Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Οι δεσμοί της αρχαίας Αρκαδίας με την Κύπρο

Οι δεσμοί της Αρκαδίας με την Κύπρο ειναι Προϊστορικοί και χρονολογούνται πρίν από τον 12ον π.χ αιώνα.Οι πρώτοι άποικοι της νήσου ήταν οι Αρκάδες οπώς αναφέρουν οι αρχαίοι ιστορικοί Ηρόδοτος και Παυσανίας.Η εγκατάσταση των Αρκάδων αποίκων στην Κύπρον έγινε πρό της καθόδου των Δωριέων στην Πελοπόννησον, μάλιστα δε προηγήθησαν τών των Αιολικών και  Ιωνικών αποικιών, οι οποίοι κατέκτησαν αργότερα τα παράλια της Μ. Ασίας.Από την ανάγνωση των Κυπριακών επιγραφών και συγκριτικής μελέτης ειδικών γλωσσολόγων, κατεδείχθη η συγγένεια και επεβεβαιώθη η μεγίστη ομοιότητα της αρχαίας Κυπριακής Διαλέκτου με την αρχαίαν Αρκαδική Διάλεκτο.Η Κύπρος, στην αδιάκοπη και πολυκύμαντη ροή του ιστορικού χρόνου, παρουσιάζει τούτο το χαρακτηριστικό γνώρισμα: αν και δέχτηκε πολλές και έντονες επιδράσεις απ’ τους γειτονικούς της λαούς, ωστόσο, δεν αποκόπηκε ποτέ απ’ την μητροπολιτική Ελληνική εστία. Ο πολιτισμός της, απ’ τα πανάρχαια χρόνια, αποτελεί ένα γονιμοποιό αδέλφωμα γηγενών, Ελληνικών και μεσανατολικών στοιχείων.

Ομηρική Μαρτυρία   


Ο Όμηρος στην Ιλιάδα μας αναφέρει οτι απο τις Ελληνικές πολεμικές δυνάμεις σε πλοία, άνδρες και αρχηγούς, που συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα ,για να πάρουν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας ηταν και η Αρκαδία με αρχηγό τους τον βασιλιά Αγαπήνορα.Ο Αγαπήνορας ήταν απο την Τεγέα μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της αρχαίας Αρκαδίας.Όταν τελείωσε ο Τρωικός πόλεμος, οι Αρκάδες μπήκαν στα καράβια που πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Πλησιάζοντας στην Κύπρο, τους έπιασε τόσο μεγάλη φουρτούνα, ώστε δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Δεν ηταν και τοσο καλοί θαλασσινοί και δεν τόλμησαν να τα βάλουν με τα μανιασμένα κύματα. Έτσι, άραξαν στις Κυπριακές ακτές και εγκατασταθήκαν μόνιμα εκεί. 

Ο Όμηρος γράφει «Κατέφθασαν λοιπόν πολλά παλικάρια, από διάφορα μέρη της Αρκαδίας. Και να, απ’ τους πρόποδες της Κυλλήνης όπου βρίσκεται ο τάφος του Αιπύτου, ήλθαν αρκετοί γενναίοι κονταρομάχοι. Επίσης ήλθαν απ’ τον Φενεό και τον Ορχομενό όπου τρέφουν πολλά κοπάδια πρόβατα. Άλλοι ήλθαν από τη Ρίπη, τη Στρατία και την ανεμοδαρμένη Ενίσπη. Άλλοι απ’ την Τεγέα και την όμορφη Μαντίνεια κι άλλοι απ’ τον Στύμφαλο και την Παρρασία. Αρχηγός τους ήταν ο Αγαπήνωρ, ο γιός του Αγκαίου. Όλοι τους ήσαν εμπειροπόλεμοι και μπήκαν αρκετοί σε κάθε πλοίο απ’ τα εξήντα που τους έδωσε ο Αγαμέμνων, ο γενικός αρχηγός της εκστρατείας. Αυτά τα πλοία ήσαν γερά και καλοφτιαγμένα, ικανά να περάσουν χωρίς κίνδυνο το βαθυγάλαζο πέλαγος, μιας και οι Αρκάδες δεν είχαν ιδέα από θαλασσινές τέχνες».

Την αρχαία εποχή, η Αρκαδία δεν είχε διέξοδο προς την θάλασσα. Ήταν περιοχή εντελώς μεσογειακή. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Αγαμέμνων εφρόντισε να τους εξασφαλίση εξήντα γερά και καλοφτιαγμένα καράβια. Οι αρχαίοι Αρκάδες, οι «βαλανηφάγοι», ήσαν άριστοι κτηνοτρόφοι, γεωργοί, αθλητές και πολεμιστές. Η θάλασσα τους ήταν άγνωστη. Απόδειξη, ότι, όταν τους έπιασε η μεγάλη θαλασσοταραχή κατά την επιστροφή τους απ’ την Τροία, κατέφυγαν στις Κυπριακές ακτές της Πάφου και έμειναν εκεί για όλη τους τη ζωή.

Μαρτυρία Παυσανία 
 

Η μαρτυρία του Παυσανία είναι πολύ κατατοπιστική. Επισημαίνουμε μερικά σπουδαία στοιχεία. Η αποβίβαση των Αρκάδων στην Κύπρο, αν και αναγκαστική, δεν είχε προσωρινό χαρακτήρα. Απεφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Είτε διότι δεν είχαν ελπίδες να επιστρέψουν με ασφάλεια στην πατρίδα, είτε διότι τους άρεσε το μέρος, είτε και για τα δυό μαζί, έβαλαν μπροστά σχέδια μόνιμης και σταθερής παραμονής στον φιλόξενο αυτόν τόπο. Όποιος θέλει να φύγη, όποιος βασανίζεται από το σαράκι του νόστου, δεν χτίζει πολιτείες και ναούς.Για να γίνουν αυτά τα μεγάλα έργα, εχρειάστηκαν δύο παράγοντες. Χρόνος και εύνοια. Είναι αυτονόητο, ότι πρίν αρχίσει ο οργασμός της δημιουργίας, θα είχαν προηγηθή εγκάρδιες επαφές με το ντόπιο ανθρώπινο δυναμικό. Δεν δημιουργεί έργα ο νεοφερμένος σε περιβάλλον εχθρικό. Βασικός παράγοντας κάθε δημιουργίας είναι η γαλήνη, η ασφάλεια και η ησυχία.

Επικρατεί η γνώμη στον κύκλο των ειδικών, ότι από πολύ παλιότερα είχαν εγκατασταθή στην Κύπρο Αρκάδες, σαν έμποροι, σαν μετανάστες και αποικιστές. Οι νέοι του Αγαπήνορα, μαζί με τους παλιούς, ανακατεύτηκαν με τους γηγενείς κατοίκους και έπλασαν μια δυναμική και δημιουργική φυλή. Οι Αρκάδες, εκτός από το γερό βιολογικό κύτταρο, έφεραν μαζί τους και τις συνήθειες, τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες, τις δεξιότητες και τις λατρείες τους. Αρχιτεκτονική, πολεοδομία, γλυπτική, πηλοπλαστική, οπλοτεχνία, υφαντική, τέχνη και τεχνική, γλώσσα και γραφή, γνώση και πράξη, μεταφυτεύθηκαν κι ανακατεύτηκαν με τα Κυπριακά και τεχνούργησαν ένα λαμπρό πολιτισμό. Τον Αρκαδοκυπριακό

Σπουδαία ευρήματα
 

Το μεταναστευτικό ρεύμα απ’ την Αρκαδία προς την Κύπρο, φαίνεται ότι έφτασε σε μεγάλη συχνότητα και πυκνότητα. Οι Αρκάδες, απλώθηκαν, διείσδυσαν και ρίζωσαν σ’ όλο το νησί. Αυτά δεν είναι ευσεβείς πόθοι. Αποδεικνύονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα που έρχονται στην επιφάνεια, όλο και πιο πλούσια, όλο και πιο εύγλωττα.Οι αρχαιολόγοι, θεωρούν εξαιρετικής σημασίας, δύο χάλκινα αγάλματα που βρέθηκαν στην αρχαία πόλη Έγκωμη. Η Έγκωμη βρισκόταν στην επαρχία της Αμμοχώστου, κοντά στο σημερινό χωριό που έχει την ίδια ονομασία. Οι ανασκαφές, ξέθαψαν τα ισχυρά τείχη, τους κανονικούς δρόμους, τα βολικά σπίτια, την άριστη ρυμοτομία, τα δημόσια κτίρια, τις πλατείες, τους ναούς, τους βωμούς, τα χυτήρια μετάλλων, χιλιάδες αγγεία, αγάλματα και πολλά άλλα καλλιτεχνικά αντικείμενα.

Μας ενδιαφέρουν πολύ τα δύο χάλκινα αγάλματα που αναφέραμε προηγουμένως. Το ένα, παρασταίνει τον Αρκαδικό θεό Απόλλωνα, τον λεγόμενο Κεραιάτη. Το ύψος του φθάνει τα πενηνταπέντε εκατοστό και είναι φτιαγμένο από συμπαγή χαλκό. Στο κεφάλι του έχει κέρατα, όπως ακριβώς συνέβαινε στην Αρκαδία. Ο θεός στέκεται όρθιος, φοράει περισκελίδα και στο κεφάλι του φέρνει περικεφαλαία κωνικού σχήματος, καμωμένη από δέρμα προβάτου. Τα μεγάλα κέρατα, είναι φυτρωμένα από την περικεφαλαία. Το αριστερό του χέρι, ακουμπάει στο στήθος. Το δεξί του, στρέφεται μπροστά με τεντωμένη παλάμη και με κλειστά δάχτυλα, εκτός απ’ τον αντίχειρα. Στη μέση φοράει ζώνη, που του χαρίζει ιδιαίτερη κομψότητα.  Το άγαλμα είναι τόσο τέλεια καμωμένο, ώστε φαίνεται σαν ζωντανό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι λεπτά, αρμονικά κι όμορφα και στα χείλη του χαράζεται ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Το έργο βρέθηκε μέσα στον κεντρικό ναό της Έγκωμης. Τώρα είναι τοποθετημένο στο Κυπριακό Μουσείο της Λευκωσίας.

Σε άλλο ναό βρέθηκε το δεύτερο άγαλμα. Είναι κι αυτό από χαλκό και παρασταίνει ένα θεό με γένεια και με κέρατα. Στο δεξί του χέρι κρατάει ακόντιο και στο αριστερό ασπίδα. Κι αυτό, θεωρείται μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, αν και η ταυτότητά του δεν έχει ακόμη εξακριβωθή. Να είναι τάχα, ο Αρκαδικός θεός Πάν? Η μορφή, επιτρέπει μια τέτοια υπόθεση. Μα η ασπίδα και το ακόντιο μας κάνουν κάπως διστακτικούς. Υπάρχουν οι τολμηροί που υποστηρίζουν αυτή την πιθανοφανή άποψη: το άγαλμα ίσως αποτελεί συγκερασμό αρκαδοκυπριακής συνεργασίας.  Για να υπάρχουν αυτά τα αγάλματα και κυρίως το πρώτο, που εικονίζει τον Αρκαδικό θεό Απόλλωνα τον Κεραιάτη, θα πή ότι είχε επιβληθή η λατρεία του θεού αυτού στην πόλη Έγκωμη. Αυτό βεβαιώνεται από σχετική επιγραφή που βρέθηκε στην πόλη Λάρνακα. Κοντά στο άγαλμα, βρήκαν αρκετά χάλκινα κρανία (βουκράνια). Αυτά τα φορούσαν οι λατρευτές, την εποχή των θρησκευτικών τελετών προς τιμήν του Αρκαδικού θεού Απόλλωνα του Κεραιάτη. 

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι Αρκάδες κάτοικοι της πόλης θα ήταν πολλοί και ισχυροί. Η καθιέρωση μιας θρησκευτικής λατρείας μέσα στις λαϊκές μάζες, προϋποθέτει κυριαρχία στον διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό τομέα. Το ίδιο και η ανάπτυξη της τέχνης και μάλιστα της μεταλλοτεχνίας, που είναι προχωρημένη μορφή εικαστικής έκφρασης. Υπάρχουν κι άλλα ευρήματα σε πολλές Κυπριακές τοποθεσίες, που δείχνουν πειστικά κι ολοφάνερα την Αρκαδική παρουσία στην Κύπρο, απ’ τον δέκατον τέταρτον αιώνα π.χ και μετά.

Αρκαδοκυπριακή Διάλεκτος
 

Όμως εκείνο που έχει το μεγαλύτερο βάρος στον αβρό και καρποφόρο εναγκαλισμό Αρκαδίας και Κύπρου, είναι η γλώσσα. Η ξεχωριστή εκείνη αρχαία Κυπριακή γλώσσα που σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό των ειδικών, λέγεται Αρκαδοκυπριακή Διάλεκτος. Δεν ήταν μόνο προφορική αυτή η διάλεκτος, αλλά και γραπτή. Οι Κύπριοι είχαν δική τους γραφή. Είναι διαφορετική από τη Μινωική και λέγεται «συλλαβική κυπριακή γραφή». Οι ειδικοί επιστήμονες τοποθετούν την ακμή και χρήση της, γύρω στα 1500 π.χ, αλλά δεν κατάφεραν ακόμη να την αποκρυπτογραφήσουν, παρά τις έντονες προσπάθειες τους. Τα σύμβολά της αποτελούνται από ευθείες και καμπύλες γραμμές (γραμμική γραφή) και τα βρήκαν χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες ή ζωγραφισμένα επάνω σε αγγεία. Αργότερα, τα χάραζαν επάνω σε φύλλα χαλκού. Επιφάνειες σαν αυτές, με τέτοια γραφή, βρέθηκαν πολλές στην Παλαίπαφο, στο Κίτιο, στην Έγκωμη και αλλού. Τα ονόματα των πόλεων μας θυμίζουν Αρκαδικές εγκαταστάσεις κι Αρκαδικές πολύπλευρες εξάρσεις.

Ειδικά στην πόλη Έγκωμη, βρέθηκε ένας πήλινος κύλινδρος γραμμένος σ’ ολόκληρη την επιφάνεια με σύμβολα μεταγενέστερης εποχής (γύρω τα 1200 π.χ). Εκατό χρόνια αργότερα (γύρω στα 1100 π.χ) παρουσιάστηκαν αρκετά εργαλεία χάλκινα, με χαραγμένες επάνω τους διάφορες επιγραφές, όπως χάλκινα πιάτα, γεωργικά ή ξυλουργικά χάλκινα αντικείμενα, ραβδιά, εξαρτήματα αργαλειού και χάλκινα νομίσματα (τάλαντα). Φαίνεται πως η μόρφωση είχε αναπτυχθή τόσο πολύ, ώστε οι τεχνίτες ήξεραν να γράφουν και οι άνθρωποι του λαού να διαβάζουν. Τα αντικείμενα αυτά, ήσαν για τις πλατειές λαϊκές τάξεις και όχι για τους παλατιανούς, τους άρχοντες και το ιερατείο. Επομένως, η μόρφωση θα είχε ευρύτερη διάδοση.Αυτός ο τρόπος γραφής με τα γραμμικά σύμβολα, κράτησε ως τον τέταρτον προχριστιανικόν  αιώνα. Από τότε κι ύστερα άρχισε να υποχωρή και να παίρνει τη θέση του σιγά – σιγά, ο γνωστός Ελληνικός τρόπος γραφής της εποχής εκείνης.

Σύμφωνα με μια ισχυρή άποψη των ειδικών, η αρχαία Κυπριακή γραφή διαμορφώθηκε απ’ τις αμοιβαίες επιδράσεις Αρκάδων και Κυπρίων. Μέχρι τώρα, οι επιστήμονες, κατάφεραν να ταξινομήσουν εβδομήντα έξη γραφικά στοιχεία (γράμματα) και πέντε αριθμούς.
Η συγγένεια της κυπριακής και αρκαδικής έχει δώσει λαβή στην υπόθεση ότι και οι δύο κατάγονται από κοινή μητέρα, την αρκαδοκυπριακή των μυκηναϊκών χρόνων. Έτσι βεβαιώνεται ότι ένα μέρος από τους Έλληνες της Κύπρου κατάγονται από την Αρκαδία και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, όπου ήταν απλωμένη η αρκαδική πριν από την κάθοδο των Δωριέων. Από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι η βόρεια ακτή της Κύπρου λεγόταν "Αχαιών ακτή" κατά τον Στράβωνα και οι ιερείς μιας άγνωστης θεότητας λέγονταν "Αχαιομάντεις".

