Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Η ομηρική Κοίλη Λακεδάιμων

Η ομηρική «κοίλη Λακεδάιμων», που απλώνεται κάτω απʼ τον θρυλικό Ταΰγετο, σύμφωνα με τον Παυσανία αποτελούσε τη γη των Λελέγων με πρώτους βασιλιάδες τον Λέλεγα και τον Μύλη, επινοητή του μύλου.Αργότερα, ο θρυλικός βασιλιάς Ευρώτας δημιούργησε κι έδωσε τ’ όνομά του στον ποταμό της κοιλάδας της σημερινής Σπάρτης.Ο Δίας και Ταϋγέτη, αποτέλεσαν τους προγόνους της Λακεδαιμονίας, της Σπάρτης και των Αμυκλών. Ένας από τους σημαντικότερους βασιλιάδες της Λακεδαίμονος ήταν ο Τυνδάρεως, πατέρας των Διόσκουρων και της Ωραίας Ελένης που συνδέεται και με τον κύκλο του Ηρακλή.Ο Ηρακλής και ο Απόλλωνας, σύμβολα αντίστοιχα των Αχαιών και των Δωριέων, προς ένδειξη συμφιλίωσης έδωσαν την ονομασία “Γη θεών” στο σημερινό Γύθειο. Αργότερα ο Απόλλωνας αντάλλαξε την περιοχή με τους Δελφούς και πέρασε το Ταίναρο στον Ποσειδώνα. Οι Διόσκουροι έχτισαν την ομηρική πόλη Λας στον ομώνυμο λόφο απ’ όπου, μετά τον κατακλυσμό, η Πύρρα και ο Δευκαλίωνας έπλασαν ξανά την ανθρωπότητα. Επί βασιλείας του Μενέλαου, η αρπαγή της Ωραίας Ελένης οδηγεί στον δεκαετή τρωικό πόλεμο που με τη συνδρομή του πολυμήχανου Οδυσσέα έληξε υπέρ των Ελλήνων.

Γιος της Ελένης και του Μενελάου, ο βασιλιάς Ορέστης σχετίζονται με το θρύλο των Ηρακλειδών που συνδέονται με την άφιξη των τελευταίων Δωριέων στην Πελοπόννησο. Τελευταίος βασιλιάς της Λακεδαιμονίας, ο Τισαμενός, μετά από προδοσία του Αριστόδημου, έχασε το βασίλειο του από τους Ηρακλείδες. Ύστερα από χρησμό της Πυθίας ο Αριστόδημος μοίρασε το βασίλειο στους δίδυμους γιους τους που αποτέλεσαν τους γενάρχες των δύο ιστορικών Σπαρτιάτικων οίκων. Αρχαία Σπάρτη Αρχαία Σπάρτη Λακωνία, Λακωνική, ή “κοίλη Λακεδαίμων”, όπως ονομαζόταν από τον Όμηρο, είναι η περιοχή μεταξύ Ταϋγέτου και Πάρνωνα, που διασχίζεται από τον Ευρώτα ποταμό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Ταΰγετος πήρε το όνομά του από τη νύμφη Ταϋγέτη, μία από τις Ατλαντίδες (κόρες του Άτλαντα) που έβαλε τέλος στη ζωή της όταν ο Δίας την ανάγκασε να συνευρεθεί μαζί του, γεννώντας τον Λακεδαίμονα, μετέπειτα βασιλιά της Λακεδαιμονίας.

Από τα Λακωνικά του Παυσανία μαθαίνουμε πως οι πρώτοι κάτοικοι της Λακωνικής ήταν οι Λέλεγες, πελασγικής καταγωγής. Σύμφωνα με τον Παυσανία ο Λέλεξ ή Λέλεγας ήταν ο πρώτος βασιλιάς της περιοχής, που έδωσε το όνομά του στη χώρα και τους κατοίκους της, ενώ θεωρείται γενάρχης και των κατοίκων της Μεσσηνίας. Τον Λέλεγα Θα διαδεχτεί ο γιος του Μύλης, επινοητής του μύλου, και αυτόν ο ένας εκ των δύο γιων του, ο Ευρώτας. Θέλοντας να δώσει διέξοδο στα λιμνάζοντα νερά γύρω από την πεδιάδα της Λακεδαίμονος ο βασιλιάς Ευρώτας άνοιξε διώρυγα που διοχέτευσε το νερό στη θάλασσα. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ποτάμι που διέσχιζε τη Λακωνία και αργότερα πήρε το όνομα του. Σύμφωνα άλλο μύθο, ο Ευρώτας μετά από μια ατιμωτική ήττα από τους Αθηναίους, έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε, και από αυτό το γεγονός πήρε την ονομασία του ο ποταμός. Ο μύθος ερμηνεύει τη θυσία των βασιλιάδων της Σπάρτης στο τέρας των υδάτων του Ευρώτα. Τον Ευρώτα, διαδέχθηκε ο Λακεδαίμων, γιος της Ταϋγέτης και του Δία, ο οποίος που ονόμασε το βασίλειό του Λακεδαιμονία. Νυμφεύτηκε τη Σπάρτη, κόρη του Ευρώτα, που έδωσε το όνομά της στη σημερινή πρωτεύουσα της Λακωνίας.

