζησε την περίοδο, που μεσουράνησε ο
ελληνικός πολιτισμός και χάρις στο έργο του η θεραπευτική απέκτησε δική της
υπόσταση ως ανεξάρτητη επιστήμη. Η παρατηρητικότητά του και η κρίση του τον
ανέδειξαν στον σπουδαιότερο ιατρό της αρχαιότητας. Με τον όρο Ιπποκρατική
Ιατρική δηλώνεται όχι μόνο η ιατρική του Ιπποκράτη, αλλά και των μαθητών και
των οπαδών του, που εργάστηκαν εμπνευσμένοι από το παράδειγμα και την
διδασκαλία του. Απομάκρυνε την θεραπευτική από την μαγεία και την δεισιδαιμονία
και την στήριξε στην άμεση παρατήρηση και το πείραμα.
Στο έργο
του Ιπποκράτη αριθμούνται 336 δρόγες χωρίς περιγραφή, πιθανόν διότι τα θεωρούσε
γνωστά από τους ριζοτόμους.
Πίν. 1.
Φαρμακολογική κατάταξη των δρογών στο έργο του Ιπποκράτη
Ιατρικά καθαρτικά
|
μέλας ελλέβορος (Helleborus officinalis), λευκός ελλέβορος (Veratrum album), ευφόρβιες: τιθύμαλλος
(Euphorbia characias L.), ιπποφαές (E. spinosa L.), πέπλος (E. peplus L.),
κυπαρυσσία (E. cyparissias L.), σίλφιο (Ferula assa- foetida L.),
κνέστρον (Daphne gnidium), κνέωρον, κνίκος (Carthamus tinctorius L.),
κολοκυνθίς αγρία (Citrullis colocynthis L.) κλπ.
|
Διαιτητικά καθαρτικά
|
Λινόζωστις (Merculialis annua L.), κράμβη (Brassica oleracea L.),
σκόροδο, πράσο, κρόμμυο, σέλινο, γλήχων (Mentha pulegium), ορίγανον,
καλαμίνθη, θύμβρα, θύμος, εύζωμον (Eruca sativa L.),
σκολοπένδριον (Asplenium ceterach L.) κλπ
|
Ανθελμινθικά
|
Άγνος (Vitex agnus-castus L.), κεδρέλαιο, κρόμμυα κλπ
|
Εμετικά
|
σκαμμωνία (Convolvulus scammonia L.), θαψία (Thapsia garganica L-Umbelli-ferae), ύσσωπος, σκόροδον κλπ
|
Σε διαρκείς εμέτους : βασιλικός
|
Σε αιματεμέσεις: τορδύλιο, σήσαμον
|
Αποχρεμπτικά
|
διάφορα χειλανθή,
λιβανωτός, σμύρνα (Balsamodendron myrrha Nees), χαλβάνη (Ferula galbaniflua Boiss. et Buhse), βήχιον (Tussilago farfara L.), τρίφυλλον (Psorea bituminosa L.)
κλπ
|
Γαργαρίσματα, εισπνοές
ορίγανον, θύμβρα, πήγανον, άνισον, μύρρα, ρους (Rhus coriaria L.-Anacardiaceae)
|
Διουρητικά
|
σκόροδον, κρόμμυον,
πράσον, πετροσέλινο, κρίθμον (Crithmum maritimum L.-Umbelliferae), βούπρηστις (ζωική δρόγη, πιθανόν ανάλογη των κανθαρίδων) κλπ
|
Εφιδρωτικά
|
τρίφυλλον, χυμός σιλφίου
|
Στυπτικά εντερικού σωλήνος
|
μήκων, σίδια (=ο φλοιός από τα
ρόδια), μέσπιλα, κυδώνια, λίνον,
ερυδρόδανον (Gallium aparine L.
ή Rubia
tinctoria L. ή R.
lucida L.), κορίαννον
|
Πταρμικά
|
ελλέβορος, βέρατρον, σίλφιον,
πέπερι, κρόμμυα, σκίλλα κλπ
|
Καυστικά
|
ελλέβορος, ελατήριο (Ecbalium elaterium L.), χυμός συκής, ευάνθεμον (Matricaria chamomilla L.), χαμαιλέων μέλας
(Carthamus
corymbosus L.?)
|
Δερματικά
|
γλίσχρασμα κριθής, ρίζα και
σπέρματα κράμβης, χυμός σεύτλου, ρίζα ελατηρίου, λάπαθο άγριο, αλκυόνειο (Alcyoneum cortoneum Pall.
ή A.
papilosum Pall. ή A. palmatum Pall.)
|
Ψηκτικά
|
σεύτλον, σέλινο, βάτος (Rubus sp.), ράμνος (Rhamnus oleoides L.) κλπ.
|
Τριχαυξητικά
|
κύμινο, ομφάκιο (χυμός από άωρα
σταφύλια)
|
Τραυματικά
|
κόμμι, κηρόπισσος, ρητίνη,
λιβανωτός, μύρρα, ρητίνη τερμινθίνη (Pistacia terebinthus L.), μαστίχα κλπ.
|
Στυπτικά
|
κηκίδες (οι καρποί της
βελανιδιάς), μυρίκη (Τamarix africana Desf.),
κέδρος (Juniperus
oxycedrus L.), πίτυς (πεύκο, Pinus
pinea), νάρθηξ (Ferula
glauca L.), πολύκνημον (Mentha vulgaris L. ή Prunella
vulgaris L ή Melissa sp.)
|
Οφθαλμικά
|
μύρρα, κρόκος, έβενος, όπιο,
ανεμώνη, αίγειρος (Populus
nigra L.). Ως έκδοχον χρησιμοποιείτο το νέτωπον
(πικραμυγδαλέλαιο)
|
Επί μητρικών νόσων
|
μελάνθιο (Nigella sativa L.- Ranunculaceae), ψευδομελάνθιο (τα εργότια της
ερυσιβώδους όλυρας)
|
Επί γυναικολογικών νόσων
|
μάραθο, κύμινο, άνισο, γλήχων,
μύρρα, κρόκος, ακτή (Sambucus
nigra L.), μίνθη, πετροσέλινο, ελελίφασκος, χαμαίμηλο,
κιννάμωμο, κασσία (Canella alba Murr.?),
κορίαννον κλπ
|
Τα
ιπποκρατικά φάρμακα παρουσιάζουν ασάφεια, διότι μόνο το όνομά τους αναφέρεται,
ουσιαστικά η Φαρμακογνωσία αρχίζει με τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη.
Ο Θεόφραστος (372-287 π. Χ.) γεννήθηκε στην Ερεσσό της
Λέσβου. Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τον οποίο και διαδέχθηκε
στην Περιπατητική Σχολή.
Φαρμακογνωστικά έργα του είναι :
"Περί φυτών Ιστορία": 9 βιβλία, όπου
αναφέρονται ονομαστικά τα φυτά, η γένεσή τους, η ανάπτυξη, ο πολ/σμός, η
μορφολογία, η γεωγραφική προέλευσή τους και τέλος η ιαματική τους δύναμη. Το
ένατο βιβλίο είναι κυρίως φαρμακολογικό.
"Περί φυτών αιτίαι": 6 βιβλία. Είναι
συνέχεια του προηγούμενου και ερμηνεύει βάσει των αριστοτελικών δογμάτων την
γένεση, τον πολ/σμό και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών.
Περιγράφεται η χλωρίδα πολλών περιοχών της Ελλάδας
(Όλυμπος, Μακεδονία, Στρυμώνας, Ροδόππη, Κωπαΐδα, Αρκαδία) και της Κυρηναϊκής
(αναφορές στα Palmaceae
της Λιβύης). Δεν γνωρίζουμε αν όλες οι βοτανικές περιγραφές είναι δικές του ή
και των βοηθών του, αλλά λόγω της αξιοθαύμαστης ακρίβειας συμπεραίνεται ότι οι
περισσότερες στηρίζονται στις προσωπικές του παρατηρήσεις.