Αρκαδο-Κυπριακά Τοπωνύμια
 

Εκτός από την αρκαδοκυπριακή διάλεκτο και τα κοινά αρκαδοκυπριακά τοπωνύμια , επιβεβαιώνουν τη διαχρονική συνέχεια των δύο αδελφών λαών. " Τόπων τινών ονόματα λεγόμενα μηνύουσι την πάλαι ποτέ αυτών ενοίκησιν", γράφει ο Διον. Αλικαρνασσεύς. Τοπωνύμια υπάρχουν και στην Αρκαδία και στην Κύπρο, τα οποία θα πρέπει να εξετασθούν ως γλωσσικό τεκμήριο αποικισμού και ενδεικτικό της συντηρητικότητας των τοπωνυμίων ως γλωσσικών στοιχείων:
Βάσσαι
Αρχαίας Φυγαλίας και Βάσσα (Βήσσα) χωρίον Λεμεσσού.
Σαϊτάς του Ντάρα και Σαϊτάς της Κύπρου.
Λιβεργά της Κανδύλας και Λιβερά της Κύπρου.
Λύμπια Κυνουρίας και Λύμπια Κύπρου.
Μαρί Κυνουρίας και Μαρίν Κύπρου.
Τεγέα Αρκαδίας και Τεγησσός Κύπρου.
Κολλίνες Μαντινείας και Κολλινία (λοφώδης περιοχή Κύπρου).
Κυλλήνη (όρος) Αρκαδίας και Κυλλήνια, χωρίον Πάφου.
Απόλλων Κερεάτης (ιερόν) Αρκαδίας και Απόλλων Κεραιάτης (άγαλμα) Εγκώμης (Αλάσιας) Κύπρου.
Απόλλων Αγυιεύς (Τεγέα) και Αγυάτης Απόλλων (Αγυιά Κύπρου).
Κερύνεια (τοπωνύμιο) Αρκαδίας και Κυρήνεια Κύπρου.
Κλάριος Απόλλων (Αρκαδία) και Κλάριος (ποταμός Κύπρου).
Πύλαι Αρκαδίας και Πύλα Λάρνακος.
Μακαρία Αρκαδίας (Παυσ. Η΄ 3,3) και Μακαρία Κύπρου.
Μαλούς (ποταμός) Αρκαδίας και Μαλούντα της Κύπρου.
Μακούνια Τσακωνιάς και Μακούντα Κύπρου.
Γλανιτσιά χωριό της Γορτυνίας και Αγλαντζιά Κύπρου.
Σπάθαρι, χωριό της Γορτυνίας και Σπαθαρικό Κύπρου
Μάραθα (χωρίον) Γορτυνίας και Μάραθον (ποτάμι) Κύπρου.
Τραπεζούς Αρκαδίας και Τραπέζου (κώμη) επαρχίας Αμμοχώστου Ακόμη επισημαίνουμε και άλλα γνωστά σήμερα Αρκαδοκυπριακά τοπωνύμια, που πρέπει να εξετασθούν κάποτε όπως:
Αγριδάκι, Ζαχαρία, Καλλιάνα, Καλλιάνι, Καμινάρια, Λύμπια, Σόλος, Γόλγος, κ.λ.π.

Τα κοινά αρκαδοκυπριακά τοπωνύμια, η αρκαδοκυπριακή διάλεκτος, η κοινή λατρεία, οι νόμοι, τα ήθη κι έθιμα επιβεβαιώνουν, για όσους αμφιβάλλουν, το φυλετικό δεσμό που δεν αδυνάτισε στη διαδρομή των αιώνων και διαχρονικά συνεχίζονται οι ιστορικές σχέσεις μέχρι σήμερα.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Περίφημοι Ναοί της Ελλάδας,Μικράς Ασίας και Μεγάλης Ελλάδας

Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν ναό αποκλειστικά το ιδιαίτερο κτίσμα, μέσα στο οποίο στεγαζόταν και φυλασσόταν το άγαλμα της λατρευόμενης θεότητας, σε αντιδιαστολή προς το Ιερό, δηλαδή τον ιερό χώρο, ο οποίος περιλάμβανε τον ναό, τους βωμούς, τα αναθήματα και τις κατοικίες των ιερέων. Η ιστορία της αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων μας διδάσκει ότι ναοί άρχισαν να κατασκευάζονται από την ομηρική εποχή και έπειτα και πως οι προγενέστεροι τόποι λατρείας ήταν τα Ιερά. Πράγματι, στα κυριότερα δηλαδή προϊστορικά κέντρα της Ελλάδας, στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στην Κρήτη -στις Κνωσό και Φαιστό- , δεν βρέθηκαν λείψανα ναών με την παραπάνω έννοια, σχεδόν όμως σε όλα τα μέρη της ελληνικής γης αποκαλύφθηκαν λείψανα βωμών στις μεγάλες αυλές των προϊστορικών βασιλικών παλατιών. Η εύρεση τέτοιων λατρευτικών τύπων ανταποκρίνεται πληρέστερα με τις σχετικές περιγραφές και αναφορές των ομηρικών επών, σύμφωνα με τα οποία η μεγάλη αυλή του βασιλικού παλατιού των προϊστορικών χρόνων ήταν ο ιερός τόπος των πόλεων, στον οποίον συνέρεαν οι θρησκευτές στις μεγάλες περιοδικές γιορτές, όπου θυσίαζαν και επικαλούνταν τη βοήθεια των λατρευόμενων θεών. Γι' αυτό και η μεγάλη αυλή του προϊστορικού βασιλικού ανακτόρου -το έρκος- προσδιορίζεται από τον Όμηρο "έρκος ιερόν".

Έτσι στην Ιθάκη, στην αυλή του παλατιού του Οδυσσέα, ο Λαέρτης και ο Οδυσσέας θυσιάζουν στον Ερκείο Δία μηρούς βοδιών και ο Φήμιος προσπαθεί να καταφύγει εκεί για να βρει άσυλο. Επίσης και στην αυλή του ανακτόρου του ο Πρίαμος κάνει σπονδές στον Ιδαίο Δία, ζητώντας τη βοήθειά του. Σύμφωνα με αυτά, ο προϊστορικός ελληνικός ναός ήταν υπαίθριος χώρος που περιβαλλόταν από τοίχο και περιείχε βωμό και πιθανόν το λατρευτικό άγαλμα. Τέτοιοι χώροι δεν ήταν μόνο οι αυλές των βασιλικών ανακτόρων αλλά και σπήλαια, πηγές και άλση. Παράλληλα όμως με το πρωταρχικό αυτό είδος του ελληνικού ναού συνυπήρχε, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, και άλλο είδος ναών, μέσα σ' αυτό το ίδιο το ανάκτορο ιερό, το οποίο βρισκόταν μέσα στο άδυτο του παλατιού, δηλαδή στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά και στο οποίο λατρεύονταν "οι θεοί μύχιοι εν μυχώι δόμου", όπως λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια. Και πράγματι, σε διάφορα προϊστορικά ανάκτορα της Κρήτης αποκαλύφθηκαν ναΐσκοι με σκεύη λατρείας και ειδώλια. Από τα πιο σημαντικά και χαρακτηριστικά είναι το ιερό που βρισκόταν στην Κνωσό, δίπλα στην αίθουσα του θρόνου του Μίνωα, το οποίο αποτελείται από δύο συνεχόμενα δωμάτια. Στη μέση του καθενός εγείρεται τετράγωνος κίονας, που φέρει και στις τέσσερις πλευρές του το σύμβολο του διπλού πέλεκυ, το οποίο ήταν το έμβλημα του λατρευόμενου Καρίου Διός.

Το ότι τα ανάκτορα των προϊστορικών βασιλιάδων περιέκλειαν τα ιερά και τους ναούς της πανάρχαιας εκείνης περιόδου προκύπτει, εκτός από τις ομηρικές περιγραφές και ανασκαφές, και από πολλές γλυπτές και ζωγραφικές παραστάσεις, οι οποίες βρέθηκαν σε διάφορες ανασκαφές προϊστορικών τόπων. Έτσι, τοιχογραφία του ανακτόρου της Κνωσού παριστάνει το εσωτερικό ναΐσκου διαιρεμένο σε τρία δωμάτια, των οποίων οι τοίχοι είναι βαμμένοι με διάφορα χρώματα: κόκκινο, μπλε και κίτρινο. Λατρευτικό άγαλμα δεν φαίνεται αλλά μόνο λατρευτικά αντικείμενα σε σχήμα κεράτου δίπλα στους κίονες. Ακόμα, στους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών βρέθηκαν χρυσές πλάκες, πάνω στις οποίες υπάρχει ανάγλυφη παράσταση με την πρόσοψη κτιρίου, όπου πάνω στις δύο γωνίες της στέγης του κάθονται από μία περιστέρα, ιερό πτηνό και σύμβολο της Αφροδίτης. Το κτίριο που παριστάνεται έχει τρεις πόρτες και βωμούς που διαγράφονται στο βάθος τους καθώς και επιστέγασμα με πολλές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, που θυμίζει τα σχέδια των βασιλικών ανακτόρων της Τίρυνθας και των Μυκηνών. Από αυτές τις ενδείξεις οδηγήθηκε η ιστορία της αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων  και παραλλήλισε τα πρώτα κτίσματα πραγματικών ναών με τα σχέδια των προϊστορικών μεγάρων και ανακτόρων. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το βασιλικό προϊστορικό ανάκτορο, και μάλιστα το μέγαρο, δηλαδή η αίθουσα υποδοχής του ανακτόρου, είναι ο πρωταρχικός τύπος του ελληνικού ναού. Αυτό εξηγεί και γιατί οι αρχαίοι Έλληνες καλούν τους αρχαιότατους ναούς "μέγαρον" όπως τον ναό της Δήμητρας και της Κόρης, όπως λέει ο Παυσανίας, τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος. Και πράγματι, ο ναός της ομηρικής περιόδου που βρέθηκε στην Τροία, από τους αρχαιότερους των ελληνικών ναών, θυμίζει το σχέδιο του μεγάρου, γιατί αποτελείται από μια ευρύχωρη τετράγωνη αίθουσα 15,30x8,30 μέτρων και έναν πρόδομο βάθους 2 μέτρων. Σ' αυτό το κτίσμα βρέθηκε μία βάση κίονα, πάνω στην οποία στηριζόταν ξύλινος κίονας και όλη η αίθουσα διαιρούνταν σε δύο κλίτη, που χωρίζονταν από σειρά κιόνων. Στο εσωτερικό διαμέρισμα ήταν στημένο το άγαλμα ή το ξόανο του θεού. Ο ναός ήταν καθιδρυμένος πάνω σε λόφο, όπου κατά την εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου ιδρύθηκε ο ναός της Αθηνάς του Ιλίου και είναι πολύ πιθανόν αυτός ο πανάρχαιος ομηρικός ναός να είναι ο ναός της Αθηνάς των χρόνων της άλωσης της Τροίας, που βρισκόταν πάνω στην ακρόπολη, γύρω από τον οποίο πολλά αναφέρονται στην Ιλιάδα. Στην Τροία άλλος ναός εκείνης της εποχής αναφέρεται από τον Όμηρο και ο ναός του Σμινθίου Απόλλωνα.

Σύμφωνα με αυτά, ο ναός κατά τους ομηρικούς χρόνους έχει ανεξαρτητοποιηθεί από την διαφύλαξή του στα βασιλικά ανάκτορα, αντιγράφει το σχήμα των μεγάρων, μέσα στα οποία, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, κλεινόταν και έμενε αθέατος, παρουσιάζεται τώρα σε υπαίθριο χώρο ως περίοπτος αυτοτελής οίκος του λατρευόμενου θεού, του οποίου το άγαλμα ή το ξόανο στεγάζει και στον οποίο δεν πηγαίνει πλέον μόνο ο βασιλιάς να προσευχηθεί αλλά και κάθε θρησκευτής. Τέτοιος ναός πιθανόν ήταν του Απόλλωνα στη Δήλο, του οποίου το μέγεθος και τη φήμη εγκωμιάζει ο σχετικός ομηρικός ύμνος. Επίσης, ανάλογος ναός πρέπει να ήταν και του Πύθιου Απόλλωνα στους Δελφούς, για τον οποίο ο σχετικός ομηρικός ύμνος λέει ότι είχε μεγάλο περίβολο. Οι παραπάνω ναοί του 10ου και 9ου αιώνα π.α.χ.χ., που αναφέρονται στους ομηρικούς ύμνους δεν διασώθηκαν, πολύ πιθανόν είναι όμως ότι, έχοντας το σχήμα του μεγάρου, ήταν επιμήκη τετράγωνα κτίρια, των οποίων οι δύο μακροί τοίχοι προεκτείνονταν, σε σχήμα παραστάδων, περικλείοντας τον πρόδομο και την αίθουσα. Η πρόσοψη μεταξύ των παραστάδων ήταν διακοσμημένη με δύο ξύλινους κίονες πάνω σε λίθινες βάσεις. Αλλά αυτή η διαμόρφωση του ελληνικού ναού αποτελεί την πιο απλή διαμόρφωση του πρωταρχικού δωρικού ναού σε παράσταση.


Το τετράγωνο δωμάτιο του μυκηναϊκού ανακτόρου, το μέγαρο, ονομάσθηκε τώρα άδυτο ή ναός, ο πρόδομος και η αίθουσα του μεγάρου ονομάστηκαν πρόναος. Και μέχρι τον 8ο π.α.χ.χ. αιώνα η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική δεν φαίνεται να έκανε μεγαλύτερες προόδους, περιορίστηκε να εγείρει ναούς κατά το πρότυπο του μυκηναϊκού ανακτόρου. Από τον 8ο π.α.χ.χ. αιώνα όμως και μετά ο ελληνικός ναός αναπτύσσεται και διακοσμείται, έτσι καθίσταται οργανικό ον και η ύψιστη εκδήλωση της τέχνης, γιατί αρχιτέκτονες, γλύπτες και ζωγράφοι συνεργάζονται στην αρμονικότερη ίδρυση και στον καλλιτεχνικότερο εξωραϊσμό της κατοικίας του θεού. Για την εκλογή του κατάλληλου τόπου ίδρυσης ναού ζητούνταν, κατά τον λεγόμενο νόμο των ιερών, χρησμός μαντείου, όπως αυτός της Πυθίας, ή λαμβανόταν υπόψη η παράδοση, κατά την οποία ο θεός είχε υποδείξει, με ορατό σημάδι, τον αρεστό σ' εκείνο τόπο ίδρυσης του ναού του. Εξαιτίας αυτού πολλοί ναοί, όπως αυτοί που ήταν στην Αίγινα, στο Σούνιο, στα Δίδυμα βρίσκονταν μακριά από την πόλη. Όταν όμως δεν υπήρχε χρησμός ή παράδοση, οι ναοί συνήθως κτίζονταν πάνω σε λόφο ή ύψωμα με ανοιχτό ορίζοντα, για να είναι περίοπτοι και με φυσική οχύρωση, για να προφυλάσσονται επαρκέστερα οι θησαυροί και τα άλλα πολύτιμα αφιερώματα και σκεύη που βρίσκονταν μέσα σ' αυτούς. Ο ναός που εγείρονταν κάτω από αυτές τις συνθήκες βρίσκονταν στη μέση του χώρου, ο οποίος καλείται τέμενος, περιβάλλονταν συνήθως από τείχος και περιείχε βωμούς, αναθήματα, στήλες και αγάλματα. Ο θρησκευτής που εισέρχονταν στο τέμενος θυσίαζε πρώτα και έπειτα περνώντας μπροστά από τα διάφορα αναθήματα έφτανε στο ναό, του οποίου η πρόσοψη ήταν συνήθως προς την ανατολή. Και αρχικά, όπως αναφέρθηκε, ο ναός είχε απλά τον τύπο του μυκηναϊκού μεγάρου, θεμελιώνονταν πάνω σε λίθινες βάσεις και κτίζονταν με πλίνθους ψημένους στον ήλιο ή από κομμάτια ξερού πηλού που ανακάτευαν με άχυρο, όπως συνηθίζονταν κατά τους προελληνικούς χρόνους στην Τροία, Θήρα, Κνωσό, Τίρυνθα και Μυκήνες. Έτσι ήταν κτισμένος και ο ναός της Αθηνάς στην Ολυμπία κατά τον 8ο ή 7ο αιώνα. Με τον ίδιο τρόπο ήταν κτισμένος και ο αρχαιότατος ναός στην Πανόπη Φωκίδας, τον οποίο είδε ο Παυσανίας. Ανάλογος πρέπει να ήταν και ο ναός του Απόλλωνα στα Μέγαρα, του οποίου ο αυτοκράτορας Αδριανός διέταξε την ανοικοδόμηση με μαρμάρινο υλικό.