Με τη Σπάρτη ο Λακεδαίμων απέκτησε ένα γιο, τον Αμύκλα, ιδρυτή των Αμυκλών και πέμπτο μυθικό βασιλιά της Λακεδαίμονος. Αυτός έχτισε την πόλη των Αμυκλών και την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Ο Αμύκλας παντρεύτηκε την Διομήδη και έκανε μαζί της τρία παιδιά τον Υάκινθο, τον Άργαλο και τον Κυνόρτα, με τους δύο τελευταίους να παίρνουν τη διαδοχή του θρόνου. Στον αρχαίο, προ-δωρικό οικισμό των Αμυκλών, πρώτο οργανωμένο λατρευτικό τόπο στην Ελλάδα, λατρεύονταν ο Υάκινθος, ως προ-ελληνική θεότητα που αργότερα αντικαταστάθηκε από αυτήν του (Αμυκλαίου) Απόλλωνα. Ο ναός που χτίστηκε προς τιμήν του θεού εξέφραζε τη συμφιλίωση της Σπάρτης με τον προ-δωρικό οικισμό των Αμυκλών. Ο Κυνόρτας, μυθικός ήρωας και γιος του Αμύκλα ήταν ο έβδομος βασιλιάς της Λακεδαιμονίας, και κατά μια εκδοχή είχε γιο και τον Οίβαλο. Γιος του Οιβάλου (ή του Περίηρους) και της Γοργοφόνης, κόρης του Περσέα, ήταν ο Τυνδάρεως ο οποίος διαδέχτηκε τη βασιλεία της Σπάρτης. Ήταν σύζυγος της Λήδας και μαζί της γέννησε πέντε κόρες και δύο γιους. Τα πιο γνωστά τέκνα του ήταν η Ελένη, η Κλυταιμνήστρα και οι Διόσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης. Από αυτά, την Ελένη και τους Διόσκουρους είχε συλλάβει η Λήδα με τον Δία. Ο οίκος του Τυνδάρεω εκπροσωπεί τους Λακεδαίμονες, Δωριείς που επικράτησαν και ίδρυσαν εκεί το δυνατό και ακμαίο στρατιωτικό κράτος της Σπάρτης.

 Κατά τον Παυσανία, οι Διόσκουροι, όταν επέστρεψαν από την Αργοναυτική εκστρατεία ίδρυσαν στην ακρόπολη της πόλης Λας, στον σημερινό λόφο του Πασσαβά, ιερό της Αθηνάς Ασίας. Στη δωρική, το όνομα Λας σημαίνει λίθος-πέτρα και σύμφωνα με μία παράδοση την πόλη ίδρυσαν άνθρωποι που δημιουργήθηκαν από τους λίθους που έριχναν ο Δευκαλίων και η Πύρρα μετά τον κατακλυσμό. Σύμφωνα με το μύθο ο Λας φονεύθηκε από τον Αχιλλέα όταν εκείνος κατέβηκε στη Λακωνική ως μνηστήρας της Ωραίας Ελένης. Αργότερα οι Διόσκουροι καταλαμβάνουν την πόλη του Γυθείου που ιδρύθηκε από τον Δία ως δείγμα συμφιλίωσης μεταξύ του Ηρακλή και του Απόλλωνα που φιλονικούσαν για την κατανομή των περιοχών. Ο μύθος λέει ότι κατά το κτίσιμο της πόλης ο Ηρακλής και ο Απόλλων ήλθαν σε σύγκρουση εξ αιτίας του μαγικού τρίποδα του Μαντείου των Δελφών. Επειδή όμως ο αγώνας δεν αναδείκνυε νικητή, κατόπιν της μεταξύ τους συνδιαλλαγής αντί Ηρακλείας ή Απολλωνίας ονόμασαν τελικά την πόλη “Γη θεών” με συνέπεια σ΄ αυτήν να τιμώνται και οι δύο. Ο μύθος ερμηνεύει τη συνεύρεση του αχαϊκού και δωρικού πνεύματος, από την εξ ανάγκης αποδοχή και κοινή συγκατοίκηση των Αχαιών με τους Δωριείς μετά την κάθοδο των τελευταίων στην Πελοπόννησο.