Κατά την ελληνιστική περίοδο, το κέντρο του
πολιτισμού από την Αθήνα μεταφέρεται στην Αλεξάνδρεια, όπου ιδρύθηκε το
ονομαζόμενο "Μουσείο", που ήταν το πρώτο Πανεπιστήμιο, με κυριώτερη
Σχολή την Ιατρική. Χωρίς ακόμη να διαχωριστεί η Φαρμακευτική από την Ιατρική,
εντούτοις γινόταν διάκριση σε τρεις κλάδους: Χειρουργική, Διαιτητική (που
ασχολείτο με την παθολογία) και Φαρμακευτική.
Δύο σημαντικές Σχολές ιδρύθηκαν: η Εμπειρική από τον
Ηρόφιλο (3ος π. Χ. αιών) και η
Δογματική από τον Ερασίστρατο (3ος π. Χ. αιών).
Οι οπαδοί της Εμπειρικής Σχολής δεν αναζητούσαν τα αίτια
της νόσου, συσχέτιζαν απλώς τα περιστατικά και χρησιμοποιούσαν όμοια φάρμακα με
αυτά παρεμφερών περιπτώσεων. Τελικώς κατέληγαν στην πολυφαρμακία.
Ο Ερασίστρατος απέκρουσε την πολυφαρμακία, ήταν υπέρ των
απλών φαρμάκων και απέρριπτε το όπιο και τα καθάρσια σε αντίθεση με τον
Ιπποκράτη. Συμφωνούσε, όμως, μαζί του στην διαιτητική και την φυσική αγωγή.
Κατά την ιπποκρατική και ελληνιστική περίοδο υπήρξαν πολλοί
ριζοτόμοι. Ο ακριβής χαρακτηρισμός τους είναι δυσχερής. Ασχολούντο με την
εξόρυξη των ριζών, την συλλογή των βοτάνων και την καλλιέργεια των
φαρμακευτικών φυτών. Πολλοί ήταν συγχρόνως ιατροί και συγγραφείς βοτανολογίων,
που ονομάζονται "Ριζοτομικά" ή "Ριζοτομούμενα". Κυρίως
χρησιμοποιούσαν θεραπευτικά τις ρίζες. Ορισμένοι ριζοτόμοι κατά την συλλογή των
φυτών επιδίδοντο και σε δεισιδαιμονίες για να προσδώσουν στο έργο τους
μεγαλύτερη σημασία. Σχετικά με την συμβολή τους στην επιστήμη διχογνώμησαν
τόσον οι σύγχρονοι τους ιατροί (Ιπποκράτης, Γαληνός κ.ά.), όσο και
μεταγενέστεροι. Άλλοι τους θεώρησαν πρόδρομους των φαρμακοποιών και άλλοι
διαφώνησαν.
Άριστος ριζοτόμος υπήρξε ο Κρατεύας ο ΙΙ (1ος π.
Χ. αιών). Έγραψε το πρώτο βοτανολόγιο με έγχρωμες εικόνες με τίτλο
"Ριζοτομικόν", όπου περιγράφοντο αλφαβητικώς τα φαρμακευτικά φυτά,
παρατίθεντο οι έγχρωμες εικόνες και ακολουθούσαν οι θεραπευτικές τους
ιδιότητες. Το έργο του έχει χαθεί, αλλά γνήσια αποσπάσματα υπάρχουν στον
Κων/πολιτικό κώδικα του Διοσκουρίδη. Ήταν ιατρός του Μιθριδάτη του Ευπάτορος,
κατ’ εντολή του οποίου παρασκεύασε το μιθριδάτειο έκλειγμα,
ως αντίδοτο δηλητηρίων, που περιείχε 54 απλά φάρμακα.
Αργότερα ο Ανδρόμαχος ο πρεσβύτερος (1ος μ. Χ.
αιών) κατ’ εντολή του Νέρωνα τροποποίησε το μιθριδάτειο έκλειγμα. Αύξησε την
ποσότητα του οπίου, αφαίρεσε αδρανή συστατικά και προσέθεσε, άλλα κυρίως
τροχίσκους από δηλητήριο έχιδνας, σκίλλα, αριστολόχεια κλπ. Το έκλειγμα αυτό
προτιμάτο και ονομάσθηκε θηριακή του Ανδρομάχου (Theriaca Andromachi). Από τον ίδιο τον Ανδρόμαχο, η
θηριακή του ονομάσθηκε Γαλήνη, λόγω των θεραπευτικών ιδιοτήτων της. Το σκεύασμα
αυτό αναγραφόταν σε διάφορες κρατικές Φαρμακοποιίες και χρησιμοποιείτο μέχρι
και τον 18ο αιώνα, συνεχώς δε τροποποιείτο. Στον Μεσαίωνα απέκτησε
παγκόσμια φήμη. Αργότερα παρασκευαζόταν επισήμως από την Εταιρεία Φαρμακοποιών
κάθε χρόνο. Πολλές φορές τα συστατικά εξέταζαν επιτροπές και μετά σφραγιζόταν
από το Κράτος. Όταν έπαυσε η επίσημη παρασκευή της κυκλοφόρησε ως ιδιοσκεύασμα.
Ο Πεδάνιος
Διοσκουρίδης (1ος μ. Χ.) υπήρξε ο διασημότερος
φαρμακο-γνώστης-φαρμακολόγος της αρχαιότητος. Γεννήθηκε στην Ανάζαρβα της
Κιλικίας. Για την ζωή του λίγα είναι γνωστά. Υποστηρίζεται ότι δεν ακολούθησε
κάποια συγκεκριμένη Σχολή και ότι ήταν στρατιωτικός ιατρός, γι’ αυτό και έκανε
πολλά ταξίδια. Το έργο του "Περί ιατρικής ύλης" ήταν προϊόν
προσωπικών παρατηρήσεων, απαλλαγμένο από προλήψεις και δεισιδαιμονίες,. Μέχρι
και τον 16ο αιώνα σ’ αυτό ανέτρεχαν οι ασχολούμενοι με την
Φαρμακευτική. Μεταφράσθηκε σε πολλές γλώσσες κατά τις διάφορες εποχές. Ήταν το
πρώτο βιβλίο, που τυπώθηκε μετά την Αγία Γραφή. Χειρόγραφοι κώδικες του
Διοσκουρίδη σώζονται πολλοί, εικονογραφημένοι, γνήσιοι, νόθοι ή διασκευασμένοι.
Σπουδαιότεροι είναι ο Κωνσταντινοπολιτικός (527 μ Χ., γραμμένος σε περγαμηνές
με καλλιγραφικά κεφαλαία γράμματα), ο Νεαπολιτικός και ο Λαυρεωτικός (10ος
αιών, με 440 εικόνες).
Στον πρόλογο του έργου του αναφέρει τους λόγους, που τον
ώθησαν να γράψει το έργο αυτό. Έκρινε ανεπαρκείς, ατελείς και αντιφάσκουσες τις
επιστημονικές παρατηρήσεις των προγενέστερων ιατρών. Κατέταξε τα φυτά σε ομάδες
με βάση τα βοτανικά τους γνωρίσματα. Έγραψε τα συνώνυμα των φυτών αλφαβητικά
κατά λαούς (πχ. Αθηναίοι, Αιγύπτιοι, Βάρβαροι, Βοιωτοί κλπ.) και κατά πρόσωπα
(Ανδρέας, Κρατεύας κλπ). Το έργο διαιρείται σε 5 βιβλία:
1ο βιβλίο:
αλοιφές, αρώματα, μύρα, βάλσαμα, ρητίνες, έλαια.
2ο βιβλίο:
ζώα και ζωικής προέλευσης δρόγες
3ο βιβλίο:
φυτικής προέλευσης δρόγες
4ο βιβλίο:
συνέχεια του τρίτου
5ο βιβλίο:
οίνοι, ορυκτά και ανόργανα φάρμακα
Συνολικά περιγράφει 600
φυτικά φάρμακα. Θεωρούσε ότι η ιαματική τους δύναμη προέρχεται από τις τέσσερις
θεμελιώδεις ιδιότητες: του θερμού, του ψυχρού, του ξηρού και του υγρού.