Όσον αφορά στα άλλα μέρη του -στέγη και κίονες- αυτά ήταν φτιαγμένα από ξύλο, όπως ξύλινα ήταν και τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Με την πάροδο του χρόνου όμως, το ξύλο αντικαθιστάται με τον λίθο, ο ναός που εξωραΐζεται αποκτάει περισσότερους κίονες. Δεν είναι ακριβώς γνωστές λεπτομερειακά οι φάσεις της εξέλιξης του ελληνικού ναού από τον απλό πρωταρχικό μυκηναϊκού τύπου. Είναι όμως βέβαιο ότι αρχικά προστέθηκαν δύο ακόμα κίονες στην πρόσοψη, αργότερα έξι και τέλος εμπλουτίσθηκαν οι μακρές πλευρές του ναού και του οπισθόδομου με μία ή και δύο σειρές κιόνων. Σε ενίσχυση των παρατηρήσεων γι' αυτή την εξέλιξη προβάλλονται δύο αρχαιότατοι ναοί, ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία, το Ηραίον και ο ναός που αποκαλύφθηκε στο Θέρμο της Αιτωλίας. Το Ηραίον κτίστηκε κατά τον 7ο π.α.χ.χ. αιώνα και είναι ο πιο αρχαίος δωρικός ναός που έχει ανακαλυφθεί. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι και κατά τους χρόνους του ακόμα διατηρούταν μέσα σ' αυτόν το ναό, ως κειμήλιο της άλλοτε ξύλινης κιονοστοιχίας του ναού, δρύινος κίονας, γιατί ξύλινοι ήταν αρχικά οι κίονες, αλλά με την πάροδο του χρόνου, επειδή αυτοί σάπιζαν, αντικαθιστούταν με λίθινους κίονες. Πράγματι, οι κίονες που βρέθηκαν στις ανασκαφές αυτού του Ηραίου είναι διαφόρων χρόνων. Αλλά και ο ναός που αποκαλύφθηκε στο Θέρμο της Αιτωλίας ήταν κτισμένος κατά την πρωταρχική ναοδομία. Το άδυτο, στενό και μακρύ, ήταν διαιρεμένο σε δύο κλίτη ή υποστάσεις με μία σειρά από κίονες που στηρίζονταν πάνω σε λίθινες βάσεις.

Της ίδιας τεχνοτροπίας ήταν και ο ναός της Ορθίας Αρτέμιδας στην Σπάρτη του 9ου ή 8ου αιώνα, ναός ο οποίος αποτελούνταν από έναν απλό τετράγωνο σηκό, τον οποίο χώριζε κατά μήκος σε δύο μέρη, μια σειρά από ξύλινους κίονες. Στο βάθος ήταν στημένο μέσα σε ένα μικρό χώρισμα το άγαλμα της θεάς. Ο εξωτερικός διάκοσμος των πανάρχαιων αυτών ναών γινόταν με έγχρωμα ψημένα κεραμίδια. Στο Θέρμο το επιστύλιο του ναού ήταν διακοσμημένο με κοσμήματα αρχαϊκού τύπου. Στην Ολυμπία οι ανασκαφές έφεραν στο φως τα κομμάτια του τεράστιου ακρωτηρίου, το οποίο επέστρεφε στο τύμπανο του Ηραίου και το οποίο είναι από ψημένο πηλό και σε σχήμα δίσκου με χρωματιστά γεωμετρικά ιχνογραφήματα. Αλλά και στη Μεγάλη Ελλάδα και ιδίως στη Σικελία, Σελινούντα και Γέλα, όπου σώζονται ακόμα αρχαιότατοι ναοί δωρικού ρυθμού, η διακόσμησή τους με χρωματιστά ψημένα κεραμίδια και η τεχνοτροπία των σχεδίων και της κατασκευής τους φανερώνουν ότι πράγματι είναι αυταπόδεικτη η θεωρία του Βιτρούβιου, κατά την οποία η αρχιτεκτονική του ελληνικού ναού προήλθε από την ξυλοδομία. Τέτοιος ήταν ο ελληνικός ναός κατά την γεωμετρική περίοδο και την πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Από τη στιγμή όμως που άρχισε η αντικατάσταση του πηλού και του ξύλου με σκληρότερο υλικό -του πωρόλιθου ή του μαρμάρου- άρχισε εύλογα και η μεταβολή από την αλλαγή του υλικού και η νέα διαμόρφωση των αρχιτεκτονικών μελών του ναού. Κύρια και ουσιώδη μεταβολή υπέστη ο κίονας, ο οποίος, πρώτα ήταν ξύλινος και είχε το σχήμα του ξύλινου μυκηναϊκού κίονα. Σύμφωνα με τις παραστάσεις, ο μυκηναϊκός κίονας ήταν ξύλινο στήριγμα, πιο λεπτό κοντά στη βάση και πιο παχύ κοντά στην κορυφή, την οποία στεφάνωνε κυκλικό επίθεμα ή άβακας (άβαξ). Με την χρησιμοποίηση λίθου αντί ξύλου, ο κίονας αυτός έγινε παχύτερος στη βάση και λεπτότερος στην κορυφή, το επίθεμα μεγεθύνθηκε και επιμηκύνθηκε, ο κορμός αυλακώθηκε και έτσι γεννήθηκε ο δωρικός κίονας. Οι ναοί διακοσμημένοι με αυτό το είδος κιόνων ονομάστηκαν δωρικοί ναοί. Τέτοιοι ναοί ιδρύθηκαν όλα τα μέρη της Ελλάδας και της Μεγάλης Ελλάδας. Ταυτόχρονα όμως ή λίγο αργότερα, ιδρύθηκαν στη Μικρά Ασία και μάλιστα στην Ιωνία ναοί διακοσμημένοι με κίονες ιωνικού ρυθμού και καλούνταν, από αυτόν, ιωνικοί ναοί. Και τα δύο αυτά είδη ναών έχουν όμοιο γνώρισμα την λεγόμενη κρηπίδα, δηλαδή τη βάση ή το υπόβαθρο πάνω στο οποίο εγείρονται.

Η κρηπίδα είναι ευρύ και στερεό στρώμα από λίθους, του οποίου το κάτω μισό τμήμα είναι χωμένο μέσα στη γη και αποτελεί τα θεμέλια του ναού, το άλλο πάνω μισό προεξέχει από τη γη και καλείται στυλοβάτης, γιατί πάνω σ' αυτόν στηρίζονται οι κίονες του ναού. Το βάθος των θεμελίων ποίκιλλε ανάλογα με το βάρος του κτίσματος που θα τοποθετούνταν πάνω τους ή σύμφωνα με τον τύπο στον οποίο ανήκαν. Εάν η θέση ήταν βραχώδης, όπως πάνω στην Ακρόπολη λόγου χάρη, το βάθος γίνονταν μέτριο και τα θεμέλια τοποθετούνταν χωρίς συνδετικό υλικό. Όπου το έδαφος δεν ήταν βραχώδες, συνήθως μέσα στον πυθμένα του αυλακιού ρίχνονταν στρώμα άμμου, μερικές φορές πηλού, για να ισοπεδώσουν τη θέση. Στην Έφεσο το κάτω στρώμα των θεμελίων του αρχαιότατου ναού της Αρτέμιδας ήταν από άνθρακα και αμμοκονίαμα. Η κρηπίδα κατασκευάζονταν από λίθους, επεξεργασμένους ή μη. Το κάτω μέρος της κρηπίδας του αρχαιότατου Ηραίου της Ολυμπίας αποτελείται από ακανόνιστες πέτρες. Τα κενά μεταξύ των λίθων αυτών συμπληρώνονταν με πέτρες και χώμα. Ο στυλοβάτης αποτελείται από τρία στρώματα λίθων, κλιμακωτά τοποθετημένα. Το δάπεδο του ναού ή των κιονοστοιχιών εξείχε λίγο από την κορυφή του στυλοβάτη. Και μέχρι τον στυλοβάτη τα είδη των παραπάνω ναών δεν διέφεραν μεταξύ τους, από τον στυλοβάτη όμως και πάνω η διαφορά όχι μόνο είναι μεγάλη, αλλά αποτελεί και το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ρυθμού. Και αυτή τη διαφορά προκαλούσε η μορφή των κιόνων και η μορφή της ξυλοδεσίας ή του θριγκού, του ανώτερου δηλαδή μέρους του ναού, το οποίο βρίσκεται επάνω στους τοίχους και στους κίονες. Ο θριγκός παρουσιάζει την εξής διαφορά: του δωρικού θριγκού το πρώτο μέλος είναι το επιστύλιο, το οποίο επικάθεται στα ανώτατα μέλη των κιόνων και το οποίο αποτελείται από μεγάλες τετράπλευρες οριζόντιες δοκούς.

 Αυτές οι δοκοί φέρουν στο πάνω μέρος τους κανόνες, δηλαδή κοντούς πήχεις, από τους οποίους κρέμονται μικρές αποφύσεις, οι καλούμενες σταγόνες. Οι κανόνες βρίσκονται πάντα ακριβώς πάνω από το μέσο των μετακιονίων, δηλαδή πάνω από το διάστημα μεταξύ δύο κιόνων. Πάνω από τους κανόνες προεξέχει μια συνεχής στενή ταινία και κατόπιν έρχεται το διάζωμα. Το διάζωμα διαιρείται σε τρίγλυφα και μετώπες. Τα τρίγλυφα είναι πλάκες τοποθετημένες όρθια και φέρουν τρεις κάθετες γλυφές, δύο ολόκληρες και δύο μισές, μεταξύ των οποίων προεξέχουν οι λεγόμενοι μηροί. Οι μετώπες είναι τετράπλευρες πλάκες, οι οποίες φέρουν συνήθως παραστάσεις. Τα τρίγλυφα βρίσκονται πάντοτε πάνω από τους κανόνες. Μετά το διάζωμα ακολουθεί το γείσο (κορνίζα), του οποίου η κάτω επιφάνεια κλίνει προς τα εμπρός και κοσμείται με πίνακες που προεξέχουν, τους προμόχθους και με σειρά από σταγόνες. Οι προμόχθοι βρίσκονται πάντα πάνω από τα τρίγλυφα και στο μέσο των μετοπών. Τα διαστήματα μεταξύ των προμόχθων ονομάζονται αγυιές.Το επιστύλιο του ιωνικού θριγκού δεν έχει την επιφάνεια ενιαία, αλλά διαιρεμένη σε δύο ή τρεις ταινίες, που προεξέχει λίγο η μία από την άλλη, αναμφίβολα έλαβε την διαμόρφωση αυτή από την ξυλοδομία, κατά την οποία δύο ή τρεις επάλληλοι δοκοί αποτελούν το επιστύλιο. Αντίθετα, το διάζωμα είναι ενιαίο και επίπεδο και επειδή πολλές φορές διακοσμούνταν με παραστάσεις, καλείται ζωφόρος. Το γείσο συνίσταται άλλοτε από οριζόντιες πλάκες, χωρίς τις δωρικές σταγόνες, άλλοτε βρίσκονται κάτω από αυτές πυκνές τετράπλευρες προεξοχές, οι οποίες ονομάζονται γεισήποδες ή οδόντες, διότι προφανώς παριστάνουν τα άκρα των οριζόντιων ξύλινων δοκών της οροφής και υπενθυμίζουν την γένεσή τους από την ξυλοδομία. Από τον θριγκό και πάνω, τα δύο είδη του ελληνικού ναού έχουν πάλι, όπως και στην κρηπίδα, κοινό γνώρισμα την διαμόρφωση της στέγης, η οποία ήταν σαμαρωτή, σχηματίζει μπροστά και πίσω τα τριγωνικά αετώματα ή τους αετούς. Η επιφάνεια του βάθους των αετωμάτων καλείται τύμπανο, το οποίο πλαισιώνεται από γείσα χωρίς προμόχθους. Πάνω από το αέτωμα, όπως και όλη τη στέγη, πλαισιώνει η υδρορροή ή σίμη, στεφάνι δηλαδή, η οποία στεφανώνει το οικοδόμημα και συνάμα εμποδίζει τα νερά της βροχής να πέφτουν από τη στέγη στις προσόψεις.

Αυτού του είδους οι ναοί ονομάστηκαν "εν παραστάσι". Με την πάροδο του χρόνου όμως και μάλιστα από την αρχαϊκή εποχή, οι ναοί διακοσμήθηκαν με περισσότερους κίονες. Πρώτα εμπλουτίστηκαν με δύο ακόμα κίονες και ονομάστηκαν πρόστυλοι. Αργότερα η ίδια διάταξη των κιόνων επαναλήφθηκε και πριν της οπίσθιας στενής πλευράς του ναού και ονομάστηκαν αμφιπρόστυλοι. Πρόστυλοι ναοί ήταν το Αρτεμίσιο στην Επίδαυρο και ο ναΐσκος στην Ολυμπία ή θησαυρός των Γελώων. Αμφιπρόστυλος ναός είναι ο ναός της Απτέρου Νίκης της ακροπόλεως Αθηνών. Οι τρεις αυτοί τύποι είναι οι κυριότεροι τύποι μακράς σειράς ναών, των οποίων το κοινό γνώρισμα είναι ότι δεν έχουν κίονες και στα πτερά, δηλαδή κατά τις μακρές πλευρές του κτιρίου. Οι ναοί αυτοί ονομάζονται άπτεροι. Ως άπτεροι, αυτοί οι ναοί ήταν κτίσματα μικρών διαστάσεων. Με την μεγέθυνση όμως των ναών, όχι μόνο οι στενές πλευρές απέκτησαν περισσότερους κίονες, αλλά και οι μακρές διακοσμήθηκαν με μονή ή και διπλή σειρά κιόνων. Οι ναοί που καλλωπίστηκαν με μία σειρά ή δύο σειρές κιόνων ονομάσθηκαν περίπτεροι ή δίπτεροι. Κατά τον Βιτρούβιο, περίπτεροι ναοί καλούνται αυτοί που έχουν από έξι κίονες στις στενές πλευρές και από έντεκα στις μακρές, σ' αυτές συμπεριλαμβανομένων και των κιόνων των γωνιών. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους όμως περίπτεροι ναοί είναι όλοι οι ναοί που έχουν γύρω τους μια σειρά κιόνων, ανεξάρτητα εάν οι στενές πλευρές έχουν έξι κίονες, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ή πέντε, όπως ο ναός στο Θέρμο, ή οκτώ, όπως ο Παρθενώνας.

Ο περίπτερος ναός είναι η αρχαιότερη μορφή από τους κλασικούς τύπους του ελληνικού, αυτό το αποδεικνύει ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία, το Ηραίον, του οποίου το σχέδιο χρονολογείται τον 8ο ή 9ο αιώνα π.α.χ.χ. Οι δίπτεροι ναοί έχουν οκτώ κίονες στην πρόσοψη της κάθε στενής πλευράς και διπλή σειρά κιονοστοιχιών στις μακρές πλευρές. Ως αρχαιότερο παράδειγμα δίπτερου ναού αναφέρει ο Βιτρούβιος τον ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, τον οποίο έκτισαν ο Χερσίφρων από την Κνωσό και ο γιος του Μεταγένης κατά τον 6ο αιώνα π.α.χ.χ. και πυρπολήθηκε το 356 π.α.χ.χ. από τον Ηρόστρατο. Στους παραπάνω τύπους ναών προστίθεται και ο ψευδοπερίπτερος ναός, ο οποίος έχει επίσης οκτώ κίονες στην πρόσοψη, αλλά από αυτούς μόνο οι τέσσερις μεσαίοι αναλογούν στον τοίχο του ναού, πάνω σε κάθε μία από τις μακρές πλευρές υπάρχει απλή σειρά από δεκαπέντε κίονες. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, ο τύπος αυτός επινοήθηκε κατά το τελευταίο τρίτο του 3ου π.α.χ.χ αιώνα από τον Ερμογένη από την Αλαβάνδα, ο οποίος έκτισε το Αρτεμίσιο του Μαιάνδρου στην Μαγνησία. Κατά τους αρχαιολόγους όμως αρχαιότερος ψευδοπερίπτερος ναός είναι αυτός που βρίσκεται στην Σελινούντα. Για πιο πλήρη καθορισμό των διάφορων τύπων που γεννήθηκαν από τον αριθμό των κιόνων προστέθηκε στην παραπάνω διαίρεση των ναών και η διάκριση τους από τον αριθμό των κιόνων της πρόσοψης σε ναούς τετράστυλους, όταν έχουν τέσσερις κίονες στην πρόσοψη, εξάστυλους όταν έχουν έξι και οκτάστυλους, δεκάστυλους ή δωδεκάστυλους, όταν έχουν οκτώ, δέκα, δώδεκα κίονες. Έτσι π.χ. ο ναός καθορίζεται ως περίπτερος εξάστυλος, όταν έχει έξι κίονες στις στενές πλευρές και μία σειρά κιόνων στις μακρές πλευρές. Δίπτερος οκτάστυλος καλείται όταν έχει οκτώ κίονες στις στενές πλευρές και διπλή σειρά κιόνων στις μακρές του. Παραλλαγή του ιωνικού ναού είναι ο λεγόμενος κορινθιακός ναός, ο οποίος διαφέρει από τον ιωνικό μόνο και αποκλειστικά στο κορινθιακό κιονόκρανο και ο οποίος αρχίζει από τον 4ο π.α.χ.χ. αιώνα. Ο ελληνικός ναός κατέληξε πλέον όχι μόνο αυτοτελές κτίσμα, ελεύθερο στην ύπαιθρο και περίοπτο, αλλά και διακοσμήθηκε με κίονες και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, ώστε να παρουσιάζει τον πρωτότυπο αλλά και τελειότερο τύπο του θείου οίκου. Αλλά οτιδήποτε εξυψώνει την πρωτοτυπία του ελληνικού ναού και τον καθιστά το θαύμα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής είναι οι αναλογίες των διάφορων μελών του προς τα άλλα, αναλογίες, οι οποίες τον διαφοροποιούν κάθε ναό άλλων αρχαίων λαών. Οι αναλογίες αυτές έχουν ως γνώμονα την σχέση των διάφορων μερών του οικοδομήματος με τη διάμετρο του κίονα προς τη βάση. Πάνω στη βάση αυτής της αρχής οι ναοί σε σχέση με την απόσταση που χωρίζει τους κίονες από τους άλλους, καλούνται πυκνόστυλοι, όταν το μεταξύ διάστημα από κίονα σε κίονα είναι ίσο προς τρεις αναλογίες της διαμέτρου του κίονα προς τη βάση του, δηλαδή το διάστημα είναι τρεις φορές μακρύτερο από τη διάμετρο του κίονα, σύστυλοι, όταν είναι τέσσερις φορές, εύστυλοι, τέσσερις και μισή, διάστυλοι, έξι και αραιόστυλοι παραπάνω από έξι. Ανάλογα με αυτές τις διαφορές της πυκνότητας ή αραιότητας των κιόνων αντιστοιχούσαν και οι διάφορες ποικιλίες από το ύψος των κιόνων και του θριγκού.