Μεταγενέστερα ο Απόλλωνας αντάλλαξε την περιοχή με τους Δελφούς, και πέρασε τοΤαίναρο στον Ποσειδώνα όπου προς τιμήν του χτίσθηκε ιερό. Κατά τη μυθολογία, εδώ τοποθετούνταν μια από τις πύλες του Άδη απ’ όπου πέρασε ο Ηρακλής προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Κέρβερο. Στο Γύθειο έχουν εκτυλιχθεί πολλά μυθολογικά γεγονότα αναφερόμενα στο υγρό στοιχείο. Εκεί τιμούσαν τον Νηρέα, πατέρα των Νηρηίδων και θεότητα του πελάγους καθώς και τον Ποσειδώνα. Στην ακρόπολη της Λάς, υπήρξε επίσης ιερό της Αθηνάς Σωτείρας, αλλά και του Ποσειδώνα, που ίδρυσε ο Οδυσσέας, όταν επέστρεψε από την Τροία. Ο Τυνδάρεως συνδέεται επίσης με τον κύκλο του Ηρακλή. Σύμφωνα με αυτόν, τόσο αυτός όσο και ο αδερφός του Ικάριος εκδιώχθηκαν από τον Ιπποκόωντα, νόθο γιο του Οιβάλου και ετεροθαλή αδελφό τους.

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Ιπποκόων, μεγαλύτερος στην ηλικία από τα αδέλφια του, μόλις απεβίωσε ο πατέρας τους, τα έδιωξε από τη Σπάρτη και πήρε την εξουσία με τη βοήθεια των 12 γιων του, τους Ιπποκοωντίδες. Τυνδάρεως και Ικάριος κατέφυγαν στην Πλευρώνα, στο ανάκτορο του Θεστίου, όπου παρέμειναν και τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τους γείτονες εχθρούς του. Άνθρωποι αδίστακτοι, ο Ιπποκόων και οι γιοι του, μετά από χρόνια, κίνησαν την οργή του Ηρακλή που εισέβαλε στη Λακεδαίμονα για να τους σκοτώσει, όμως τραυματίσθηκε και υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη βάση του. Αργότερα, ο Ηρακλής συμμάχησε με τον Κηφέα και τους γιούς του, και επέστρεψε στη Λακωνία όπου μετά από μάχη σκότωσε Ιπποκόωντα και τα παιδιά του, αποκαθιστώντας στον θρόνο τον Τυνδάρεω. Σύμφωνα μάλιστα με τον Παυσανία, στη Σπάρτη υπήρχε ιερό του Ηρακλή με άγαλμα που παρίστανε τον ήρωα να κρατά όπλα, συμβολισμός του αγώνα του εναντίον του Ιπποκόωντα και υπέρ του Τυνδάρεω. Σε αυτή τη μάχη ο Ηρακλής έχασε τον αδελφό του, τον Ιφικλή.