Κατωτέρω παρατίθεται πίνακας με τα
περισσότερα είδη οίνων, που αναφέρονται στο έργο του Διοσκουρίδη. Πρόκειται για
φαρμακοτεχνικές μορφές (κατ’ αναλογία προς τα βάμματα), που απουσιάζουν σήμερα
από την θεραπευτική.
Κοινή δύναμις οίνου: «κοινώς δε πας
αμιγής οίνος και ακέραιος, αυστηρός δε την φύσιν, θερμαντικός, υπνοποιός,
ευστόμαχος, ορεκτικός, θρεπτικός, ρωστικός, ευχροίας παρασκευαστικός. ικανώς δε
ποθείς βοηθεί τοις κώνειον ή κόριον ή φαρικόν ή μηκώνιον ή λιθάργυρον ή σμίλακα
ή ακόνιτον ή μύκητας ειληφόσι, προς τε ερπετών δηγμούς και πληγάς πάντων, όσα
πλήξαντα ή δακόντα κατά ψύξιν αναιρεί ή ανατρέπει τον στόμαχον, ποεί και προς
εμπνευμάτωσιν χρόνιον και εντέρων και κοιλίας ρευματισμόν και αφιδρούσι και
διαφορουμένους αρμόζουσι…»
Πίν. 2. Οίνοι, που περιγράφονται στο έργο του Διοσκουρίδη "Περί ιατρικής
ύλης"
αβροτονίτης (πιθανόν από Absinthium ponticum L. ή Artemisia abrotonum L.)
|
σε δυσπεψία, ανορεξία,
υποχον-δριακούς πόνους
|
ακορίτης (Acorus calamus L.), ο από γλυκυρρίζης
|
σε πόνους του θώρακα και
των πλευρών, διουρητικοί
|
απίτης (Pirus communis L.-Rosaceae), ο των μεσπίλων
(Crataegus tanacetifolia Pers. ή Mespilus azarolus Smith.-Rosaceae): παρασκευάζονται
όμοια, προστίθεται και μέλι
|
στυπτικοί, ευστόμαχοι
|
αρωματίτης
(παρασκευάζεται δια
φοίνικος, ασπαλάθου, καλάμου, Κελτικής νάρδου)
|
σε πόνους του θώρακα, των
πλευρών, σε δυσουρία, σε παθήσεις των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως,
υπναγωγό.
|
ασαρίτης (Asarum europeum L.- Aristolochiaceae)
|
διουρητικό, σε υδρωπικία,
ίκτερο
|
αψινθίτης (συνήθως εξ αψινθίου Ποντικού: Artemisia absinthium L.- Compositae)
|
ευστόμαχον, διουρητικόν,
ανθελμινθικόν, εμμηναγωγόν
|
δαυκίτης (Athamantha cretensis L. ή Ammi majus L.- Umbelliferae)
|
εμμηναγωγό, άφυσο,
αντι-βηχικό, αντισπασμωδικό, σε υστερία, σε πόνους του θώρακα
|
δικταμνίτης
|
εμμηναγωγό
|
ελελιφασκίτης
|
σε πόνους των νεφρών, της
κύστεως, αντιβηχικό
|
ελλεβορίτης (από μέλανα
ελλέβορο)
|
εκτρωτικό
|
θυμβρίτης, θυμίτης,
οριγανίτης, καλαμινθίτης, γληχωνίτης
|
σε δυσπεψία, ανορεξία,
υποχον-δριακούς πόνους
|
κέδρινος, κυπαρίσσινος,
ελάτινος, δάφνινος, πιτύινος, αρκεύθινος
|
διουρητικοί, θερμαντικοί,
υπο-στύφοντες
|
κεδρίτης
|
θερμαντικός, σε χρόνιο
βήχα χωρίς πυρετό, σε πόνους του θώρακα και των πλευρών, σε έλκος, σε
ωταλγίες, καθώς και σε δήγματα από θηρία και ερπετά
|
κονυζίτης (Εrigeron viscosum L. ή Erigeron
graveolens L. ή Inula brittanica- Compositae)
|
θηριακός
|
κυδωνίτης ή μηλίτης
(προστίθεται και μέλι)
|
στυπτικό, σε δυσεντερία
|
μανδραγορίτης (από τον
φλοιό της ρίζης )
|
υπνωτικό
|
μελιτίτης (διαφέρει από
τον οινομέλιτα, καθότι ο δεύτερος παρασκευάζεται από πεπαλαιωμένο οίνο και
λίγο μέλι)
|
ευστόμαχο και υπακτικό σε
περιπτώσεις χρονίων πυρετών, διουρητικό, σε αρθρτιτικά και σε προβλήματα των
νεφρών
|
μυρσινίτης (Myrtus communis L.- Myrtaceae), τερμίνθινος (Pistacia terebinthus L.-Anacardiaceae), σχίνινος (Pistacia lentiscus L.-Anacardiaceae)
|
σε αχώρας, εξανθήματα,
πυορροούντα ώτα, ούλα, παρίσθμια, κατά του ιδρώτα
|
μυρτίτης (από τα μαύρα
μύρτα)
|
στυπτικός, ευστόμαχος,
μαυρίζει τα μαλλιά
|
ο δια της αγρίας νάρδου
(από ρίζα Valeriana sp.)
|
άφυσο, ευστόμαχο, σε
δυσουρία
|
ο δια Συριακής νάρδου (Patrinia scabiosaefolia Fisch.) και Κελτικής (Valeriana celtica L.) και μαλαβάθρου (πιθανόν
τα φύλλα της ινδικής νάρδου= Valeriana sp. ή Patrinia jatamansi Jones)
|
σε ίκτερο, δυσουρία, σε
παθήσεις των νεφρών και του ήπατος
|
νεκταρίτης (από ρίζα
Ελενίου = Inula helenium L.-Compositae)
|
ευστόμαχον, διουρητικόν
|
οινάνθινος (από το άνθος
της αγρίας αμπέλου)
|
σε ανορεξία
|
ομφακίτης (παρασκευάζετo
κυρίως στη Λέσβο)
|
στυπτικό, ευστόμαχο, σε
ειλεό
|
πανακίτης (Ferula opopanax Spr., Opopanax chironium- Umbelliferae)
|
σε σπασμούς, θλάσεις, σε
βρα-δυπεψία, εμμηναγωγό, εκτρω-τικό
|
πισσίτης (εκ πίσσης υγράς
και γλεύκους)
|
θερμαντικός, πεπτικός,
ανακα-θαρτικός, σε άλγη κοιλίας, ήπατος, σπλήνα χωρίς πυρετό
|
ρητινίτης (από την ρητίνη
του πεύκου)
|
σε κεφαλαλγίες,
δυσεντερία, υδρωπικία, διουρητικός
|
ροΐτης (από τους καρπούς
της Punica granatum L.-Punicaceae=ρόδια)
|
σε πυρετούς, διουρητικό,
ευ-στόμαχον
|
ροδίτης (από τους καρπούς
της Rosa sp.- Rosaceae)
|
σε πόνους του στομάχου
χωρίς πυρετό, σε δυσεντερία
|
σελινίτης, ανήθινος,
μαραθίτης, πετροσελινίτης
|
ορεξιογόνα, σε δυσουρία
|
σκαμμωνίτης (από την ρίζα
του Convolvulus scammonia L.-Convolvulaceae)
|
χολαγωγό
|
ο από της σκίλλης (Scilla maritima L.-Liliaceae)
|
σε στομαχικά και κοιλιακά
προβλήματα, σε ίκτερο, υδρω-πικία, δυσουρία κ. ά.
|
υσσωπίτης (Εκ του Κιλικίου
υσσώπου- Labiatae)
|
σε παθήσεις του θώρακος
και σε άσθμα, διουρητικό, εμμηνα-γωγό.