 Με άλλα λόγια, όλα τα μέλη του ναού υπόκεινται στην ίδια αρχή των αναλογιών. Αλλά και η εσωτερική του διάταξη δεν ανταποκρίνονταν λιγότερο στην εμπνευσμένη, αρμονική και πλούσια σε διάκοσμο εξωτερική εμφάνιση. Το κτίριο του ναού, το οποίο περιβάλλονταν από κίονες, είχε συνήθως σχήμα τετράπλευρου ορθογωνίου. Και, αρχικά αποτελούνταν από μία και μόνη αίθουσα, η οποία καλούνταν σηκός και στην οποία ιδρύονταν το λατρευτικό άγαλμα της τιμώμενης θεότητας. Ο σηκός ήταν ερμητικά κλεισμένος και στεγασμένος, όμως συγκοινωνούσε με τον διάδρομο της εισόδου, που βρίσκονταν μπροστά του, από μια πόρτα, της οποίας τα κλειδιά κρατούσαν οι ιερείς. Στη μεγέθυνση όμως του τετράγωνου κτιρίου, ο ελληνικός ναός διαιρέθηκε σε τρία μεγάλα μέρη: τον πρόναο ή τον πρόδομο, τον σηκό ή το άδυτο και τον οπισθόδομο. Ο πρόναος σχηματίζονταν με την προέκταση των δύο μακρών τοίχων του σηκού και ενός εγκάρσιου τοίχου, στον οποίο υπήρχε πόρτα που οδηγούσε στον σηκό. Αυτό το πρώτο τμήμα του ναού χωρίζονταν ανάλογα την περίσταση από μία σειρά κιόνων, στις μετακιονίες των οποίων υπήρχαν κιγκλίδες, οι οποίες τον έφραζαν εντελώς και μάλιστα έτσι προφυλάσσονταν τα πολύτιμα αντικείμενα και αφιερώματα, που υπήρχαν μέσα στον πρόναο.

Ο σηκός, στον οποίο εισέρχονταν από μεγάλη και συχνά πολυτελή πόρτα, που υπήρχε στο βάθος του τοίχου του πρόναου, χωρίζονταν πολλές φορές και μάλιστα από αρχαιοτάτων χρόνων σε δύο ή τρία κλίτη ή υποστάσεις με απλή ή διπλή σειρά κιόνων. Η μεσαία υπόσταση αφήνονταν μερικές φορές χωρίς σκεπή και λόγω αυτής της ιδιορρυθμίας ο ναός ονομαζόταν ύπαιθρος. Στο βάθος αυτού του διαμερίσματος ήταν ιδρυμένο το λατρευτικό άγαλμα της θεότητας και γύρω από αυτό υπήρχαν και άλλα αναθήματα και αγάλματα. Αυτό το τμήμα του ναού λέγονταν άδυτο και δεν ήταν προσιτό σε όλους. Το τελευταίο διαμέρισμα του ναού ήταν ο οπισθόδομος, ο οποίος ήταν γενικά όμοιος με τον πρόναο και αποτελούσε την οπίσθια πρόσοψη του ναού, όπως ο πρόναος αποτελούσε την εμπρόσθια πρόσοψη. Συνήθως ο οπισθόδομος ήταν τελείως απομονωμένος από τον σηκό, μερικές φορές όμως συγκοινωνούσε με αυτόν από μία πόρτα. Αυτό το τμήμα του ναού είχε τη θέση του θησαυροφυλακίου του Ιερού, οπότε και κλείνονταν με κιγκλίδες και χάλκινη πόρτα.Τέτοιος ήταν ο ελληνικός ναός σε εξωτερική εμφάνιση και σε εσωτερική διαίρεση από τον 8ο αιώνα π.α.χ.χ. και μετά, μέχρι την βίαιη επικράτηση των χριστιανών. Μερικές φορές ο ναός λάμβανε το όνομα της λατρευόμενης θεότητας. Έτσι, Ποσιδήϊον ή Ποσειδώνιον ήταν ο αφιερωμένος ναός στον Ποσειδώνα, Ηραίον στην Ήρα, Αμφιαράειον στον Αμφιάραο, Ασκληπείον στον Ασκληπιό, Ηφαιστείο στον Ήφαιστο κ.λπ.

Πάρα πολλοί είναι οι περίφημοι ελληνικοί ναοί όλων των ρυθμών, διατάξεων και μεγεθών που ιδρύθηκαν ανά τους αιώνες σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, αλλά οι περιφημότεροι ναοί για το μέγεθος των διαστάσεων ή το κάλλος του διακόσμου τους ήταν: 1) Οι αρχαιότεροι δωρικοί ναοί της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας και ιδίως το Ολυμπείο των Συρακουσών, το κολοσσιαίων διαστάσεων Ολύμπειο του Ακράγαντα, το οποίο είχε πλάτος 46,30 και μήκος 113,45 μέτρα και το οποίο κτίστηκε γύρω στο 480 π.α.χ.χ., ο ναός του Απόλλωνα στην Σελινούντα, πλάτους 50,11 επί 110,36 μέτρα, περίπτερος ναός με οκτώ κίονες στις στενές πλευρές και δεκαεπτά στις μακρές του και ο ναός της Δήμητρας στην Ποσειδωνία, ο οποίος είχε εννέα κίονες στην πρόσοψη και δεκαοκτώ στις πλευρές, 2) οι δωρικοί ναοί της κύριας Ελλάδας και ιδίως το Ηραίον της Ολυμπίας, ο αρχαιότερος από τους σωζόμενους ναούς των ιστορικών χρόνων, όπως και ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Ολυμπία. Ο ναός του Θέρμου, ιδιαίτερος για την απλή σειρά των κιόνων του σηκού, ο ναός του Απόλλωνα στην Κόρινθο, έργο του τέλους του 6ου αιώνα π.α.χ.χ., ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, ο οποίος κάηκε το 548 π.α.χ.χ. και ανοικοδομήθηκε γύρω στο 340 - 330 π.α.χ.χ. και στον οποίο υπήρχε ιδιαίτερο διαμέρισμα όπου βρισκόταν το χάσμα του μαντείου, ο ναός της παρθένου Αθηνάς που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη της Αθήνας, ο λεγόμενος Παρθενώνας και το Ηφαιστείο, ναός αφιερωμένος στον Ήφαιστο, που βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη, 3) ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα και ο μοναδικός δωρικός ναός στη Μικρά Ασία, ο ναός της Άσσου.


Από τους ιωνικούς ναούς αξιολογότεροι ήταν: 1) ο αρχαιότατος ιωνικός ναός που αποκαλύφθηκε στην πόλη της Τροίας, Νεανδρεία, του οποίου τα κιονόκρανα φέρουν τον λεγόμενο αιολικό τύπο, ο οποίος διαιρούνταν εσωτερικά σε δύο υποστάσεις από απλή σειρά κιόνων, ο ναός της Αρτέμιδας στην Έφεσο, το Αρτεμίσιο, έργο του 6ου αιώνα π.α.χ.χ., ναός δίπτερος οκτάστυλος, με είκοσι κίονες στις μακρές πλευρές, των οποίων οι κατώτεροι σπόνδυλοι είχαν πάνω τους ανάγλυφες παραστάσεις και ήταν ανάθημα του Κροίσου, αυτός ο ναός συγκαταλέγονταν στα επτά θαύματα του κόσμου, ο μικρός, αλλά όμορφος, ναός της Πολιάδας Αθηνάς, τον οποίον αφιέρωσε ο Αλέξανδρος γύρω στο 334 π.α.χ.χ. και ο οποίος ήταν απλός περίπτερος ναός με κίονες της περίστασης 6x11, ο ναός του Φιλησίου Απόλλωνα, το Διδυμαίο στα Δίδυμα, δίπλα στη Μίλητο, έργο του 4ου αιώνα π.α.χ.χ., το οποίο εκτέλεσαν οι αρχιτέκτονες Δάφνις και Παιόνιος. Ο ναός ανεγείρονταν πάνω σε κρηπίδωμα επτά σκαλιών και είχε μήκος 109 μέτρα και πλάτος 51 μέτρα και ήταν δίπτερος με 10x21, τον βαθύ πρόναο αυτού του ναού υποστήριζαν 12 κίονες, πίσω από τον οποίο υπήρχε δωμάτιο που ονομαζόταν χρησμογραφείο, γιατί απ' αυτό ανακοινώνονταν οι χρησμοί του Θεού, ο ψευδοπερίπτερος ναός της Αρτέμιδας στις Σάρδεις, ο ναός της Ήρας στη Σάμο, το Ηραίον, τον οποίο ο Ηρόδοτος αναφέρει ως τον μέγιστο των ναών, από όσους είδε, και, ο οποίος, ως δίπτερος, είχε οκτώ κίονες στην πρόσοψη, εννέα στον οπισθόδομο, ανά είκοσι σε διπλή σειρά κατά τους δύο μακρούς τοίχους. Το Ερεχθείο, που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη, θαύμα ιωνικού καλλωπισμού έχει μήκος 108,73 μέτρα και πλάτος 54,48 μέτρα, το Ολυμπείο ή ναός του Ολυμπίου Διός, που επίσης είναι στην Αθήνα, έργο που αποπερατώθηκε μετά από πολλούς αιώνες από τον αυτοκράτορα Αδριανό και είχε 107,75 μέτρα μήκος και 41 μέτρα πλάτος. Αυτός ο ναός ήταν δίπτερος κορινθιακού ρυθμού με οκτώ κίονες στις στενές πλευρές και είκοσι στις μακρές, επίσης είχε άλλους τέσσερις πριν τον πρόναο και τον οπισθόδομο, στο σύνολό τους ήταν 104 κίονες, των οποίων το ύψος ήταν 17,25 μέτρα. Μεταξύ των πιο ονομαστών και θαυμαστών ναών των Ελλήνων ήταν ο Παρθενώνας, για την αρμονική διαμόρφωσή του και τον άφθαστο πλαστικό του διάκοσμο.

Ο Παρθενώνας  ήταν από τα τελειότερα δείγματα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων. Αυτός ο ονομαστός ναός στηρίζεται πάνω σε κρηπίδωμα τριών μαρμάρινων σκαλοπατιών, πάνω στο ανώτερο από αυτά πατούν στηριζόμενοι οι δωρικοί κίονες. Αυτοί οι κίονες, οκτώ στις στενές πλευρές και δεκαεπτά στις μακρές και με ύψος 10,45 μέτρα, περιβάλλουν το οικοδόμημα, το οποίο έχει σχήμα μεγάλου ορθογωνίου, μήκους 69,50 μέτρων και πλάτους 31 μέτρων περίπου. Ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος είναι ο σοβαρός δωρικός διάκοσμος. Οι γλυπτές μετώπες, εναλλασσόμενες με τα τρίγλυφα, ως τετράγωνοι ζωγραφικοί πίνακες, παρουσιάζουν σειρά θεμάτων που έχουν σχέση με τις αγαπητές παραδόσεις των Αθηναίων, οι οποίες παριστάνουν τη μάχη των Λαπιθών και των Κενταύρων, το μύθο του Ερεχθέα και της Πανδρόσου, την ιστορία των μυθολογικών αρχών της Αθήνας και της παράδοσης σχετικά με την θεά Αθηνά. Τα αετώματα είναι διακοσμημένα με σειρά ολόγλυφων αγαλμάτων, έργων του Φειδία και της σχολής του και παρίσταναν, αυτά του ανατολικού αετώματος τη γέννηση της Αθηνάς και αυτά του δυτικού την έριδα για την διεκδίκηση της αττικής γης μεταξύ της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Κάτω από τον θριγκό, στο ψηλότερο μέρος του τοίχου, μια μαρμάρινη ταινία περιβάλλει όλο το κτίριο, η ζωφόρος, πάνω στην οποία απεικονίζεται, ανάγλυφη, η πομπή των Παναθηναίων με τις Ιέρειες της Θεάς, τη συνοδεία των θρησκευτών για τη θυσία, τα πάνοπλα πολεμικά άρματα και τη μικρή παρέλαση των ιππέων, των οποίων οι χλαμύδες ανεμίζουν στον άνεμο. Ο πλαστικός εξωτερικός διάκοσμος του ναού συμπληρώνεται με διακοσμητικά στολίδια στο ψηλότερο τμήμα του ναού. Τέτοια στολίδια είναι οι υδρορροές, οι οποίες καταλήγουν σε κεφάλια λιονταριών και τα ακρωτήρια της στέγης σε σχήματα Σφιγγών, αγγείων, τριπόδων, Νικών, λιονταριών, χρωματισμένων συνήθως σωστά. Στο εσωτερικό, ο σηκός διαιρούνταν σε τρεις υποστάσεις από δύο σειρές κιόνων με διπλό ρυθμό κιόνων, που ήταν τοποθετημένοι οι μεν πάνω στους δε. Η κάτω σειρά, δωρικού ρυθμού, στηρίζονταν επάνω στο δάπεδο του σηκού και υποβάσταζε το επιστύλιο, πάνω στο οποίο στηρίζονταν η ανώτερη σειρά κιόνων ιωνικού και δωρικού ρυθμού.

Το άγαλμα της Θεάς, που ήταν ιδρυμένο στο βάθος του σηκού, ήταν το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς, έργο του Φειδία. Στηρίζονταν πάνω σε πλούσια ανάγλυφο βάθρο και προκαλούσε την έκπληξη των θρησκευτών και των περιηγητών, τόσο για τη θαυμάσια πλαστική εκτέλεση, όσο και για τον αμύθητο πλούτο του ευγενούς μετάλλου, από το οποίο ήταν κατασκευασμένο και των άλλων πολύτιμων λίθων, με τους οποίους ήταν διακοσμημένο. Οι κίονες του σηκού, τριγύρω από το άγαλμα, ήταν στολισμένοι με όπλα. Γύρω από το βάθρο του αγάλματος υπήρχαν έργα τέχνης, αναθηματικοί πίνακες και πολύτιμα υφάσματα. Το εσωτερικό του οπισθόδομου είχε πιθανόν τέσσερις κίονες, οι οποίοι κρατούσαν τη στέγη του. Σ' αυτό το διαμέρισμα φυλάσσονταν και ο θησαυρός της Θεάς, ο οποίος συνίστανται από αναθήματα, ιστορικά κειμήλια, όπως ήταν το βραχύ και ευθύ ξίφος του Μαρδόνιου (στα περσικά "ακινάκης"), ο θρόνος του Ξέρξη με τα ασημένια πόδια και ο θησαυρός της αθηναϊκής πολιτείας με τις σφραγίδες της δημοκρατίας. Αυτός σε γενικές γραμμές ήταν ο ναός της Παρθένου Αθηνάς, ο οποίος αποτελεί τον τελειότερο τύπο ελληνικού ναού.