 Σύμφωνα με τον Ησίοδο, όταν κάποτε ο Τυνδάρεως θυσίασε στους θεούς παρέλειψε την Αφροδίτη, γι’ αυτό και εκείνη έκανε τις θυγατέρες του άπιστες και επιπόλαιες. Η Ελένη, ομορφότερη γυναίκα της αρχαιότητας, γινόταν «βραβείο» για διάφορους μυθικούς εραστές. Έτσι ο πατέρας της αποφάσισε να την παντρέψει. Από τους μνηστήρες, εκείνη διάλεξε τον Μενέλαο στον οποίο περιήλθε το βασίλειο της Σπάρτης. Αυτός, σύμφωνα με τον Όμηρο ήταν γιος του Ατρέως και της Αερόπης, εγγονός του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας. Σύμφωνα με άλλη, μεταγενέστερη, εκδοχή, ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας ήταν γιοί του Πλεισθένους και εγγονοί του Ατρέα, τους ανάθρεψε όμως ο παππούς τους. Σε κάποια περίσταση διώχθηκαν από τις Μυκήνες και κατέφυγαν στη Σπάρτη, την εποχή που βασιλιάς ήταν ο Τυνδάρεως. Μετά λοιπόν και τον θάνατο των Διοσκούρων, ο Τυνδάρεως έδωσε το βασίλειό του στον Μενέλαο και την Ελένη. Ακολούθησε η αρπαγή της Ωραίας Ελένης από τον Πάρι και η εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία που οδήγησε στον δεκαετή Τρωικό Πόλεμο. Ο ίδιος ο Μενέλαος πήρε μέρος στην εκστρατεία με εξήντα πλοία, αλλά λόγω του ήπιου χαρακτήρα του δεν έγινε αρχηγός της, οπότε η αρχηγία πέρασε στον βίαιο αδελφό του, Αγαμέμνονα. Με το έξυπνο σχέδιο του Οδυσσέα οι Αχαιοί και οι σύμμαχοί τους επικράτησαν, και μετά τον πόλεμο ο Μενέλαος, που ήταν ένας από εκείνους που κρύφθηκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο, επέστρεψε με την Ελένη στη Σπάρτη όπου έκαναν πολλά παιδιά και έζησαν μαζί ως τα βαθιά τους γεράματα. Την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, Ερμιόνη, νυμφεύθηκε ο Ορέστης που διαδέχτηκε το βασιλιά Μενέλαο. Με το γάμο αυτό, τα βασίλεια του Άργους και της Σπάρτης ενώθηκαν, εποχή που προσδιορίζεται γύρω στο 1200 π.Χ.

Ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας και αδερφός της Ηλέκτρας και της Ιφιγένειας, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ήταν βασιλιάς του Άργους, των Μυκηνών και της Λακεδαίμονας. Σκοτώθηκε στην τελική μάχη με τους Ηρακλείδες, απόγονους του Ηρακλή και της Δηιάνειρας, με την κάθοδο των οποίων στην Πελοπόννησο σχετίζεται η άφιξη των τελευταίων Δωριέων στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, οι Ηρακλείδες μοιράσθηκαν μεταξύ τους τις διάφορες περιοχές-βασίλεια της Πελοποννήσου. Γιος του Ορέστη ήταν ο Τισαμενός ο οποίος και τον διαδέχτηκε. Τελευταίος μυθικός βασιλιάς της Λακεδαιμονίας και του Άργους, ο Τισαμενός, έχασε το βασίλειο της Σπάρτης αμαχητί μετά από προδοσία του Αριστόδημου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, κατά τη βασιλεία του Τισαμενού, οι Ηρακλείδες επανήλθαν στην Πελοπόννησο και ο Αριστόδημος τους οδήγησε στη Σπάρτη. Ο Τισαμενός αποσύρθηκε αρχικά στις Αμύκλες ενώ αργότερα εκδιώχτηκε εντελώς από το βασίλειο του. Απόγονος του Ηρακλή και εγγονός του Ύλλου, ο Αριστόδημος κατατάσσεται χρονικά στον 12ο αι. π.Χ., ενώ ο θάνατός του χρονολογείται το 1104 π.Χ. Ύστερα από χρησμό της Πυθίας μοίρασε την Λακωνία στους δυο δίδυμους γιους Ευρυσθένη και Προκλή, οι οποίοι μοιράστηκαν τη βασιλεία. Ο Ευρυσθένης πήρε την περιοχή των Λιμνών και ο Προκλής την Πιτάνη, που αργότερα αποτέλεσαν δύο από τις πέντε κόμες του Σπαρτιάτικου βασιλείου.Ευρυσθένης και Προκλής, αποτέλεσαν τους γενάρχες των δύο βασιλικών οίκων της Σπάρτης, των Αγιαδών και των Ευρυποντιδών αντίστοιχα. Σε όλους αυτούς τους αλληγορικούς μύθους θα πρέπει ν΄ αναζητηθούν οι μετακινήσεις των προ-ελλήνων Αχαιών στη Λακωνία, καθώς και η μετέπειτα υποταγή τους στους Δωριείς, όπου μετά την κάθοδό τους επήλθε και το οριστικό τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού.