|
φθόριος εμβρύων (από
ελλέβορο ή άγρια σικύ ή σκαμμωνία )
|
εκτρωτικό
|
χαμαιδρυίτης (Teucrium chamaedrys L.- Labiatae)
|
θερμαντικός, κατάλληλος
για σπασμούς, ίκτερο, βραδυπεψία
|
Οι φαρμακοτεχνικές μορφές, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι
Έλληνες ήταν οι ακόλουθες:
Αλοιφές. Στον Όμηρο αλοιφή ήταν το
χοιρινό λίπος. Μύρα: ελαιώδη έλαια. Κηρωτές ή κηρωτά ή κηρώματα: είδος
εμπλάστρου. Έμπλαστρα, επιθέματα:
είδος αλοιφών. Τα έμπλαστρα με την σημερινή μορφή χρησιμοποιήθηκαν μετά τον 1ο
μΧ. αιώνα. Μαλάγματα: καταπλάσματα
με φυτικές κόνεις. Αποζέματα: φυτικά
κατεργάσματα με έγχυση ή αφέψηση. Βάλανοι:
είδος υποθετού. Γαργαρίσματα. Διαπάσματα: εύοσμοι κοσμητικές κόνεις
για το πρόσωπο και το σώμα. Αρσικάκοσμα: αποσμητικά. Εκλεικτά: περιείχαν τα κύρια φάρμακα. Περιείχαν μέλι, οπότε ήταν
γλυκά και παχύρρευστα. Επιχρίσματα:
ψιμύθια για το πρόσωπο. Θυμιάματα:
εγίνοντο με καύση αρωματικών ουσιών σε αναμμένα κάρβουνα. Ο ασθενής κάθετο σε
διάτρητο κάθισμα και υφίστατο την αναθυμίαση. Καταπότια. Κολλύρια. Παραπαστά: κόνεις επιπάσεων. Πεσσοί: τεμάχιο υφάσματος ξαντό μάλλινο
ή λινό ποτισμένο με το φάρμακο, το οποίο τοποθετείτο στις πληγές ή στις
κοιλότητες του σώματος. Είδος υποθετού. Ποτήματα.
Πταρμικά. Υποκλύσματα. Φθοΐσκοι ή τροχίσκοι.
Τα
σιρόπια δεν ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι αντ’ αυτών
χρησιμοποιούσαν τα οξυμέλιτα. Εισήχθηκαν στη θεραπευτική από του Άραβες.
Επίσης
δεν γνώριζαν τα ιουλάπια, μια φαρμακοτεχνική μορφή, που εισήχθηκε στη
θεραπευτική από τους Άραβες. Τα ιουλάπια ήταν ποτήματα, προερχόμενα από την
διάλυση κόμμεως και καλαμοσακχάρου σε νερό. Η χρήση τους διατηρήθηκε μέχρι και
τον 20ο αιώνα (Εμμανουήλ, 1931).
Στην
αρχαιότητα για τον καθορισμό των μονάδων αρχικά λαμβανόταν ως αφετηρία το
ανθρώπινο σώμα. Ο Ιπποκράτης και οι μετά από αυτόν για μονάδες όγκου
χρησιμοποίησαν τους όρους: χειροπληθής, χειροπληθιαίος (ό,τι γεμίζει το χέρι),
δραγμίς, όσον λαμβάνεται από τρία δάκτυλα, «όσον αστράγαλον» (όσον το μέγεθος
ζωικού αστραγάλου), «μαγίς» (ψίχουλο). Επίσης, γινόταν συγκρίσεις με κόκκους
κέγχρου, φασιόλου «όσον κυάμου» και υπήρχαν και κάποιες αόριστες εκφράσεις,
όπως «ολίγον», «πολύ» κλπ. Τα μέτρα και σταθμά ήταν διαφορετικά στις διάφορες
πόλεις της Ελλάδος.
Δοχείον
μάζας χρησιμοποιούσαν το λιτραίον κέρας,
το οποίο ήταν ένα κέρας που είχε καταστεί διαφανές δια ξέσεως και ήταν
διηρημένο με χαραγές.
Οι
μονάδες βάρους και όγκου των αρχαίων Ελλήνων, όπως διαμορφώθηκαν τελικά και
αναφέρονται από τον Διοσκουρίδη ήταν οι εξής:
Πίν. 3. Μέτρα και σταθμά χρησιμιποιούμενα για την παρασκευή των
φαρμάκων
Μονάδες βάρους
|
Γραμμάρια
|
Κεράτιον
|
Siliqua
|
0.189
|
Θέρμος= 2 κεράτια
|
Lupinus
|
0.378
|
Όβολος= 3 κεράτια
|
Obolus
|
0.598
|
Κύαμος αιγύπτιος= 1 ½
όβολοι
|
-
|
0.852
|
Γράμμα= 2 όβολοι
|
Scrupulum
|
1.137
|
Τριόβολον= 3 όβολοι
|
Triobolon
|
1.794
|
Δραχμή, ολκή= 3 γράμματα
|
Drachma
|
3.411
|
Κάρυον ποντικόν
|
-
|
3.40
|
Κάρυον βασιλικόν
|
-
|
13.644
|
Ουγγία= 8 δραχμές
|
Uncia
|
27.88
|
Ξέστης = 1/6 λίτρας
|
Sextans
|
54.58
|
Τέταρτον
|
Quadrans
|
81.86
|
Λίτρα= 12 ουγγίες
|
Libra
|
324.45
|
Μνά
|
Mina
|
436.6
|
Μονάδες
όγκου
|
Λίτρα
|
Κοχλιάριον, κόχλος
|
_
|
0.0046
|
Χήμη, κόγχη
|
Concha
|
0.0114
|
Κύαθος
|
Cyathus
|
0.0476
|
Μύστρον μέγα
|
_
|
0.068
|
Οξύβαφον
|
Acetabulum
|
0.684
|
Τέταρτον
|
Quartarius
|
0.137
|
Κοτύλη, τρυβλίον
|
Hemina
|
0.274
|
Ξέστης
|
Sextarius
|
0.547
|
Χοίνιξ
|
_
|
1.094
|
Χους
|
Congius
|
3.282
|
Ούρνα
|
Urna
|
13.130
|
Αμφορεύς, κεράμιον
|
Amphora
|
26.260
|
Μετρητής
|
Metreta
|
39.360
|
Οι
δοσολογίες των φαρμάκων συνήθως αναγραφόταν σε δραχμές.
Το
μύστρον και το κοχλιάριον ήταν κυμαινόμενες μονάδες.
Εκτός από φυτά, οι αρχαίοι Έλληνες
χρησιμοποιούσαν και ζωικές δρόγες, καθώς και ορυκτά και ανόργανα συστατικά.
Πίν. 4.
Κυριώτερες ζωικές δρόγες των αρχαίων Ελλήνων
Κανθαρίδες,
βουπρήστιδες
|
Θερμαντικό,
κατά της λέπρας και των λειχήνων
|
Όρχις
κάστορος
|
Σε
γυναικείες νόσους
|
Στέαρ
χηνός και μυελός οστών
|
Έκδοχα
|
Γάλα
γυναικείο
|
Κατά
της φθίσης
|
Κηρός,
πρόπολις
|
|
Μέλι
|
Γλυκαντικό,
διαιτητικό, θεραπευτικό μέσο
|
Ιχθυόκολλα
|
Σε
έμπλαστρα και σε "τετάνωθρα" (μάσκα) προσώπου
|
Οίσυπος
|
Η
σύγχρονη λανολίνη
|
Σκώληκες
|
Παρασκευάζεται
αλοιφή με λίπος από χήνα ή έλαιο
|
Βδέλλες
|
|
Πίν. 5. Ανόργανα και ορυκτά φάρμακα
Αιθάλη
λιβανωτού ή στύρακος
|
|
Ακόνη
Ναξία
|
Είδος
σμύριδος ή μίγμα σιδήρου. Σε αλωπεκία (επιχρίσεις) και εσωτερικώς με όξος σε
επιληψία
|
Άλας
αιγύπτιο
|
Σε
αρθριτικά
|
Άλας
θηβαϊκό
|
εμμηναγωγό
|
Αλός
άνθος (πιθανόν σόδα αναμεμιγμένη με εμπυρευματικές ουσίες)
|
Σε
κακοήθη έλκη των γεννητικών οργάνων, σε πυόρροια των ώτων
|
Αλός
άχνη (αφρός θαλάσσης επικαθή-μενος στους βράχους-περιέχει χλωριούχα και
θειικά άλατα αποξηραμένα)
|
Ίδια
χρήση με το προηγούμενο
|
Άλς,
άλες (χλωριούχο νάτριο)
|
Σε
ατμόλουτρα, με μέλι ως καθαιρετικό, με έλαιο και αφέψημα κριθής σε
υποκλυσμούς, σε οφθαλμικές παθήσεις, σε δήγματα ερπετών, σε ερυσίπελας, σε
ωταλγίες κλπ.