© Πνευματικά δικαιώματα Ιεροπρακτικός Θίασος Δελφύς

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Το δημητριακό Ζεια και οι αναφορές του σε αρχαία και σύγχρονα κείμενα

Η ζεια ή ζειά ή ζέα είναι δημητριακό που αναφέρεται κυρίως σε αρχαία κείμενα, και καλλιεργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Ήδη από το 2ο αιώνα μ.Χ., παρατηρείται σύγχυση για την ταυτότητά της.Η ζεια είναι λέξη αρχαιότατη. Στα περισσότερα από τα αρχαία ελληνικά κείμενα αναφέρεται στον πληθυντικό αριθμό, «ζειαί». Το ομηρικό επίθετο της γης είναι και «ζείδωρος», το οποίο ο Ησύχιος ερμηνεύει ως «βιόδωρος, ἡ πρός τό ζῆν δωρουμένη γῆ», το λεξικό Σούδα ως «τήν γῆν τήν τά πρός τό ζῆν δωρουμένην», ενώ μόνο ο φυσικός Autenrieth σχετίζει τη ζείδωρο με τη ζεια, ερμηνεύοντάς την ως «ἡ ζειάς, γεννήματα δωρουμένη, χορηγοῦσα».Από το 2ο αι. μ.Χ., σύμφωνα με τον Γαληνό, παρατηρείται σύγχυση γύρω από την ταυτότητά της, κάτι που διαπιστώνεται από αναφορές σε διάφορους συγγραφείς από την αρχαιότητα ως πρόσφατα.Έτσι στην πορεία των αιώνων, η ζεια έχει ήδη «ταυτοποιηθεί» από διάφορους συγγραφείς με το Μονόκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum ssp. monococcum), το δίκοκκο σιτάρι (T. turgidum ssp. dicoccum), το σιτάρι σπέλτα ή όλυρα (T. aestivum ssp. spelta), το κριθάρι (Hordeum vulgare), τη βρίζα ή σίκαλη (Secale cereale), το σόργο (Sorghum spp.), το καλαμπόκι (Zea mays L.) ή ίσως και κάτι άλλο.

Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την ζεια κυρίως για ζωοτροφή (άλογα, πουλιά κλπ.) ή δευτερευόντως για παρασκευή χόνδρου, κάτι που γίνεται σαφές από την προσεκτική μελέτη των αρχαίων κειμένων. Οι Έλληνες και Ρωμαίοι έτρωγαν ψωμί κυρίως από σιτάρι, ενώ κάποιες φορές, ιδιαίτερα οι πρώτοι Ρωμαίοι, έφτιαχναν ψωμί από όλυρα, ζεια.

Αναφορές σε αρχαία κείμενα

Το πρώτο χρονολογικά ιστορικό κείμενο που εμφανίστηκε η ζεια, ήταν η Οδύσσεια, όπου ο Όμηρος την ανακατεύει με άσπρο κριθάρι και τη χρησιμοποιεί ως τροφή των αλόγων (ραψ. Δ, στ. 41, «πὰρ δ᾿ ἔβαλον ζειάς, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν»), ενώ σε άλλο στίχο φυτρώνει μαζί με το σιτάρι και το άσπρο κριθάρι στον κάμπο της Λακωνίας (ραψ. Δ, στ. 604, «πυροί τε ζειαί τε ἰδ᾿ εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν»). Στο προγενέστερο έπος του, την Ιλιάδα, ο Όμηρος δεν αναφέρει πουθενά τη ζεια, αλλά αντίστοιχα για τροφή των αλόγων αναμιγνύει την όλυρα με το άσπρο κριθάρι (ραψ. Ε, στ. 196, «ἑστᾶσι κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας» και ραψ. Θ, στ. 564 «ἵπποι δὲ κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας»). Από τις ομοιότητες των στίχων στα δύο ομηρικά έπη, συνάγεται ότι τον 8ο αι. π.Χ., η ζεια ταυτίζεται με την όλυρα και προορίζονταν για ζωοτροφή. Η ταυτοσημία των δύο ονομάτων είναι πιο ξεκάθαρη στο έργο «Ιστορίαι» που έγραψε ο μεταγενέστερος Ηρόδοτος.

Ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας τις παραξενιές των ανθρώπων στην αρχαία Αίγυπτο, γράφει ότι οι Αιγύπτιοι αντί για σιτάρι και κριθάρι, τρέφονται με όλυρα που κάποιοι ονομάζουν ζεια (Βιβ. ΙΙ, Ευτέρπη, κεφ. 36, «Ἀλλαχοῦ τρέφονται μέ σίτον καί κριθήν• ἀλλ' οἱ Αἰγύπτιοι θεωροῦσιν αἰσχρότατον καί ὑποβάλλωνται εἰς τοιαύτην δίαιταν, καί μεταχειρίζονται ὄλυραν, τήν ὀποίαν τινές ὀνομάζουσι ζειάν») και ότι το ψωμί τους είναι από ζεια (Βιβ. ΙΙ, Ευτέρπη, κεφ. 77, «τρέφονται μέ ἄρτους ἐκ ζειάς τούς ὀποίους ὀνομάζουσι κυλλήστεις»). Ο Λέτσας (1957) γράφει ότι τα αιγυπτιακά σιτάρια, λόγω του εδάφους όπου καλλιεργούνταν, έδιναν αλεύρι «αηδούς γεύσεως», το οποίο καθίσταντο αμμωνιακό και προκαλούσε ναυτία, αν καθυστερούσε η συγκομιδή του σιταριού.
Αντίθετα με τον Όμηρο και τον Ηρόδοτο, ο Θεόφραστος, στο έργο του «Περί Φυτών Ιστορίας» διακρίνει ξεκάθαρα τη ζεια από την όλυρα (κεφ. Θ, «ἒτι δέ ζειά, τίφη, ὀλύρα»). Γράφει για τη ζεια, ότι είναι το πιο απαιτητικό σε έδαφος από τα δημητριακά, γιατί έχει πολλές και βαθιές ρίζες και πολλά στελέχη (κεφ. Θ, «τῶν δέ ὁμοιοπύρων καί ὁμοιοκρίθων, οἷον ζειᾶς τίφης ὀλύρας βρόμου αἰγίλωπος, ἰσχυρότατον καί μάλιστα καρπιζόμενον ἡ ζειά• καί γάρ πολύρριζον καί βαθύρριζον καί πολυκάλαμον») και γι’ αυτό χρειάζεται καλό και δυνατό χωράφι (κεφ. Θ, «ἡ δέ τίφη….δι’ ὃ καί χώραν ζητεῖ λεπτήν, οὐχ ὥσπερ ἡ ζειά πίειραν καί ἀγαθήν»). Ο καρπός της είναι ευπρόσδεκτος από όλα τα ζώα (κεφ. Θ, «ὁ δέ καρπός κουφότατος καί προσφιλής πᾶσι τοῖς ζώοις») και μαζί με την τίφη είναι τα σιτηρά που μοιάζουν περισσότερο στο σιτάρι (κεφ. Θ, «ἔστι δέ δύο ταῦτα καί ὁμοιότατα τοῖς πυροῖς ἥ τε <ζειά καί ἡ τίφη>»).

Ο Πλίνιος στο έργο του «Naturalis Historia», διαχωρίζει τη ζεια από το ρωμαϊκό far και γράφει ότι οι χώρες που καλλιεργούν ζεια δεν έχουν far (Βιβ. ΧVIII, κεφ. xix, 82, «qui zea utuntur non habent far»). Διαχωρίζει επίσης, τη ζεια από την τίφη που καλλιεργούνται στην Ελλάδα (Βιβ. ΧVIII, κεφ. xx, 93, «apud Graecos est et zea, traduntque eam ac tiphen»), οι οποίες είναι ντυμένα σιτάρια. Περιγράφει μία τροφή την οποία ονομάζει alica και παρασκευάζεται από ζεια (Βιβ. ΧVIII, κεφ. xxix, 112, «Alica fit e zea»), αλλά και μία δεύτερη, υποδεέστερη που παράγεται στην Αφρική από ένα εκφυλισμένο είδος ζειας, με μεγαλύτερα και πιο μαύρα στάχυα και κοντό καλάμι (Βιβ. ΧVIII, κεφ. xxix, 115, «Alica adulterina fit maxime quidem e zea, quae in Africa degenerat. latiores eius spicae nigrioresque et brevi stipula»).

Ο Διοσκουρίδης, όπως και ο Θεόφραστος, στο πεντάτομο σύγγραμμά του «Περί Ύλης Ιατρικής», διαχωρίζει τη ζεια από την όλυρα. Την περιγράφει ως «διττή», ότι έχει δηλαδή δύο μορφές, παραπέμποντας στο μονόκοκκο (Βιβ. 2, κεφ. ρια’, «ἡ μέν γάρ ἁπλῆ») και στο δίκοκκο σιτάρι (Βιβ. 2, κεφ. ρια’, «ἡ δε δίκοκκος καλεῖται»), με κόκκο που δε διαχωρίζεται από τα λέπυρα (ντυμένο) (Βιβ. 2, κεφ. ρια’, «ἐν δυσίν ἐλύτροις ἒχουσα συνεζευγμένον τό σπέρμα»).

Ο Γαληνός, σε συμφωνία κι αυτός με το Θεόφραστο, στο έργο του «Περί τροφών δυνάμεως», στο βιβλίο Α, στο κεφάλαιο ιγ’, διακρίνει τη ζεια από τα υπόλοιπα σιτηρά και κάνει εκτεταμένη αναφορά σ’ αυτή, ανατρέχοντας βιβλιογραφικά σε προγενέστερους από τον ίδιο συγγραφείς. Αξιοσημείωτη για τον ίδιο είναι η πλήρης απουσία της ζειας από τα κείμενα του Πραξαγόρα, του Φιλοτίμου, αλλά και του Ιπποκράτη. Αναφέρει ότι ο Διοκλής, στο έργο του «Υγιεινά προς Πλείσταρχον», εξετάζει τις δυνάμεις των «σιτίων» και τα κατατάσσει γράφοντας ότι μετά το κριθάρι και το σιτάρι ακολουθούν σε «αρετές» η όλυρα, η τίφη, η ζεια, ο μέλινος, το κεχρί. Τονίζει δε, ότι σε κάποια αντίγραφα των κειμένων του Διοκλή που ακολούθησαν, η ζεια αφαιρέθηκε, ενώ η λέξη «αρετές» αντικαταστάθηκε από τη λέξη «χρήσεις». Αυτό που του κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, όπως γράφει, είναι το γεγονός ότι η όλυρα και η τίφη αναφέρονται σαν διαφορετικοί σπόροι. Επίσης αναφέρεται στο Μνησίθεο, ο οποίος έγραψε ότι κατάλληλοι σπόροι για τροφή μετά το σιτάρι και το κριθάρι είναι η τίφη που κάποιοι ονομάζουν όλυρα και μετά η ζεια, το κεχρί και ο μέλινος. Η τίφη αποτελεί ικανοποιητική και εύπεπτη τροφή, σε αντίθεση με το ψωμί από ζεια που είναι «βαρύ και δύσπεπτον». Η ζεια βέβαια αποτελεί αναγκαστική επιλογή στους ψυχρούς τόπους, επειδή είναι φυτό ανθεκτικό στις χαμηλές θερμοκρασίες. Αναφέρεται αναλυτικά και στο «Περί Φυτών Ιστορίας» του Θεόφραστου, στο «Ιστορίαι» του Ηροδότου και στο «Περί Ύλης Ιατρικής» του Διοσκουρίδη και αναγράφει αναλυτικά τις απόψεις των συγγραφέων, όπως αυτές περιεγράφηκαν ήδη παραπάνω. Διαβάζοντας τα κείμενα του Γαληνού, προκύπτει το συμπέρασμα ότι ήδη από το 2ο αι. μ.Χ. η ζεια έχει σταματήσει να καλλιεργείται στην Ελλάδα. Ο Γαληνός μελέτησε τη βιβλιογραφία που έφθασε μέχρι την εποχή, όπου η ζεια εμφανίζεται μόλις πέμπτη σε διατροφική αξία, στη σειρά των καλλιεργουμένων σιτηρών, αφήνοντας πίσω της μόνο είδη κεχριού, ενώ σε κάποια μεταγενέστερα αντίγραφα αυτών των έργων η ζεια αφαιρέθηκε.



Ζέα, για τον Ησύχιο, είναι ένα από τα τρία κλειστά λιμάνια που έχει ο Πειραιά, ο οποίος ονομάστηκε έτσι από τη ζεια («ἐκάτε παρά Ἀθηναίοις. καί εἶς τῶν ἐν Πειραεῖ λιμένων, οὗτω καλούμενος ἀπό τοῦ καρποῦ τῆς ζειᾶς• ἔχει δέ ὁ Πειραεύς λιμένας τρεῖς κλειστούς»). Ο πατριάρχης Φώτιος στο λεξικό του, γράφει ότι η Ζέα είναι λιμάνι στην Αθήνα («λιμήν Ἀθήνησιν»), ενώ αξιοσημείωτη είναι η απουσία της ζειας από τα λήμματα. Στο λεξικό Σούδα η ζειά ορίζεται ως «είδος κριθής».Ο Βάσσος γράφει ότι η ζεια σπέρνεται το Μάρτιο και χρησιμοποιείται είτε για παρασκευή «χόνδρου», είτε για τροφή μικρών πουλιών.

Αναφορές σε σύγχρονα κείμενα

Ο Dickson (1788) στο έργο του για την κτηνοτροφία των αρχαίων, παραθέτει βιβλιογραφία από τον Παλλάδιο, τον Βάρρωνα, τον Κολουμέλλα, τον Πλίνιο, τον Κάτωνα, έως τον Vincenzo Tanara και διακρίνει μία σύγχυση σχετικά με την ταυτότητα της ζειας και του far, ενώ κάπου καταγράφει και την alica σαν συνώνυμο σπόρο. Τη μια τα αναφέρει σαν διαφορετικά είδη και την άλλη ταυτίζει τη ζεια με το far, το οποίο περιγράφει σαν ντυμένο σιτάρι και το προτείνει για σπορά σε υγρά, πηλώδη εδάφη με διπλάσια ποσότητα σπόρου από το γυμνόσπερμο σιτάρι. Τελικά, πιο κοντά στο far τοποθετεί το T. spelta.

Στη νεότερη ελληνική βιβλιογραφία η ζεια συνεχίζει να αποτελεί άλυτο μυστήριο για τους επιστήμονες. Γεγονός είναι πάντως ότι, σύμφωνα πάντα με τους συγγραφείς που μελετήθηκαν, η ζεια, το δίκοκκο σιτάρι και η όλυρα (triticum spelta) απουσιάζουν από την ελληνική γη.Ο Άνθιμος Γαζής (1809) μας πληροφορεί στο Λεξικό του, ότι η ζεια ή ζέα είναι είδος σιταριού, το T. spelta του Λινναίου, το far και το adoreum των Ρωμαίων, το γνωστό ασπροσίτι, που σπέρνεται την άνοιξη, που λέγεται και φάρος.Το 1833 ο Γρηγόριος Παλαιολόγος, στηριζόμενος στο Θεόφραστο και στο Διοσκουρίδη, γράφει ότι η ζεια, διαχωρίζεται από την όλυρα, ενώ και τα δύο σιτηρά δεν υπάρχουν ούτε σαν ονόματα, αλλά ούτε και σαν φυτά την εποχή εκείνη. Σύμφωνα με το συγγραφέα του πρώτου γεωπονικού πονήματος στη νεότερη Ελλάδα, η ζεια είναι η όλυρα (T. spelta), η οποία στη Γαλλία ονομάζεται epautre και ο κόκκος της είναι κολλημένος σε διπλή φλούδα, έχει μεγάλο και βαρύ κόκκο, ενώ το αλεύρι της είναι πολύ άσπρο και πολύ καλό για αρτοποίηση. Την εποχή εκείνη, το φυτό αυτό καλλιεργούνταν στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία.

Στο «Λεξικόν Ομηρικόν» του 1863, που αποτελεί μετάφραση του Δ. Ολυμπίου από τη γερμανική έκδοση του G. Autenrieth, πιθανολογείται ότι η ζεια είναι η βρίζα (σίκαλη).Το 1901, ο Οικονομόπουλος γράφει ότι η ζεια είναι το καλαμπόκι (αραβόσιτος ή αραποσίτι), προφανώς στηριζόμενος στην επιστημονική του ονομασία (Zea mays L.). Είναι πασιφανές βέβαια ότι, η ζεια που καλλιεργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα δεν έχει σχέση με το καλαμπόκι, το οποίο ήρθε στην Ελλάδα μόλις το 1600 μ.Χ..Ο Παναγιώτης Γεννάδιος, στο «Λεξικόν Φυτολογικόν», το 1914, αναφέρει αρχικά ότι οι άλλοι συγγραφείς ερμηνεύοντας τους αρχαιότερους οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι η ζεια συμπίπτει με το T. spelta, ενώ η όλυρα με το μονόκοκκο σιτάρι ή τη σίκαλη. Ο ίδιος ερμηνεύοντας ιστορικές αναφορές των Θεοφράστου, Διοσκουρίδη, Ηροδότου και Στράβωνα, καταλήγει ότι ζεια ταυτίζεται με το σόργο (Sorghum sp.). Ενισχύει την άποψή του αυτή, με την ομοιότητα που παρατηρείται μεταξύ των σανσκριτικών και νεοϊνδικών ονομάτων των Σόργων (Juar, Joar και Jowari) και του ελληνικού ζεια.

Ο Παπαδάκης (1929), οποίος στη σιταρογραφία του, περιγράφει όλα τα καλλιεργούμενα κατά την εποχή είδη σιταριού και τις ποικιλίες τους στην Ελλάδα, γράφει χαρακτηριστικά ότι δε συνάντησε ούτε το δίκοκκο σιτάρι, ούτε την όλυρα (triticum spelta) στην Ελλάδα, ενώ σε κανένα σημείο της σιταρογραφίας του δεν αναφέρει είδος ή ποικιλία σιταριού με το όνομα ζεια ή με κάποιο παρεμφερές όνομα. Το μόνο ντυμένο σιτάρι που καταγράφει είναι το μονόκοκκο και συγκεκριμένα η ποικιλία «Καπλουτζάς».Ο γεωπόνος Αλέξανδρος Λέτσας (1957), στηριζόμενος στον Ηρόδοτο, ταυτίζει τη ζεια με την όλυρα και γράφει ότι είναι ένα από τα τέσσερα γένη δημητριακών που καλλιεργούσαν οι αρχαίοι Έλληνες. Τα άλλα τρία είναι ο σίτος (πυρός), η κριθή και ο κέγχρος. Γράφει επίσης ότι, σύμφωνα με τον άγιο Ιερώνυμο (4ος αι. μ.Χ.), η ζεια είναι η όλυρα (T. spelta), της οποίας η καλλιέργεια εγκαταλείφθηκε όταν δημιουργήθηκαν καλύτερα αμυλώδη σιτάρια.Το 1983, ο Μιχαήλ Δαμανάκης από το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, στον «Κατάλογο των Αγρωστωδών της Ελλάδας» δεν καταγράφει τα T. dicoccum και την T. spelta σαν εγχώρια είδη, παρόλο που στο γένος Triticum περιλαμβάνει 17 είδη. Το μόνο σιτάρι (Triticum spp.) με ντυμένους σπόρους που παρατηρείται είτε ως καλλιεργούμενο, είτε ως αυτοφυές είναι το μονόκοκκο (Καββάδας, 1956).

Η ζεια, καλλιεργήθηκε κύρια για ζωοτροφή στην αρχαία Ελλάδα. Άρχισε να χάνεται σταδιακά από τη βιβλιογραφία από τον 3ο αιώνα π.Χ. και επανεμφανίστηκε σ’ αυτή τον 1ο αιώνα μ.Χ., οπότε και άρχισε η ατέρμονη συζήτηση για την ταυτότητά της. Επομένως αποσύρθηκε από την ελληνική γεωργία πολύ πριν από το 1ο αιώνα μ.Χ., όταν είχαν γίνει πλέον γνωστά σε όλους τα γυμνόσπερμα σιτάρια, τα οποία απαιτούσαν πολύ λιγότερη μετασυλλεκτική κατεργασία από τα ντυμένα. Όσον αφορά την αμφιλεγόμενη ταυτότητά της, σύμφωνα πάντα με τις καταγεγραμμένες αναφορές, η ζεια θα μπορούσε να είναι η όλυρα (triticum spelta), η τίφη, το μονόκοκκο σιτάρι, το δίκοκκο σιτάρι, το κριθάρι, η βρίζα (σίκαλη), το σόργο ή και κάτι άλλο.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Η ιστορία του Αθάνατου νερού της Στύγας στην Αρχαιότητα

Το νερό, πηγή και σύµβολο ζωής, έγινε από τα πανάρχαια χρόνια αντικείµενο λατρείας όλων των πρωτόγονων λαών. Όποιες και αν είναι οι  πολιτισµικές τους δοµές, το νερό αποτελεί αστείρευτη πηγή δύναµης και  ζωής: καθαρίζει, θεραπεύει, ανανεώνει και διασφαλίζει την αθανασία. Η  αθανασία και η αιώνια ζωή ήταν το μεγάλο όνειρο του ανθρώπου από τους αρχαίους χρόνους, η λαχτάρα του αυτή τον έκανε να ψάχνει αλλά και να συνεχίζει μέχρι σήμερα να ερευνά για το ελιξίριο της αθανασίας.Για τους αρχαίους Έλληνες το πιο ονομαστό ελιξίριο ήταν τα νερά της Στυγός. Αλλά και το νερό που δίνανε όρκο οι θεοί . 
Η Στύγα ήταν µια φοβερή θεότητα, η μεγαλύτερη κόρη του Ουρανού και της Τηθύος, που έμενε στα τάρταρα, στην παγωνιά, απομονωμένη από τους άλλους θεούς που δεν τη συμπαθούσαν.Από τα Τάρταρα που πίστευαν ότι εκεί ήταν και οι πύλες του Άδη, πηγάζει ο ποταμός Κράθης,  στο όρος Χελμός της Αχαΐας.Τα ύδατα της Στυγός συνδέθηκαν με θεολογικές και φιλοσοφικές ιδέες, όπως αυτές από τα Ελευσίνια Μυστήρια και τις Ορφικές δοξασίες για τη μετενσάρκωση.Η δύναμη και η θερμοκρασία του νερού ήταν τέτοια που λέγανε ότι, το γυαλί, οι κρύσταλλοι, τα πήλινα αγγεία έσπαζαν μόλις βυθίζονταν σ' αυτό, αλλοιώνονταν τα μέταλλα ακόμη και ο άργυρος και ο χρυσός, και το κεχριμπάρι, μόνον οι οπλές των αλόγων που δεν είχαν πέταλα άντεχαν, γι' αυτό οι θεοί το έπιναν μέσα σε κύπελλα φτιαγμένα από οπλή αλόγου. 

Η Ψυχή ψάχνοντας να βρει το ταίρι της, τον Έρωτα, υποχρεώθηκε από την Αφροδίτη να κουβαλήσει νερό από τη Στύγα.
Στα νερά αυτά «βάφτισε» τον Αχιλλέα η μητέρα του η Θέτις και έγινε άτρωτος και αθάνατος, εκτός από την φτέρνα του που δεν βράχηκε η "Αχίλλειος πτέρνα" και τον βρήκε εκεί το θανατηφόρο βέλος του Πάρη στην Τροία.Τα νερά της Στυγός, ανάβλυζαν από την ιερή πηγή της. Το ένα δέκατο από αυτά τα νερά ήταν  προορισμένο για τον όρκο των θεών '' Τα άλλα εννιά φιδώνουν ολόγυρα στη γη και  ύστερα, χύνονται στη θάλασσα  σχηματίζοντας  ρουφήχτρες, και το νερό που πέφτει από το βράχο είναι για τιμωρία των θεών''.

Ο ∆ίας όρισε να δίνονται στα δικά της νερά οι πιο φοβεροί όρκοι των θεών και των ανθρώπων. Κάθε φορά που κάποιοι  θεοί κατηγορούνταν για ψευτιά, ο ∆ίας έστελνε την Ίριδα να φέρει νερό  από τη µυστηριώδη αυτή πηγή.Πάνω από το  νερό οι κατηγορούµενοι τρέµοντας ορκίζονταν. Οι επίορκοι θεοί  τιµωρούνταν µε πολύ βαριές ποινές. Για ένα χρόνο έµεναν άφωνοι και  µαραζωµένοι, χωρίς αµβροσία και νέκταρ. Επιπλέον, για άλλα εννέα  χρόνια αποµονώνονταν από τους άλλους θεούς και έχαναν τα προνόµιά  τους, εκτός από την αθανασία τους. Φρικτές τιµωρίες επίσης περίµεναν  και τους θνητούς που θα παρέβαιναν τον όρκο τους στα νερά της Στύγας.Ο Όμηρος παρουσιάζει  την Ήρα να λέει "μάρτυράς μου η γη κι ο πλατύς ουρανός που απλώνεται πάνω από τα κεφάλια σας και η Στύγα που τα νερά της κυλούν από ψηλά μέσα στη γη". Ο Ησίοδος την περιγράφει ως "πρωτότοκη κόρη του Ωκεανού με τη γοργή φυρονεριά, τη μισητή από τους αθάνατους, την τρομερή τη Στύγα''. Όταν κάποιος θεός  έπρεπε να αποδειχθεί ότι έλεγε ψέματα ή αλήθεια, τότε έπρεπε να πιει νερό το Στύγιον ύδωρ. 

Έστελνε ο Δίας την Ίριδα στην Στύγα να φέρει νερό σε ένα σταμνί, από οπλή του μεγαλύτερου αλόγου. Έλεγαν πως κανένα ζωντανό ον δεν επρόκειτο να ζήσει εάν έπινε από το νερό αυτό. Κατά τον Παυσανία ο Μέγας Αλέξανδρος δηλητηριάστηκε από το  Στύγιο Ύδωρ, αφού το ήπιε, ενώ οι αδερφές του, λούστηκαν με αυτό το νερό και έγιναν αθάνατες.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Ο Αποσυμβολισμός των Άθλων του Θησέα

O Θησέας κατέχει περίοπτη θέση στους Ήρωες των Ιώνων, καθώς πραγματοποίησε πολλούς άθλους, πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, πολέμησε με τον Ηρακλή εναντίον των Αμαζόνων, αλλά και ένωσε τις πόλεις της Αττικής σε μία, δίνοντας τους το όνομα «αι Αθήναι», προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς. (Η οποία είχε κερδίσει τον Ποσειδώνα στον αγώνα για την πόλη στα χρόνια του Κέκροπα).Πατέρας του Θησέα ήταν ο Αιγέας, και μητέρα του η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας. Παρόλο που είχε παντρευτεί ήδη δύο φορές ο Αιγέας δεν μπορούσε να αποκτήσει διάδοχο, για αυτό τον λόγο ζήτησε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών. Το Μαντείο του έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Μην ανοίξεις το ασκί του κρασιού σου πριν φτάσεις στην Αθήνα».Ο Αιγέας μη κατανοώντας τον χρησμό, επισκέφθηκε τον φημισμένο για την σοφία του βασιλιά της Τροιζηνίας Πιτθέα, με σκοπό να ζητήσει τη συμβουλή του. O Πιτθέας κατάλαβε πως ο Αιγέας θα αποκτούσε σύντομα ένα γιο, και πως θέλημα των θεών ήταν το παιδί αυτό να γεννηθεί στην Αθήνα, έτσι ώστε να υπάρξει συνεχεία στη γενιά του βασιλιά. Υποκρίθηκε όμως πως δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τον χρησμό.

Ο Πιτθέας που είχε μία κόρη σε ηλικία γάμου την Αίθρα, και θέλοντας να επωφεληθεί της περιστάσεως διοργάνωσε γιορτή προς τιμήν του Αιγέα. Το κρασί έρεε άφθονο, και στο τέλος ο Αιγέας μεθυσμένος πέρασε τη νύχτα με την Αίθρα. Το επόμενο πρωί καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει, ο Αιγαίας είπε στην Αίθρα πως εάν αποκτούσε παιδί από την συνεύρεση του μαζί της το προηγούμενο βράδυ, θα έπρεπε να μην το μάθει κανείς. Και αυτό διότι οι Παλλαντίδες οι 50 γιοι του αδελφού του Πάλλαντα, διεκδικούσαν το θρόνο του.Φεύγοντας όμως άφησε πίσω το ξίφος του και ένα ζευγάρι σανδάλια κάτω από ένα βράχο, και είπε στην Αίθρα πως αν το παιδί ήταν αγόρι, όταν θα γινόταν έφηβος, θα έπρεπε να σηκώσει τον βράχο και αφού έπαιρνε το ξίφος και τα σανδάλια, θα έπρεπε να πάει να τον βρει στην Αθήνα.Όντως η Αίθρα έκανε ένα αγόρι τον Θησέα, ο οποίος μεγάλωσε στην Τροιζήνα.Πριν ακόμα γίνει 7 ετών, επισκέφθηκε την Τροιζήνα ο Ηρακλής. Ο Θησέας έπαιζε με άλλα παιδιά όταν είδαν τον Ηρακλή ο οποίος φόραγε την τρομερή του λεοντή. Και ενώ όλα τα παιδιά φοβήθηκαν και κρύφτηκαν, ο Θησέας νομίζοντας πως η λεοντή ήταν πραγματικό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι και όρμησε να το σκοτώσει ξαφνιάζοντας τον Ηρακλή.!!!

Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών η Αίθρα τον οδήγησε στο σημείο που είχε αφήσει ο πατέρας του Αιγαίας το ξίφος και τα σαντάλια του. Ο Θησέας σήκωσε με ευκολία την μεγάλη πέτρα, και αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να βρει τον πατέρα του Αιγέα. Ο Παππούς του Πιτθέας και η μητέρα του Αίθρα, τον παρακαλούσαν να ταξιδέψει με πλοίο, διότι ο δρόμος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος και γεμάτος ληστές. Ο Θησέας όμως ήθελε να νικήσει τους ληστές και γίνει ήρωας σαν τον Ηρακλή, που τόσο θαύμαζε.

ΟΙ ΑΘΛΟΙ


1.Στον δρόμο του για την Αθήνα η πρώτη δοκιμασία που έπρεπε να φέρει εις πέρας ήταν αντιμετώπιση του ληστή Περιφήτη (ο περιώνυμος), ο οποίος ήταν γιος του Ήφαιστου, και δρούσε στο βουνό Αραχναίο, κοντά στην Επίδαυρο. Εκεί έστηνε καρτέρι στους περαστικούς και τους σκότωνε με ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αυτό ονομαζόταν και Κορυνήτης (από την «κορύνη», που στα Αρχαία Ελληνικά σήμαινε «ρόπαλο»). Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Περιφήτη, πήρε μαζί του την κορύνη.


2. Όταν ο Θησέας έφθασε στις Κεγχρεές κοντά στον Ισθμό, συνάντησε τον γιο του Ποσειδώνα, Σίνι τον Πιτυοκάμπτη. Ο Σίνις σκότωνε τους περαστικούς δένοντας τους σε λυγισμένες κορυφές πεύκων τις οποίες ξαφνικά άφηνε ελεύθερες, σχίζοντας έτσι τα θύματα του στα δύο. Ο Σίνις μετά από σύντομη μάχη με τον Θησέα, νικήθηκε και τιμωρήθηκε από τον Θησέα με τον ίδιο τρόπο που τιμωρούσε τα θύματα του.


3. Περνώντας την Κόρινθο, έφτασε στον Κρομμύωνα. Εκεί σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας και μητέρα του Καλυδώνιου και του Ερυμάνθιου κάπρου, η οποία έκανε προκαλούσε καταστροφές στην περιοχή.


4. Στην συνέχεια στις Σκιρωνίδες Πέτρες (σημερινή Κακιά Σκάλα), συνάντησε τον Σκίρωνα γιο του Κορίνθου και εγγονό του Πέλοπα, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος κατέληγε σε ένα στενό μονοπάτι, το οποίο χώραγε ένα μόνο ένα ταξιδιώτη. Εκεί ο Σκίρωνας υποχρέωνε τους περαστικούς να σκύψουν να του πλύνουν τα πόδια. Τότε τους κλώτσαγε και έπεφταν στον γκρεμό, όπου βρισκόταν μια τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, που τους καταβρόχθιζε. Ο Θησέας πλήρωσε το Σκίρωνα με το ίδιο νόμισμα, ενώ αργότερα κατέβηκε στην παραλία και σκότωσε τη χελώνα, κάνοντας το καβούκι της ασπίδα.


5. Στην Ελευσίνα ο Θησέας νίκησε τον γιο του Ποσειδώνα Πυγμάχο Κερκύονα, ο οποίος προκαλούσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου. Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, που σκοτώθηκε.


6.Στο έκτο του κατόρθωμα ο Θησέας αντιμετώπισε το γιο του Ποσειδώνα ληστή Προκρούστη. Ο Προκρούστης προσφερόταν να παράσχει φιλοξενία στους περαστικούς, αλλά τους υποχρέωνε να ξαπλώσουν σε δύο κρεβάτια που είχε. Τους ψηλούς τους έβαζε σε ένα μικρό κρεβάτι, ενώ τους κοντούς σε ένα μεγάλο. Από τους μεν ψηλούς έκοβε το εξέχον άκρο, από τους δε κοντούς τους έδενε με λουριά και τους τέντωνε μέχρι να φτάσουν το απαιτούμενο μήκος. Και στις δύο περιπτώσεις, αφού ολοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε και έπαιρνε τα χρήματα τους. Και ο Προκρούστης είχε την τύχη των προηγούμενων ληστών, καθώς ο Θησέας τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο που αυτός σκότωνε τα θύματά του.Τον Θησέα στην συνέχεια καλωσόρισαν στην Ιερά οδό οι Φυταλίδες προσφέροντας θυσίες στον τον Δία, εξαγνίζοντας τον παράλληλα για τους φόνους των ληστών.Εκείνη την εποχή ο Αιγέας ήταν νυμφευμένος με τη μάγισσα Μήδεια, κόρη του βασιλιά Αιήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, σε αντίθεση με τον Αιγέα. Η Μήδεια προειδοποιούσε τον Αιγέα πως ο Θησέας θα ερχόταν να καταλάβει το βασίλειο του, αποφεύγοντας να του αποκαλύψει ότι ήταν ο γιος του, που είχε πια ενηλικιωθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έπεισε να σκοτώσει το Θησέα, όταν αυτός θα έφτανε στην Αθήνα.