|
Άλμη
(διάλυμα άλατος σε νερό)
|
Στυπτικό,
σε κλύσματα επί δυσεντερίας
|
Άμμος
(διαπυρωμένη από τον ήλιο)
|
Σε
αμμόλουτρα υδρωπικών
|
Αντίσποδον
και αντισπόδιον
|
Είχε
ιδιότητες μεταλλικών οξειδίων. Λαμβανόταν από την τέφρα μίγματος φύλλων
μύρτου, κυδωνίων, σχίνου κλπ
|
Αρμένιον
(πιθανόν χαλκούχο ορυκτό-αζουρίτης ή άργιλος εμποτισμένη με άλας χαλκού)
|
Δράση
παρόμοια, αλλά ηπιώτερη της χρυσόκολλας
|
Αρσενικόν
ή αρρενικόν (κίτρινη σανδαράχη, As2S3)
|
Καυστικό,
εσχαρωτικό, αποψιλωτικό
|
Ασβόλη,
αιθάλη
|
Στυπτικό,
σε εγκαύματα, επουλωτικό σε έλκη
|
Άσφαλτος
|
Με
χοίρειο στέαρ σε εγκαύματα, με θείο σε υποκαπνισμούς κατά της υστερίας
|
Γη
αμπελίτις ή φαρμακίτις
|
Σε
τριχοβαφές
|
Γη
ερετριάς (άργιλος ή κρητίς)
|
Στυπτικό,
μαλακτικό
|
Γη
κιμωλία (λευκή και ερυθρή γη)
|
Με
όξος κατά παρωτίδος, εγκαυμάτων και φλογώσεων
|
Γη
λημνία (ερυθρή άργιλος)
«Η δε Λημνία λεγομένη
γή έστιν εκ τινος υπονόμου αντρώδους
αναφερομένη και μειγνυμένη αίματι αιγείω, ήν οι εκεί άνθρωποι αναπλάσσοντες
και σφραγιζόμενοι εικόνι αιγός σφραγίδα καλούσιν….»
|
Εμετικό,
αντίδοτο δηλητηρίων, θερα-πευτικό πληγών.
|
Γη
μηλία (άργιλος)
|
Κατά
της λέπρας
|
Γη
πνιγίτις (άργιλλος)
|
Δράση
ανάλογη της κιμωλίας γης, αλλά ηπιότερη
|
Γη
σαμία (άργιλος ή κρητίς)
|
Σε
γυναικολογικές παθήσεις
|
Γη
χία (άργιλος)
|
Ψιμύθιο
για το πρόσωπο
|
Γύψος
(θειικό ασβέστιο)
|
Με
σιτάλευρο, ως ποτό, σε μητρορραγίες
|
Διφρυγές
(υπολείμματα από την εκκαμί-νευση χαλκού και ψευδαργύρου)
|
Στυπτικό, ξηραντικό, επουλωτικό. Με
τερεβινθίνη ή κηρωτή στη θεραπεία των αποστημάτων
|
Θείον
|
Σε
υποκαπνισμούς επί υστερίας, σε επιχρίσεις κατά της λέπρας, με ρητίνη σε
δήγματα από σκορπιούς
|
Ινδικόν
|
Σε
έλκη
|
Ιός
σιδήρου (οξείδιο του σιδήρου)
|
Στυπτικό
σε υποθέματα σε λευκόρροια των γυναικών. Με όξος (οξικός σίδηρος) σε
επιχρίσεις κατά του ερυσιπέλατος και σε αλοιφές κατά της αλωπεκίας
|
Καδμεία
ή πομφόλυξ (οξείδιο του ψευδαργύρου)
|
Στυπτικό,
επουλωτικό σε κακοήθη έλκη και στην οφθαλμιατρική
|
Κεραμίτις
(άργιλος)
|
Ξηραντική
σε πυώδη έλκη
|
Κιννάβαρι
(θειούχος υδράργυρος)
|
Σε
οφθαλμικές νόσους, στυπτικό και με κηρωτή σε εξανθήματα
|
Κοράλλιον ή κουράλιον (ο εξ ανθρακι-κού ασβεστίου
σκελετός του)
|
Στυπτικό,
επουλωτικό
|
Κύανος
(πιθανόν λαζούλιθος)
|
Κατασταλτικόν, εσχαρωτικό
|
Λεπίς
στομώματος
|
Καθαρτικό
|
Λιθόκολλα
(μίγμα κόνεως από παριανό μάρμαρο και ταυρόκολλας)
|
Για
ανακόλληση των βλεφαρίδων
|
Λίθος
αετίτης (οξυπυριτικόν ορυκτό)
|
Σε
αλοιφές επί επιληψίας
|
Λίθος
αιματίτης (ορυκτό οξείδιο του σιδήρου)
|
Στυπτικό
σε αιμοπτύσεις, οφθαλμικά νοσήματα και διουρητικό με οίνο
|
Λίθος
αλαβαστρίτης ή όνυξ (ίσως αλάβαστρο-θειικό ασβέστιο)
|
Με
κηρωτή σε στομαχικούς πόνους
|
Λίθος
αραβικός (λευκό μάρμαρο ή αραγωνίτης)
|
Οδοντόσκονη
|
Λίθος
άσσιος (αγνώστου συστάσεως)
|
Απισχναντικό,
σε δοθιήνες
|
Λίθος
γαγάτης (φαιάνθραξ)
|
Μαλακτικό,
σε υποκαπνισμούς σε υστερικούς σπασμούς και σε αλοιφές κατά της ποδάγρας
|
Λίθος
γαλακτίτης (πιθανόν ανθρακικό ή φωσφορικό ασβέστιο)
|
Σε
οφθαλμικά αποστήματα
|
Λίθος
γεώδης (άργιλος)
|
Στυπτικός,
ξηραντικός, σε οφθαλμικές νόσους
|
Λίθος
θρακίας (σκληρός φαιάνθραξ)
|
Ίδιες
χρήσεις με τον γαγάτη λίθο
|
Λίθος
θυΐτης (φωσφορικόν αργίλιο)
|
Σε
οφθαλμικές νόσους
|
Λίθος
ίασπις (οξυπυριτικό ορυκτό άγνω-στης συστάσεως)
|
Ωκυτόκιο
μέσο, που έδεναν στο μηρό της επιτόκου
|
Λίθος
ιουδαϊκός (άγνωστης χημικής συστάσεως)
|
Διουρητικό
και σε νεφρολιθίαση
|
Λίθος
μαγνήτης (Fe3O4)
|
Με
μελίκρατο
|
Λίθος
μελιτίτης (πιθανόν αργιλούχο ορυκτό)
|
Χρήσεις
ανάλογες με τον γαλακτίτη
|
Λίθος
μεμφίτης (άγνωστης συστάσεως)
|
Αναισθητικό
εγχειρήσεων
|
Λίθος
μόροχθος (τάλκης ή στεατίτης)
|
Σε
πόνους της κύστης και σε αιμοπτύσεις
|
Λίθος
ο εν τοις σπόγγοις (ανθρακικό ασβέστιο)
|
Με
οίνο σε λιθίαση
|
Λίθος
οστρακίτης (πιθανόν όστρακο θαλασσίων ζώων ή κόκκαλο σουπιάς)
|
Με
οίνο ως ποτό για επίσχεση των εμμήνων, ψίλωθρο γυναικών (=αποτρι-χωτικό)
|
Λίθος
οφίτης (ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο)
|
Σε
κεφαλαλγίες και οφιόδηκτους
|
Λίθος
πυρίτης (κατά τον Διοσκουρίδη ο χαλκοπυρίτης, κατά τον Πλίνιο ο μυλόλιθος)
|
Αποκαθαρτικό
|
Λίθος
σεληνίτης (γύψος)
|
Σε
επιληψία
|
Λίθος
σχιστός (είδος αιματίτου)
|
Σε
ραγάδες και κήλη
|
Λίθος
φρύγιος (αργιλούχο ορυκτό ή ηφαίστειος σκωρία)
|
Στυπτικό,
εσχαρωτικό, με κηρωτή σε εγκαύματα
|
Μελαντηρία