Όντως ο Αιγέας υποδέχτηκε με τιμές το Θησέα, του οποίου τα κατορθώματα τον είχαν κάνει ήδη διάσημο στην πόλη, και διοργάνωσε προς τιμήν του συμπόσιο στο οποίο του προσέφερε ένα κρασί με δηλητήριο επηρεασμένος από τα ψέματα της Μήδειας. Κατά την τελετή της σπονδής ο Θησέας σήκωσε το σπαθί του για να κόψει ένα κομμάτι από το θυσιασμένο ζώο. Τότε ο Αιγέας αναγνώρισε το ξίφος και τα σαντάλια του, και πέταξε το δηλητήριο από τα χέρια του Θησέα, αναγνωρίζοντας πως είναι πράγματι ο γιος του. Στην συνέχεια θέλοντας να τιμωρήσει τη Μήδεια που τον είχε ξεγελάσει, την εξόρισε στην πατρίδα της και παρουσίασε Θησέα στο λαό των Αθηνών. Οι ανιψιοί του (γιοι του Πάλλαντα), χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και προσπάθησαν να δολοφονήσουν το Θησέα. Ο Θησέας κατάφερε να πληροφορηθεί τον σκοπό τους από τον κήρυκα Λεώς (λαός), και σκότωσε πολλούς από αυτούς, ενώ όσοι γλίτωσαν τράπηκαν σε φυγή.Ο Θησέας συνεπώς με τη βοήθεια του «λαού» όμως υποδεικνύει η ιστορία, εξασφάλισε την κυριαρχία του στην Αττική.Λίγο μετά την άφιξη του στην Αθήνα, ο Θησέας συνόδεψε τον Ηρακλή στην άθλο της ζώνης της Αμαζόνας Ιππολύτης. Εκεί ο Θησέας ερωτεύτηκε τη βασίλισσά των Αμαζόνων Αντιόπη, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα και την έκανε γυναίκα του. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν την αρπαγή της Ιππολύτης κατευθύνθηκαν με εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα. Ο Θησέας τις νίκησε, αλλά η Αντιόπη πέθανε μαχόμενη στο πλευρό του άνδρα της.


7. Ο επόμενος άθλος του ήταν η αιχμαλωσία ενός ταύρου που σύμφωνα με μία εκδοχή ήταν εκείνος που αναδύθηκε από τη θάλασσα στην Κρήτη με τον οποίο έσμιξε η βασίλισσα Πασιφάη, γεννώντας τον Μινώταυρο. Τον ταύρο τον είχε φέρει ο Ηρακλής από την Κρήτη μετά από εντολή του Ευρυσθέα. Στο δρόμο για τον Μαραθώνα έπιασε καταιγίδα και τον Θησέα φιλοξένησε μία ηλικιωμένη γυναίκα η Εκάλη (σε αυτή οφείλει το όνομα της η σημερινή ομώνυμη περιοχή), θέλοντας να τον ευχαριστήσει επειδή είχε σκοτώσει τον Κερκύονα, θύματα του οποίου ήταν και οι δύο γιοι της. Ο Θησέας κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον ταύρο. Τον οδήγησε στην Αθήνα δεμένο από τα κέρατα, ανέβηκε στην Ακρόπολη και εκεί τον θυσίασε στο βωμό του Δελφινίου Απόλλωνα.


8. Αργότερα ο Θησέας θέλησε να τερματίσει το βάναυσο φόρο αίματος που πλήρωνε η πόλη κάθε εννιά χρόνια με εφτά νέους και εφτά νέες στην Μινωική Κρήτη. Η βάναυση αυτή ποινή είχε οριστεί από τον Μίνωα διότι ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως, είχε πάρει μέρος σε αγώνες στα Παναθήναια επιτυγχάνοντας πολλές νίκες, προκαλώντας έτσι τον φθόνο των Αθηναίων, οι οποίοι τον σκότωσαν. Ο Μίνωας για να τιμωρήσει τους Αθηναίους κήρυξε νικηφόρο πόλεμο στην Αθήνα. Ως ποινή των Αθηναίων όρισε κάθε χρόνο εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες, να στέλνονται στην Κρήτη και να θυσιάζονται στον σαρκοφάγο Μινώταυρο. Ποίος όμως ήταν ο Μινώταυρος; Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από το θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι για το ποίος αυτός ή ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβουν στο θρόνο. Ο Θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο. Ο Μίνωας όμως εντυπωσιασμένος από τον ταύρο, θυσίασε έναν άλλο ελπίζοντας ότι ο Θεός δε θα το προσέξει.


Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της, και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό, και ο ταύρος ζευγάρωσε μαζί της. Από την άνομη αυτή ένωση γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ένα αιμοσταγές τέρας που είχε την μορφή μισού ανθρώπου και μισού ταύρου.Μην μπορώντας να ανεχτεί την θυσία των Αθηναίων ο Θησέας, συμμετείχε εθελοντικά στους νέους που θα πήγαιναν στην Κρήτη, θυσιαζώμενοι στον τρομερό Μινώταυρο. Το πλοίο σάλπαρε με μαύρα πανιά σημάδι πένθους. Ο Αιγέας για την επιστροφή τους είχε δώσει και λευκά πανιά, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν εάν ο Θησέας επέστρεφε νικητής.Όταν ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη τον είδε η Αριάδνη κόρη του Βασιλιά Μίνωα και τον ερωτεύτηκε. Για αυτό τον λόγο, λίγο πριν οι νέοι Αθηναίοι οδηγηθούν στο Λαβύρινθο (τον οποίο είχε επινοήσει ο Δαίδαλος), του έδωσε ένα κουβάρι από κλωστή (τον γνωστό μίτο της Αριάδνης), συμβουλεύοντάς τον να δέσει το ένα άκρο του στην είσοδο του Λαβύρινθου και καθώς προχωρούσε να ξετυλίγει το κουβάρι, ώστε να μπορέσει να βρει το δρόμο προς την έξοδο.


Ο Θησέας κατάφερε να νικήσει τον Μινώταυρο, γλίτωσε τους συντρόφους του και χρησιμοποιώντας το μίτο της Αριάδνης, κατόρθωσαν να βγουν από το Λαβύρινθο. Μαζί με τους συντρόφους του αλλά και την Αριάδνη απέπλευσαν κρυφά από το λιμάνι της Κνωσού.Στο δρόμο τους σταμάτησαν στην Νάξο (η οποία τότε ονομαζόταν Δία), όπου και παρέμεινε η Αριάδνη, καθώς στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο Θεός Διόνυσος, λέγοντας του πως θα έπρεπε να φύγουν από το νησί δίχως την Αριάδνη, η οποία θα έπρεπε ήταν γραφτό να γίνει γυναίκα του Θεού.Πλησιάζοντας στην Αθήνα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας, κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου και να βάλει τα λευκά. Έτσι ο Αιγέας που περίμενε στο Σούνιο την επιστροφή του γιου του, βλέποντας το πλοίο να φτάνει με μαύρα πανιά, συμπέρανε πως ο γιος του είχε πεθάνει και θλιμμένος έπεσε και πνίγηκε στο πέλαγος, το οποίο ονομάστηκε προς τιμή του Αιγαίο.Αργότερα και σε ηλικία πενήντα ετών, ο Θησέας είδε την ωραία Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και θέλησε να την αποκτήσει. Ο Θησέας την άρπαξε και την άφησε στην φροντίδα της μητέρας του Αίθρας στις Αφίδνες. Τότε ήταν η πρώτη φορά που η ωραία Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου (η δεύτερη ήταν με τον Τρωικό πόλεμο), καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και έτσι συγκρούστηκαν με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.


9. Οι άθλοι του Θησέως τελειώνουν με ένα παράτολμο επιχείρημα. Την κάθοδο του μαζί με τον φίλο του Πειρίθο στον Άδη, με σκοπό την αρπαγή της Περσεφόνης (την σύζυγο του Πλούτωνα). Μπήκαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο, ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν ζωντανοί να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του κάτω κόσμου τούς σταμάτησαν οι Ερινύες οι οποίες κατ’ εντολή του Άδη τους έδεσαν σε θρόνους σκαλισμένους πάνω στον βράχο της λήθης. Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους βυθισμένους στη λησμονιά. Η ύβρις που είχαν διαπράξει με την εισβολή τους στον Κάτω Κόσμο, και κυρίως η πρόθεση τους να απαγάγουν την Περσεφόνη κι έτσι να διαταραχθεί η κοσμική ισορροπία, δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Η σωτηρία ήρθε μέσω του Ηρακλή. Ο Ηρακλής συνάντησε τους δυο ήρωες όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθο. Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου.


Το τέλος του Θησέα ήρθε από τον βασιλιά Λυκομήδη στην Σκύρο, όταν ο δεύτερος τον έριξε από ένα απόκρημνο βράχο. Τα λείψανα του Θησέα βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στη Σκύρο, έπειτα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών. «Σκάψτε κάτω από το λόφο όπου έχει τη φωλιά του ένας πελώριος αετός» είχε πει η ιέρεια.Πράγματι εκεί βρέθηκαν τα οστά του Θησέα τα οποία μεταφέρθηκαν αργότερα στην Αθήνα και τοποθετήθηκαν στο σημερινό Θησείο, το οποίο καθιερώθηκε ως τόπος λατρείας του ήρωα.


Αυτή είναι εν τάχη η ιστορία του Θησέα σύμφωνα με την μυθολογία.

Θα ακολουθήσει μία προσπάθεια ερμηνείας των άθλων σε ένα δεύτερο επίπεδο αποσυμβολισμού του μύθου.Θα πρέπει αρχικά να επισημανθεί πως οι ήρωες για τους αρχαίους Έλληνες σηματοδοτούσαν την ικανότητα υπέρβασης και εξύψωσης του ανθρώπου, καθώς οι ήρωες θεωρήθηκαν Θείας προελεύσεως. Συμβόλιζαν τον σύνδεσμο με το παρελθόν και τους ένδοξους προγόνους, ήταν αυτοί που ακολουθούσαν την δύσκολη ατραπό, που υπερέβαιναν τα ανθρώπινα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ταυτόχρονα υποταγμένοι στο πεπρωμένο και τις επιταγές των Θεών. Δια μέσω όμως της τραγικότητα της πορείας τους, υπήρξαν οι λυτρωτές της γενιάς τους, καθώς μέσα από τον πόνο και τον θάνατο, έβγαιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θριαμβευτές, αφήνοντας παρακαταθήκη στον χρόνο, την λαχτάρα του θνητού ανθρώπου για αθανασία, την συμμετοχή στο Θείο, την αναζήτηση εν τέλη του αληθινού προορισμού της ψυχής. Αυτό στην αρχαιότητα φαίνεται πως επιτυγχανόταν, και με την μύηση στις κατά τόπους μυητικές τελετές.


Η ΜΥΗΣΗ


Ο Θησέας υπήρξε ήρωας που μυήθηκε στα Ελευσίνια και στα Κρητικά «μυστήρια», και ήρθε αντιμέτωπος με τις ορατές και αόρατες δυνάμεις, ακόμα και με τον ίδιο ακόμα τον θάνατο (τον Άδη), καθώς θέλησε με την αρπαγή της Περσεφόνης να νικήσει τον θάνατο και την κοσμική τάξη.Τα «μυστήρια» αφορούσαν ιερουργίες και δρώμενα σε σκοτεινά σπήλαια και ναούς υπό άκρα μυστικότητα. Εκεί τελούνταν αλληγορικές αναπαραστάσεις υπό τον μύθο κάποιας Θεότητας που συνήθως πέθαινε και αναγεννιόταν, συμβολίζοντας το πεπρωμένο της ψυχής μετά θάνατον, αλλά ταυτοχρόνως και την ενότητα που συνδέει όλα τα όντα.Η μυητική διαδικασία αποσκοπούσε στην διεύρυνση της συνείδησης, ώστε να κατανοηθεί ο εαυτός του στην ολότητα του, και η πραγματική θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Ένα σύμπαν που καταστρέφεται (πεθαίνει) και δημιουργείται (ανασταίνεται) αέναα.Αυτό που επιτυγχανόταν δια μέσω μίας «έκτακτης και εκστατικής εμπειρίας μετάβασης» από το υλικό στο πνευματικό πεδίο, η οποία ενδυναμώνονταν μέσω της κατάλυσης του ισχυρότερου ανθρώπινου φόβου, του θανάτου.


Η μυητική βιωματική εμπειρία του θανάτου κατ’ αντιστοιχία του κύκλου των εποχών του θανάτου και της αναγέννησης, ενίσχυε την αρχέγονη παράδοση που θεωρούσε ότι τα πάντα στον κόσμο αλληλοσυνδέονται ως μέρη μιας και μοναδικής ουσίας με ομογενή ποιότητα και σύσταση. (Αρχαίες πεποιθήσεις που συναντούν σήμερα, τα πορίσματα της κβαντικής φυσικής)Η διαδικασία αυτή υπερέβαινε την καθημερινή γνωστική λειτουργία, για αυτό τον λόγο είχε ανάγκη από ειδικά εργαλεία: Τα σύμβολα, τις εικόνες, τον μη κοινό λόγο. Ο συμβολικός, «μυητικός Θάνατος» σε ένα τέτοιο επίπεδο αποτελεί μια «Π- ύλη», το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα την μήτρα όλων των όντων . Αρχικά στις πρωτόγονες κοινωνίες δια μέσω της μύησης γίνονταν δεκτοί στην φυλή οι νέοι και οι νέες που ενηλικιώνονταν. Μέσα από το τελετουργικό της μύησης τα νεαρά μέλη της φυλής που ενηλικιώνονταν, υποβάλλονταν σε μια μυητική τελετή που συνίστατο στην αποδοχή εκ μέρους τους των ηθών και των εθίμων και των παραδόσεων της τοπικής κοινωνίας στην οποίαν ανήκαν, αλλά και κατόπιν αυτού, στην αμοιβαία αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο.


Οι μυήσεις απαιτούσαν αυτές την απομάκρυνση για ένα χρονικό διάστημα από την οικογενειακή εστία και στη σκληραγώγηση των νέων μέσω ενός αυστηρού τρόπου ζωής. Αυτό αποσκοπούσε στο να αποβάλλουν την παιδική τους άγνοια και μυηθούν στη γνώση, μαθαίνοντας οι μυούμενοι να αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις δυσκολίες της ζωής και να επιβιώνουν σε δυσμενείς συνθήκες.Ο μυούμενος καλούταν μέσα από τις ιερές τελετουργίες να αποδεχθούν τους ιερούς και απαράβατους νόμους και κανόνες της φυλής, και αφού αποδείκνυε την αξία του, στο τέλος «πέθαινε» για να «ξαναγεννηθεί» ως ισότιμο και ενήλικο μέλος της φυλής.Κάθε τελετουργικό μετάβασης σύμφωνα με τον Arnold van Gennep χαρακτηρίζεται από τρία στάδια. Πρώτο είναι το στάδιο του «αποχωρισμού», κατά το οποίο το άτομο αποστασιοποιείται από το σύνολο όπου ανήκε ή την ταυτότητα που είχε ως τότε. Έπειτα το άτομο υπεισέρχεται σε μια διαδικασία «μετάβασης» από το προηγούμενο στάδιο της ζωής του στο νέο. Εν τέλει το άτομο βρίσκεται στο τρίτο στάδιο της «ενσωμάτωσης» ή «ένταξης», κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται μέλος του νέου τρόπου ζωής του. Έτσι, το άτομο μεταβαίνει από κάτι παλαιό, σε κάτι ενδιάμεσο και τέλος σε κάτι νέο.Ο άνθρωπος ως βρέφος ασυνείδητα περνά από τρία μυητικά στάδια που τον προετοιμάζουν να ενταχθεί για πρώτη φορά στο σκληρό εξωτερικό περιβάλλον. Αρχικά αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σκοτάδι και τη σιγουριά της μήτρας της μητέρας του, (παραπέμπει στο σκότος και στα σπήλαια των μυητικών τελετών), στην συνέχεια αγωνίζεται και μοχθεί να εγκλιματιστεί στις νέες σκληρές εξωτερικές συνθήκες. Το σοκ είναι μεγάλο, (δοκιμασίες των μυητικών τελετών) δεν επιθυμεί την έξοδο του από την μήτρα της «μακαριότητας», όμως εντέλει υπακούοντας στο κάλεσμα της φύσης και του προορισμού του, βγάζει τα τελευταία υγρά από τους πνεύμονες του αναπνέοντας αέρα, γευόμενος για πρώτη φορά το γάλα από τον μαστό της μητέρας του. Ανήκει πλέον σε μια οικογένεια, σε μία χώρα, στην ανθρωπότητα...