(αμφίβολη η σύστασή του, ίσως ακάθαρτος θειικός σίδηρος των βυρσοδεψών)
|
Χρήσεις,
όπως και το μίσυ
|
Μίλτος
(σιδηρούχος άργιλος, κοκκινό-χωμα)
|
Στυπτικό,
σε έμπλαστρα
|
Μίσυ
(σιδηροπυρίτης, FeS2)
|
Καθαιρετικό,
στην παρασκευή εμπλά-στρων, με οίνο σε γυναικολογικές παθή-σεις και στην
οφθαλμιατρική
|
Μόλυβδος:
πολλά είδη
Μόλυβδος
ο μεταλλικός
Πεπλυμένος
(μολυβδόσκονη με κάποιο οξείδιο)
Κεκαυμένος
(οξείδια του μολύβδου)
Σκωρία
μολύβδου (μίγμα οξειδίων του μολύβδου)
Μολυβδοειδής
λίθος (ίσως γαληνίτης)
Ψιμύθιο
(βασικός ανθρακικός μόλυβδος)
Σάνδυξ
(πυρωθέν ψιμύθιο)
Μίνιο
Μολύβδαινα
(ασαφής η σύσταση, πιθα-νόν μίγμα από οξείδια μολύβδου, αργύ-ρου και
ασβέστου)
|
Σε
επίδεση πληγών
Αιμοστατικό
επί κονδυλωμάτων και αιμορροΐδων
Ισχυρότερος
του προηγουμένου
Στυπτικότερος
του κεκαυμένου
Ως
η σκωρία
Σε
οφθαλμικά κολλύρια
Ως
το ψιμύθιο
Χρωστική
Σε
νόσους της μήτρας, των ώτων κλπ
|
Νίτρον
και αρχαιότερα λίτρον (η ορυκτή σόδα και όχι το νιτρικό νάτριο ή κάλιο)
|
Σε
τροχίσκους, εισαγόμενους στα γεννη-τικά όργανα για σύλληψη
|
Νιτρούχο
ύδωρ
|
Σε
δερματικές νόσους, σε πεσσούς, σε
αλοιφή στυπτική, σε κλύσματα, σε στοματοχρίσματα
|
Αφρός
νίτρου (ποτάσσα)
|
Εσωτερικά
σε κωλικούς, σε εγχύσεις σε νόσους των ώτων και εξωτερικά σε έμπλαστρα για
λέπρα
|
Όστρακα
(κέραμοι ψημένοι)
|
Με
όξος σε κνησμό, εξανθήματα. Σε αλοιφή για τις χοιράδες
|
Πομφόλυξ
|
Χρήσεις,
όπως και η καδμεία
|
Σανδαράκη
ερυθρή (As2S3)
|
Καθαιρετικό.
Σε σκόνη σε ωτίτιδες, με τερεβινθίνη σε αλωπεκία, με έλαιο σε φθειρίαση και
σε καταπότια κατά του άσθματος. Συστατικό του καρικού φαρμάκου (αλοιφή για
πληγές)
|
Σανδαράκη
ψευδής (είδος οξειδίου του μολύβδου)
|
|
Σάπφειρος
(δεν πρόκειται περί του πολυτίμου λίθου, αλλά για κάποιο ορυκτό με χαλκό)
|
Ως
ποτό σε σκορπιόδηκτους, σε κηλίδες του κερατοειδούς
|
Σμύρις
(λίθος)
|
Σε
ουλίτιδες και για καθαρισμό των οδόντων
|
Στίμμι
και στίβι (ορυκτός αντιμονίτης-Sb2S3)
|
Επουλωτικό
ελκών, με στέαρ κατά των εγκαυμάτων
|
Στυπτηρία
(αργιλούχα ορυκτά)
|
Ουλίτιδες,
σε φαγέσορες, ξηραντικό πληγών, στυπτικό, σε αιμορραγίες
|
Σώρυ
(πιθανόν ορυκτός θειικός χαλκός, ενέχων και ακάθαρτο θειικό σίδηρο με
περίσσεια οξέος)
|
Σε
οδονταλγίες, τερηδόνα, για τα μαλλιά ως μαύρη βαφή
|
Τέφρα
κληματίνη (ανθρακικό κάλιο, προερχόμενο από την αποτέφρωση φυτών)
|
Με
όξος ως επιθέματα σε δήγματα από ερπετά και σκύλους και ως αντίδοτο σε
δηλητηριάσεις από μύκητες
|
Τρυξ
(το ίζημα από παλαιό οίνο, ανθρακικό κάλιο και μεταλλική σκωρία)
|
Σε
τροχίσκους αντί σάπωνος, στυπτικό, αντιρρευματικό
|
Υδράργυρος
|
Δηλητήριο,
διαβρωτικό. Αντίδοτο: γάλα
|
Χαλκός:
πολλά χαλκούχα φάρμακα
|
|
Κεκαυμένος
χαλκός
|
Στυπτικό,
εμετικό, επιπαστικό, επουλω-τικό
|
Άνθος
χαλκού (κάποιο οξείδιο)
|
Επουλωτικό,
σε αιμορροΐδες κλπ
|
Χαλκίτις
|
Εσχαρωτικό,
αντιψωρικό κλπ
|
Χάλκανθο,
χαλκανθές, χαλκάνθη (θειικός χαλκός)
|
Στυπτικό,
ανθελμινθικό, εμετικό, εσχα-ρωτικό κλπ
|
Χρυσόκολλα
(πολλές ουσίες, ίσως μαλαχίτης)
|
Μαλακτικό,
ξηραντικό, σμηκτικό ούλων
|
Ιός
(βασικός ανθρακικός χαλκός)
|
Εσχαρωτικό,
επουλωτικό
|
Ιός
σκώληκος (οξείδιο του χαλκού)
|
στυπτικό
|
Λεπίς
χαλκού (οξείδιο του χαλκού)
|
Στυπτικό,
επουλωτικό, στην οφθαλμο-λογία
|
Σποδός
(μεταλλικό οξείδιο)
Σποδός
κυπρίη (οξείδιο του χαλκού)
Σποδός
ιλλυρίη (οξείδιο του χαλκού)
Σποδός
χρυσίη μετά μίσυος (άγνωστο)
Μέλαν
το κύπριον (ίσως οξείδιο του χαλκού)
|
Επουλωτικό
σε οφθαλμικές νόσους, σε έμπλαστρα
Επουλωτικό
πληγών
Σε
έμπλαστρα γυναικολογικών παθήσεων
Σε
πεσσούς γυναικολογικών παθήσεων
|
Ώχρα
(ορυκτό από άργιλο και οξείδιο του σιδήρου)
|
Στυπτικό,
διαλυτικό φυμάτων και σαρκωμάτων
|
Η σημαντικότερη φυσιογνωμία της ελληνο-ρωμαϊκής
περιόδου ήταν ο Γαληνός (131-201 μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Πέργαμο. Ταξίδευσε
αρκετά και έτσι γνώρισε την θεραπευτική διαφόρων Σχολών. Εγκαταστάθηκε στη
Ρώμη, όπου ίδρυσε επί της Ιεράς οδού κατάστημα, στο οποίο παρασκεύαζε ο ίδιος
τα φάρμακα, σε αντίθεση με τους συγχρόνους συναδέλφους του, οι οποίοι δεν
παρασκεύαζαν τα φάρμακα είτε από άγνοια, είτε από οκνηρία. Πειραματιζόταν στον
εαυτό του και σε ζώα. Δεν περιέγραψε τα φυτά, απλώς τα κατονόμασε. Σημαντικές
για την εποχή του ήταν οι έρευνές του για τις νοθείες των απλών φαρμάκων. Έκανε
δοκιμασίες, που αφορούσαν τα φυσικά τους γνωρίσματα (χρώμα, οσμή, γεύση), αλλά
και τη σύστασή τους.