Αυτό είναι το πρώτο ακούσιο τελετουργικό μετάβασης, καθορισμένο και οργανωμένο από την ίδια τη φύση. Kάπως έτσι ξεκινά για όλους μας το επίπονο ταξίδι της ζωής.


Ο ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ


Οι άθλοι του Θησέα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «μυητικά στάδια» που περνάει ο ήρωας στην πορεία του προς την «Θέωση». Οι άθλοι του Θησέα είναι εννέα. Εννέα διαρκούσαν οι ημέρες μυήσεως στα Ελευσίνια μυστήρια, καθώς το εννέα ως αριθμός, συμβολίζει το κλείσιμο ενός κύκλου και την αρχή κάποιας άλλης. Κάτι που φανερώνει και ο επόμενος αριθμός, το δέκα, που περιέχει την μονάδα και το μηδέν. Ας εξετάσουμε τους άθλους έναν προς ένα.Στον πρώτο άθλο, ο Θησέας ως πρώτο σταθμό της μύησης αντιμετωπίζει τον Περιφήτη. Ο Περιφήτης είναι γιος του Ηφαίστου ( του μόνου Θεού που χρησιμοποιούσε τα χέρια του κατασκευάζοντας όπλα και εργαλεία, για αυτό και αποτελούσε ντροπή για τον Δία). Ο Περιφήτης χρησιμοποιεί ρόπαλο. Το ρόπαλο είναι φαλλικό σύμβολο δύναμης και εξουσίας, το oποίο αν χρησιμοποιηθεί ανορθολογικά προκαλεί πόνο. Η νίκη του Πυθέα συμβολίζει την νίκη πάνω στην ύλη και τις εσωτερικές βίαιες παρορμήσεις.


Στον δεύτερο άθλο, αντιμετωπίζει τον Σίνι γιο του Ποσειδώνα, κυρίαρχου των Θαλασσών (του αστρικού κόσμου και κόσμου των συναισθημάτων).Ο Σίνις χρησιμοποιεί δύο πεύκα. Τα δύο πεύκα συμβολίζουν τις δύο αντίθετες δυνάμεις που δρουν στο σύμπαν, και τον τρόπο που μπορεί ο απλός άνθρωπος να τις αντιληφθεί, το θετικό και το αρνητικό, το καλό και το καλό, το αρσενικό και το θηλυκό. Οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που αποτυπώνονται στο Κηρύκιο του Ερμή , και στο γιν και γιανκ. Όταν ο άνθρωπος καταφέρει να διακρίνει πίσω από τις αντίθετες δυνάμεις την ενοποιό εκείνη δύναμη από την οποία αποτελούνται και οι δύο, τότε αποκτά μία νέα «ολιστική συνειδητότητα».


Στον τρίτο άθλο ο Θησέας σκοτώνει την γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη τεράτων, συμβολίζοντας την νίκη στα κατώτερα πάθη και στις υλικές εξαρτήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως θυσίαζαν θηλυκούς χοίρους για εξιλέωση προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης στα Ελευσίνια Μυστήρια, ούτε επίσης πως η Κίρκη μεταμόρφωνε σε χοίρους του συντρόφους του Οδυσσέα λόγω της βουλιμίας τους.


Στον τέταρτο άθλο αντιμετωπίζει τον Σκίρωνα. Το μονοπάτι της γνώσης που επιλέγει ο μύστης είναι δύσκολο και εγκυμονεί κινδύνους, εφόσον θα κληθεί να αντιμετωπίσει τους κρυμμένους στο υποσυνείδητο χειρότερους φόβους του (χελώνα) με κίνδυνο να τρομοκρατηθεί από αυτούς. Εάν όμως καταφέρει να ξεπεράσει τις δοκιμασίες τότε θα μπορέσει να ελέγξει τα συναισθήματα του (θάλασσα) και με ταπεινότητα (πλύσιμο ποδιών) ίσως καταφέρει να γνωρίσει τον πραγματικό εαυτό του.


Η νίκη επί του βάρβαρου πρωτόγονου σε ένστικτα πυγμάχου Κερκύωνα στον πέμπτο άθλο επιτυγχάνεται με την συμβολική «ανύψωση» του από το έδαφος. Ο μύστης πρέπει να «ανυψωθεί πνευματικά στον ανώτερο του εαυτό», κατακτώντας την ισορροπία και την αρμονία. (βλέπε Τροφώνιο άντρο )


Στον έκτο άθλο αντιμετώπισε τον Προκρούστη, ο μύστης καλείται να αφήσει πίσω του όλα όσα τον δεσμεύουν στην πνευματική του εξέλιξη, ενώ στην καθημερινή ζωή του καλείται να εφαρμόσει την διδαχή «παν μέτρον άριστον».


Στoν έβδομο άθλο ο Θησέας αιχμαλώτισε τον ταύρο που είχε φέρει ο Ηρακλής στον Μαραθώνα ύστερα από εντολή του Μίνωα, τον οποίο θυσίασε στο βωμό του Ηλιακού Θεού Απόλλωνα που συμβολίζει την ακτινοβόλα όψη της ψυχής του.


Αυτός ο άθλος θα πρέπει να ερμηνευτεί σε σχέση με τον όγδοο, καθώς τους συνδέει η πάλη ενάντια σε ταύρο. Ο Θησέας συμβολίζει τον συνειδητό εαυτό που είναι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει τα «θηρία», δηλαδή τα πρωτόγονα ένστικτα.


Ο Μινώταυρος όπως και όλα τα τερατόμορφα όντα στην μυθολογία εκπροσωπούν τα ζωώδη πάθη, τις ψυχικές αδυναμίες, ελαττώματα, διαστροφές και φοβίες, που διαλύονται όταν έρθούν στο φως του Ήλιου, όταν δηλαδή φωτισθούν τα αίτια τους από την εσωτερική γνώση (Ήλιος - Απόλλωνας ).

Χωρίς στη δύναμη «μετουσίωσης της συνείδησης» σε αυτό το μονοπάτι, ο μύστης κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στις κατώτερες όψεις της δημιουργικότητας, που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα. Ο Ταύρος εκπροσωπεί επίσης την μητριαρχική κοινωνία, και τον κόσμο του άλλου «έτερου» κόσμου, της μαγείας και των αόρατων δυνάμεων της Σελήνης, καθώς τα κέρατα του συμβολίζουν το φεγγάρι. Ο Λαβύρινθος συμβολίζει το υποσυνείδητο, και τις ανεξερεύνητες όψεις και δυνατότητες του Νου. Ένας κόσμος σκοτεινός, άγνωστος, φοβερός, και ανεξερεύνητος. Εάν κάποιος προσπαθήσει να εισέλθει εκεί απροετοίμαστος, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα «τέρας», που δεν είναι άλλο από τα πρωτόγονα και ανεξέλεγκτα ένστικτα.

Η λέξη Λαβύρινθος προέρχεται από την λέξη «λάβρυς», που σημαίνει διπλός πέλεκυς. Ο διπλός πέλεκυς είναι επίσης ένα σεληνιακό σύμβολο.


Ο μίτος της Αριάδνης (Άρι= πολύ αδνή= αγνή σκέψη) εξασφαλίζει τον δρόμο της εξόδου στον Θησέα. Ίσως ο Κρητικός Λαβύρινθος να υπήρξε μια μυητική τελετή καθόδου και της επακόλουθης ανόδου από τον Κάτω Κόσμο, μια τελετουργική διαδικασία θανάτου και αναγέννησης. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει!

Αυτό ίσως ενισχύεται από το γεγονός πως ο Μινώταυρος λεγόταν και Αστέριος. (Σε απεικονίσεις παρουσιάζεται με το σώμα του διάστικτο από άστρα). Με το ίδιο αυτό όνομα προσφωνούνταν και ο Διόνυσος σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Ο Διόνυσος φαίνεται να ταυτίζεται στην ουσία του με τον Μινώταυρο. Γενικότερα όπου η μινωική επιρροή υπήρξε έντονη, ο Διόνυσος λατρευόταν ξεκάθαρα ως ταύρος.Σκοτώνοντας ο Θησέας τον Μινώταυρο, νίκησε τον προηγούμενο «εαυτό του» και αφού πέρασε το κατώφλι του θανάτου, αντίκρισε τον Αστέριο, τον Θείο/Διονυσιακό αναγεννημένο στην υπέρτατη γνώση εαυτό του με τη μορφή του ουράνιου, συμπαντικού παιδιού. Έτσι -πάντα υπό την καθοδήγηση της Αριάδνης αναδύθηκε ένας νέος ολοκληρωμένος άνθρωπος.

Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο, πήρε μαζί του την Αριάδνη που τον βοήθησε, αλλά περνώντας από τη Νάξο την εγκαταλείπει, εφόσον εκεί τελείται «Ιερός Γάμος» της Αριάδνης με τον Διόνυσο.Ιστορικά είναι προφανές πως ο μύθος περιγράφει επίσης ένα μεταίχμιο εποχής, καθώς ο Μινώταυρος είναι εκπρόσωπος ενός μητριαρχικού και «χθόνιου» ιερατείου. Πεθαίνει από τον Θησέα, κομιστή του πατριαρχικού Ολύμπιου ιερατείου, και την θέση του παίρνει ο Θεός της έκστασης Διόνυσος που κάνει γυναίκα του την «αγνή κόρη-παρθένα». Ο Διόνυσος όμως είναι ταυτόχρονα και χθόνιος Θεός. Από τις πρώτες ζωομορφικές μορφές του Διονύσου την πρώτη θέση κατέχει ο Ταύρος. Στις «Βάκχες» ο Χορός τον αποκαλεί σαν ταύρο, και ο Πενθέας τον βλέπει να έρχεται σαν ταύρος.


Στον Ορφικό μύθο ο Διόνυσος παιδί του Δία και της Περσεφόνης (Θεάς του κάτω κόσμου) ως μωρό «Ζαγρεύς» (κυνηγό των ψυχών), κοίταζε ένα καθρέφτη (η αντίληψη όχι των πραγματικών καταστάσεων και όντων αλλά μία ψευδής αντανάκλαση...) Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι Τιτάνες όρμησαν καταπάνω του με τα μαχαίρια τους, για να τον σκοτώσουν. Τότε ο μικρός Θεός για να τους αποφύγει άρχισε να μεταμορφώνεται: έγινε έφηβος Δίας, Κρόνος, φίδι με κέρατα, άλογο, τίγρη, ταύρος. Η Ήρα παρ' όλα αυτά ενθαρρύνει τους Τιτάνες να μη διστάσουν, κι έτσι με διαταγή της κομματιάζουν το Ζαγρέα την ώρα που είχε τη μορφή ταύρου, έβρασαν το κρέας του και το έφαγαν. Ο Δίας οργίστηκε τόσο, ώστε κατακεραύνωσε τους Τιτάνες και τους έστειλε στα Τάρταρα. Από την στάχτη τους γεννήθηκε το ανθρώπινο γένος το οποίο έφερε μέσα του το θεϊκό στοιχείο καθώς οι Τιτάνες είχαν φαει τον Θεό. Ο Διόνυσος ο Ζαγρεύς πεθαίνει ως χθόνια θεότητα και ανασταίνεται ως «Διόνυσος ο Ελευθερέας» δηλαδή ως ελευθερωτής των ανθρωπίνων ψυχών, από τα δεσμά της ύλης. Ο θάνατος του Διόνυσου του Ζαγρέα συμβολίζει, τον θάνατο της τιτανικής του φύσεως. Κατ’ αντιστοιχία στο ανθρώπινο επίπεδο ο θάνατος της τιτανικής του φύσης συμβολίζει τον θάνατο των παθών του, δηλαδή την αποβολή των ελαττωμάτων του. Κατόπιν ανασταίνεται και μεταμορφώνεται σε ουράνια θεότητα, τον Διόνυσο τον Ελευθερέα.


Ο Ορφικός Διόνυσος είναι κάτοχος και φύλακας των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, το θείο πνεύμα σ’ εξέλιξη μέσα στο σύμπαν, η καρδιά του οποίου πρέπει να αναζητηθεί με σκοπό την αναγέννηση του ανθρώπινου πνεύματος και την εξάγνιση της ψυχής. Γι’ αυτό και επονομάζεται και «Ζαγρεύς», δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη «θέωση».Στη λατρεία του Διόνυσου «Ζαγρέα» θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο. Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού και ότι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του. Μετά το θάνατό τους πίστευαν πως θα τους αναγνώριζε ο «Διόνυσος Ζαγρέας», και χάρη σ’ αυτόν θα ζούσαν σε άλλα σώματα, καθώς οι ορφικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση.


Στον ένατο και τελευταίο άθλο ο Θησέας κατεβαίνει στο Άδη. Είναι η απόλυτη στιγμή όπου με τον μυητικό θάνατο της προσωπικότητάς του, επιχειρείται η Ένωση με την Θεότητα, και η κατάλυση του θανάτου, καθώς αναγνωρίζει πως τίποτα στην πραγματικότητα δεν χάνεται. Πως τα πάντα είναι απλώς αλλαγή κατάστασης ή ενέργειας και μορφής. Είναι η στιγμή όπου τα πάντα «είναι ένα», το μέρος που όλα ενώνονται, όπου τίποτα δεν υφίσταται διαχωρισμένο ακόμα και η ψυχή. Είναι ο χρόνος και ο τόπος που ο ήρωας, ο μύστης ή φιλόσοφος αφού έχει νικήσει τα τρομερά τέρατα, έχει νικήσει το σκότος «βλέπει το φως του μεσονυκτίου».Ο φωταγωγός, απ' όπου μπορούμε να καταδυθούμε στην «αληθινή Άβυσσο», την ψυχή του ανθρώπου. Ο Πλούταρχος το περιγράφει στο έργο του Περί του Σωκράτους Δαιμονίου (590Β) :

«Η ανθρώπινη Ψυχή προήλθε από τον θείο Νου. Ένα μέρος της , καθώς αναμιγνύεται με τα πάθη της ύλης, αλλοιώνεται, αλλά ένα άλλο θαυμάσιο μέρος της μας κρατάει ψηλά το κεφάλι, ώστε να αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα, σαν αεραγωγός επικοινωνών με το σκάφανδρο ανθρώπου που έχει καταδυθεί στον βυθό. Το μέρος εκείνο που βρίσκεται στο υποβρύχιο σώμα ονομάζεται Ψυχή. Ενώ, γι' αυτό που δεν αλλοιώνεται, οι πολλοί, βλέποντάς το ως ανταύγεια επί εσόπτρου, πιστεύουν ότι βρίσκεται μέσα τους. Όσοι όμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ότι αυτό βρίσκεται έξω από αυτούς, και το αποκαλούν Δαίμονα…».Ο Θησέας στα Τάρταρα έχει παγιδευτεί στην λήθη. Αυτό είναι ένα επικίνδυνο ταξίδι διότι εάν ο άνθρωπος χάσει την ατομικότητα του, μπορεί να παγιδευτεί σε έναν άλλο κόσμο, ξεχνώντας τα εγκόσμια. Η μάχη πρέπει να δίνεται στον παρόντα χρόνο, αναζητώντας την αρμονία και την ισορροπία, ώστε να τιμούμε ισότιμα την ύλη αλλά και το πνεύμα. Για αυτό τον λόγο ο Ηρακλής με την μυϊκή δύναμη του, βοήθησε τον Θησέα να απεγκλωβιστεί από την λήθη, και τα δεσμά του θανάτου.


Αυτός που θα καταφέρει βρει την αρμονία και να εντοπίσει το «ιερό μέσα του» θα έχει κερδίσει την μάχη, θα έχει καταφέρει να ξεπεράσει τον κόσμο των σκιών και της αυταπάτης, θα έχει βγει από την σπηλιά του Πλάτωνα. Θα έχει επιτευχθεί ο στόχος της πνευματικής του ολοκλήρωσης.Αυτή είναι η μυθολογική ιστορία του Θησέα, η οποία εάν εξηγηθεί αλληγορικά κατά το πρότυπο του Πλάτωνα και των Στωικών, μας αποκαλύπτει αρχετυπικές αλήθειες που συντροφεύουν τον άνθρωπο από την αρχή της ιστορίας του έως σήμερα.Η Ερμηνεία των μύθων χρειάζεται μεγάλη προσοχή και ενέχει πολλούς κινδύνους παρερμηνείας. Η παρούσα προσπάθεια αποσυμβολισμού του μύθου, δεν διεκδικεί την ορθότητα ή την μοναδικότητα της ερμηνείας του. Το δόγμα εξάλλου δεν έχει θέση στην αναζήτηση της γνώσης και της ιστορίας. Το μόνο βέβαιο «μήνυμα» που οι ιστορίες αυτές μας μεταφέρουν είναι πώς κανένα δόγμα και κανένα τελετουργικό δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην «αυτοπραγμάτωση», παρά μόνο η δική μας ειλικρινής «εσωτερική» προσπάθεια.


Χλέτσος Βασίλης
συγγραφέας

 Source