Πολυγραφότατος, από τα ιατρικά του έργα διασώθηκαν 83
γνήσια και μερικά αμφισβητούμενα. Τα βιβλία αυτά ήταν η βιβλιοθήκη του
φαρμακείου του.
Η θεωρία του για τη
νόσο στηριζόταν στα τέσσερα στοιχεία του ανθρωπίνου σώματος, που αποτελείται
όπως και όλο το σύμπαν από γη, ύδωρ, αέρα και πυρ. Τα στοιχεία αυτά
αντιπροσωπεύουν τις τέσσερις ιδιότητες του σώματος: ψυχρό, υγρό, ξηρό, θερμό.
Για να διατηρηθεί η υγεία τα ενάντια στοιχεία πρέπει να βρίσκονται ανά δύο σε
ισορροπία., δηλ. θερμό με ψυχρό, ξηρό με υγρό, σε αντιστοιχία με τους τέσσερις
χυμούς του σώματος, όπως τους περιέγραψε ο Ιπποκράτης.
Τα διάφορα απλά φάρμακα (δρόγες) έχουν αυτές τις τέσσερις
ιδιότητες σε ποικίλλουσα αναλογία. Κατά τον Γαληνό, πρέπει να χρησιμοποιείται
ένας συνδυασμός από δρόγες, ο οποίος να έχει την ικανότητα να αποκαταστήσει την
διαταραχθείσα ισορροπία. Έτσι, ο Γαληνός παρασκεύαζε σύνθετα φάρμακα (με πολλές
δρόγες), το οποία είχαν τις τέσσερις αυτές ιδιότητες στον κατάλληλο βαθμό, ώστε
να επανέλθει η ισορροπία των χυμών του οργανισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να
οδηγηθεί στην πολυφαρμακία.
Μετά τον Γαληνό, η πρόοδος της
θεραπευτικής επιβραδύνεται, διότι οι θεράποντες ιατροί και συγγραφείς αρκούνται
σε παλαιότερα ιατρικά έργα, τα οποία αντέγραφαν. Έτσι σήμερα υπάρχουν
Βυζαντινοί Κώδικες, που περιέχουν τα έργα των αρχαίων. Συχνά βρίσκουμε και
δικές τους προσθήκες. Πολλοί βυζαντινοί ενσωμάτωσαν στα έργα τους κείμενα των
παλαιοτέρων, όπως π.χ. ο Ορειβάσιος (4ος μ. Χ. αιών) στο έργο
"Εβδομηκοντάβιβλος", στα κεφάλαια ι-ιε΄, αναφέρει τα φάρμακα, τις
παρασκευές τους και τις δράσεις τους, όπως ανευρίσκονται στα έργα του
Διοσκουρίδη και του Γαληνού. Επίσης, ο Αέτιος ο Αμιδηνός (6ος μ. Χ.
αιών) στον 13ο Λόγο του αντέγραψε με ελάχιστες τροποποιήσεις τα
"Αλεξιφάρμακα" του Νίκανδρου του Κολοφώνιου (2ος π. Χ.
αιών), όπου περιγράφονται αντίδοτα δηλητηρίων.
Δρόγες, που δεν γνώριζαν οι αρχαίοι
Έλληνες και εισήχθηκαν αργότερα στη θεραπευτική είναι οι ακόλουθες:
Καφουρά, άμπαρ, που είναι πιθανόν
νοσώδη συγκρίματα κητών της Ινδικής θάλασσας
και χρησιμοποιείτο ως τονωτικό της καρδιάς και της κεφαλής), μόσχος,
ξηρανθέν έκκριμα από αδένα άρρενος ζώου της Κ. Ασίας, ισχυρό αντισπασμωδικό,
λόγω μιας ετεροκυκλικής κετόνης που περιέχει. Οι δρόγες αυτές προέρχονται από
τους Άραβες.
Επίσης, οι αρχαίοι Έλληνες αγνοούσαν
τα καρυόφυλλα (Jambosa caryo-phyllus Sprengel et Niedenzu- Myrtaceae).
Οι πρώτες πληροφορίες για την χρήση τους ανάγονται στην εποχή του Μεγ. Κων/νου.
Στον
πίνακα που ακολουθεί παρατίθενται δρόγες, οι οποίες αναφέρονται στα έργα του
Ιπποκράτη, του Διοσκουρίδη και αναγράφονται στην Ελληνική Φαρμακοποιία Ι, καθώς
και σε μια ανεπίσημη Φαρμακοποιία, που τυπώθηκε στη Σμύρνη το 1835. Η πρώτη
στήλη με τα ονόματα των δρογών είναι καταγραφή των φυτών, που αναφέρονται στο
έργο του βυζαντινού Συμεώνος Σηθ (11ος μ. Χ. αιών) «Σύνταγμα κατά
στοιχείον περί τροφών δυνάμεων»
ΔΡΟΓΗ
|
Ιππο-κράτης
|
Διοσκου-ρίδης
|
Ε.Φ. Ι
(1837)
|
Ε.Φ.
1835
|
Κυριώτερες
χρήσεις
|
Αμυγδαλέλαιο
Amygdalus
communis L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Αποφρακτικόν ήπατος
|
Άμυλο
Amylum
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Συστατικό εμπλάστρων
|
Άνηθο
Anethum graveolens L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Ευστόμαχον, υπναναγωγό
|
Άνισο
Pimpinella anisum L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Γαλακταγωγό
|
Ασπάραγοι
Asparagus sp.
|
+
|
+
|
_
|
_
|
Εμμηναγωγό
|
Βάλσαμο
Balsamodendron gileadense
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Σε δήγματα ιοβόλων ζώων
|
Βασιλικός
Ocimum basilicum L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Υπναγωγό,
σε καρδιαγγειακές παθήσεις
|
Βούγλωσσο
Anchusa sp.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Διουρητικό
|
Γογγύλια
Bunias erucago L.
|
+
|
+
|
+
|
_
|
Διουρητικά, ορεκτικά
|
Γλήχων
Mentha pulegium L.
|
_
|
+
|
_
|
+
|
Εμμηναγωγό
|
Δαύκος
Daucus carotta L.
|
+
|
+
|
+
|
_
|
Διουρητικό, υπακτικό
|
Ζιγγίβερις
Zingiber officinalis L.
|
_
|
+
|
+
|
_
|
Αφροδισιακό, διαφορητικό
|
Ηδύοσμος
Mentha viridis L., M. spicata L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Ορεκτικό, ανθελμινθικό
|
Θρύμβος
Satureja thymbra L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Διουρητικό, χολαγωγό,
Εμμηναγωγό
|
Ίντυβο= κιχώριο
Cichorium sp.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Αποφρακτικόν ήπατος
|
Ίον
Viola tricolor
|
+
|
_
|
+
|
+
|
Σε επιληψίες και άλγη εντέρων
|
Κυδώνια
Cydonia oblonga Mill.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Διουρητικό, αντιδιαρροϊκό
|
Κάρυα
Juglans regia L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Ανθελμινθικό
|
Κολοκυνθίς
Colocynthis
sp.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Καθαρτικό
|
Κράμβη
Brassica
cretica Lam.,
Lepidium sp.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Καθαρτικό, διουρητικό
|
Κίτρα
Citrus aurantium
|
_
|
+
|
+
|
_
|
Αντίδοτο δηλητηρίων, εκτρωτικόν
|
Κάρδαμο
Lepidium
sativum L.,
Nasturtium sp.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Σε άσθμα
|
Κάππαρις
Capparis
spinosa L.
|
_
|
+
|
_
|
+
|
Σε οδονταλγίες, εμμηναγωγό
|
Κρόμμυα
Allium cepa L.
|
+
|
+
|
_
|
+
|
Διουρητικό
|
Κιννάμωμο
Cinnamomum ceylanicum L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Αντίδοτο δηλητηρίων, εμμηναγωγό, εκτρωτικό
|
Κύμινο
Cuminum
cyminum L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Αιμοστατικό σε ρινορραγίες
|
Κορίανδρος
Coriandrum sativum L
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Ανθελμινθικό, αιμοστατικό
|
Κρόκος
Crocus sativum L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Διαφορητικό, αφροδισιακό
|
Κρίνος
Lillium candidum L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Μαλακτικό
|
Κάνναβις
Cannabis sativa L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Παραισθησιογόνο
|
Λάδανο
Cistus creticus L.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Στυπτικό σε τριχόπτωση, μαλακτικό
|
Λεπτοκάρυα
Corylus
avellana L.
|
_
|
+
|
+
|
_
|
Αντίδοτο
|
Λίβανο
Boswellia
carteri Birdw., Olibanum
thus
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Σε βήχα και ρευματισμούς
|
Μαρούλι= θριδακίς
Lactuca virosa, L. sativa
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Σε διακαείς πυρετούς
|
Μαλάχη
Μalva sp.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Σε φλεγμονές από δήγματα σφηκών
|
Μελάνθιο
Nigella
sativa sp.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Ανθελμινθικό, αντιρρευματικό
|
Μελισσόφυλλο
Melissa
officinalis L.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Ωφελεί το φλέγμα
|
Μάραθρον
Foeniculum
vulgare Mill.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Γαλακταγωγό, εμμηναγωγό
|
Μήκων η λευκή, η ερυθρά
Papaver
somniferum L.ssp. album,
Papaver
somniferum L.ssp. glabrum
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Υπναγωγό, αντιβηχικό
|
Μυρσινόκοκκοι
Myrtus
communis L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Σε δήγματα σκορπιών, σε οδονταλγίες
|
Μαστίχη
Pistacia lentiscus
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Καθάρσιον
|
Μέσπιλα
Crataegus tanacetifolia
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Υπακτικό
|
Νάρκισσος
Narcissus serotinus
|
+
|
+
|
_
|
_
|
Επουλωτικό, πρόληψη ρευματισμών
|
Νυμφαία
Nymphaea alba L.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Κατάπλασμα σε φλεγμονές
|
Ξυλοκέρατα
Ceratonia
siliqua L.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Ρωννύουν τον στόμαχο
|
Ξυλαλόη= αγάλλοχον
Aloexylon agallochum Lour.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Αποφρακτικόν ήπατος
|
Πέπερι
Piper nigrum L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Διουρητικόν, αντισυλληπτικό
|
Πήγανος
Ruta graveolens L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Εκτρωτικό, αποφρακτικόν ήπατος, σε δήγματα έχιδνας
|
Πιστάκια
Pistacia sp.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Σε δήγματα ιοβόλων ζώων
|
Πράσον
Allium
porrum L.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Σε αιμορροΐδες
|
Ροιά
Papaver
rhoeas L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Διουρητικό, σε ηπατικά νοσήματα
|
Άγρια ροιά
Punica granatum
|
+
|
+
|
+
|
_
|
Αντιδιαρροϊκόν
|
Ραφανίς
Raphanus armoracia L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Διουρητικόν, υπακτικό
|
Σέλινο
Apium graveolens L.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Διουρητικόν, άφυσον, εμμηναγωγό
|
Σεύτλο
Beta
vulgaris L.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Αποφρακτικόν ήπατος
|
Σήσαμο
Sesamum
orientale L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Εμμηναγωγό, αποφρακτικόν ήπατος
|
Σκόροδο
Allium
sativum L.
|
+
|
+
|
+
|
+
|
Διουρητικό, σε αρθρίτιδες, σε λέπρα, σε δήγματα ιοβόλων ζώων
|
Σίναπι
Brassica
nigra L.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Σε λέπρα, θυμιώμενο διώκει τους όφεις
|
Σάμψυχο
Origanum
majorana L.
|
_
|
+
|
+
|
+
|
Σε δήγματα σκορπιών, σε κεφαλαλγίες
|
Σπάρτος
Spartium
junceum L.
|
_
|
+
|
_
|
+
|
Καθαρτικό
|
Στιχάς
Lavandula
stoechas L.
|
-
|
+
|
+
|
_
|
Ρωννύει τα σπλάχνα
|
Συμπερασματικά μπορεί να διατυπωθεί
η άποψη ότι οι αρχαίοι Έλληνες με βάση το πείραμα και την παρατήρηση, με
κριτικό πνεύμα και επιστημονική θεώρηση επέλεξαν από το φυσικό περιβάλλον
εκείνες τις δρόγες, που η χρήση τους
υπήρξε διαχρονική, η δε μελέτη τους με τα σύγχρονα επιστημονικά μέσα
τεκμηριώνει την ορθή επιλογή τους.
Ε. Σκαλτσά
Επίκουρη Καθηγήτρια
Τομέας
Φαρμακογνωσίας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστημιόπολις, Ζωγράφου, Αθήνα, 157
71.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Berendes J., 1902, Des Pedanies Dioskurides aus Anazarbos Arneimittellehre, Stuttgart,
ανατύπωση Wiesbaden 1970.
Ελληνική Φαρμακοποιία, 1835, (ερανισθείσα εκ
διαφόρων λατινικών και γαλλικών χημικοφαρμακευτικών Συγγραφέων) Μέρος πρώτο.
Λεξικόν της Φαρμακοποιίας. Σμύρνη.
Εμμανουήλ Ε., 1931, Φαρμακοποιία-Φαρμακοτεχνία,
Αθήνα.
Εμμανουήλ Ε., 1948, Ιστορία της Φαρμακευτικής.
Πυρσός, Αθήνα.
Galen, 1979, On the Natural
Faculties, Introduction, p. IX-XL, Loeb Classical Library, Harvard University
Press.
Κυριακόπουλος Π., 1983, Η ιπποκρατική φιλοσοφία και
οι επιδράσεις σ’ αυτή των προσωκρατικών. Διατριβή επί διδακτορία. Ιωάννινα.
Λάνδερερ Ξ., 1837, 1868, Ελληνική Φαρμακοποιία Ι,
Αθήνα.
Λυπουρλής Δ., 1983, Ιπποκρατική ιατρική. Διατριβή
επί διδακτορία.Θες/νίκη.
Σκαλτσά Ε., Φιλιάνος Σ.,
1992, Συμεώνος Σηθ: "Σύνταγμα κατά στοιχείον περί τροφών δυνάμεων".
Φαρμακογνωστική εκτίμηση . 5ο Παν/νιο Συνέδριο Ιστορίας, Φιλοσοφίας
και Κοινωνιολογίας των Ιατρικών Επιστημών, Κως, Σεπτέμβριος.
Théophraste, 1988,
Recherches sur les plantes. Tome I, Introduction. p. VII-LIV. Ed. Les belles lettres.
Tschirch A., 1933, Handbuch der
Pharmakognosie, Abteilung III, Band I, Leipzig.
Χατζηιωάννου Δ. Ε., 1981, Συμβολή εις την μελέτην
των παρ’ Ομήρω φαρμάκων και της αντιλήψεως υγιεινής δια της καθαριότητος.
Διατριβή επί διδακτορία. Αθήνα.
Wellmann M., 1958, Pedanii Dioscuridis Anazarbei De Materia Medica. Vol.I-III. Berlin.