Υπατία το σύμβολο του τέλους της αρχαίας επιστήμης

Η Υπατία ηταν κόρη του μαθηματικού και αστρονόμου Θέωνα και έλαβε με τις φροντίδες του πολύ καλή εκπαίδευση και ταξίδεψε στην Αθήνα και στην Ιταλία. Στην Αθήνα παρακολούθησε μαθήματα στη νεοπλατωνική σχολή του Πλούταρχου του Νεότερου και της κόρης του Ασκληπιγένειας αλλά μαθήτευσε και κοντά στον Ιεροκλή. Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια, επικεφαλής της εκεί σχολής των Πλατωνιστών (400 μ.κ.χ.), δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικά και αποτέλεσε πόλο έλξης για τους διανοούμενους της εποχής ενώ έκανε και εκτενή και ουσιώδη σχόλια στα μαθηματικά έργα του Διόφαντου και του Απολλώνιου. Δυστυχώς παρότι η ίδια η Υπατία υπήρξε πολυγραφότατη κανένα από τα έργα της δεν σώζεται και έχουμε μόνο αναφορές για αυτά. Πολλοί από τους μαθητές της ανήκαν στους ανώτατους κύκλους της αριστοκρατίας της πόλης και έγιναν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος και ο έπαρχος της Αλεξανδρείας Ορέστης. Η ίδια επηρεάστηκε φιλοσοφικά από τους νεοπλατωνικούς Πλωτίνο και Ιάμβλιχο.

Η Αλεξάνδρεια του 4ου αιώνα μ.Χ. ήταν ο χώρος μιας μικρής επιστημονικής αναγέννησης και αυτή φωτίστηκε από την πιο διάσημη ανάμεσα στις γυναίκες επιστήμονες και φιλοσόφους. Για δεκαπέντε αιώνες η Υπατία θεωρείται ότι ήταν η μόνη γυναίκα επιστήμονας στην ιστορία. Ακόμα και σήμερα συχνά είναι η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στην ιστορία των μαθηματικών και της αστρονομίας. Αυτή η ευγενής γυναίκα ξεχωρίζει στις σελίδες της ιστορίας σαν η μεγαλύτερη από τους μάρτυρες της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας. Όταν γεννήθηκε η Υπατία το 370 μ.Χ., η διανοητική ζωή της Αλεξάνδρειας βρισκόταν σε κατάσταση επικίνδυνης σύγχυσης. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γινόταν χριστιανική και όλο και πιο συχνά δεν ήταν μόνο ο χριστιανός ζηλωτής που έβλεπε αιρέσεις και σατανισμό στα μαθηματικά και στην επιστήμη: "οι μαθηματικοί έπρεπε να κατασπαραχθούν από θηρία ή να καούν ζωντανοί" (Mc Cabe). Μερικοί από τους χριστιανούς αναβίωσαν τις θεωρίες της επίπεδης γης και του σύμπαντος ως στερέωμα. Στην Αλεξάνδρεια ο Θεόφιλος, Πατριάρχης Αλεξάνδρειας, υποκινούσε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ Εθνικών, Εβραίων και Χριστιανών. Δεν ήταν μια και τόσο ευμενής εποχή για να είναι κανείς επιστήμονας, ή φιλόσοφος. Ο πατέρας της Υπατίας, ο Θέων, ήταν μαθηματικός και αστρονόμος στο Μουσείο.Ο ορισμός Μουσείο δεν συνιστούσε εξαρχής το πλαίσιο μέσα στο οποίο καθορίζονται οι λειτουργίες ενός μουσείου, ούτε συνδεόταν με τη συλλογή και την έκθεση αντικειμένων. Στην αρχαιότητα το μουσείο περιγράφεται ως τέμενος αφιερωμένο στη λατρεία των Μουσών,στο συγκεκριμένο χώρο καλλιεργούνταν οι τέχνες, τα γράμματα, η μουσική, η ποίηση, η φιλοσοφία και ο χορός. Ο Θέων επέβλεπε από κοντά κάθε πλευρά της εκπαίδευσης της κόρης του.


Για τους Χριστιανούς, όλοι οι Πλατωνιστές ήταν επικίνδυνοι αιρετικοί.Η
Υπατία οταν επέστρεψε απο τα ταξίδια της Αλεξάνδρεια έγινε δασκάλα των μαθηματικών και της φιλοσοφίας. Το Μουσείο είχε χάσει την υπεροχή του και η Αλεξάνδρεια τώρα είχε ξεχωριστά σχολεία για Εθνικους, για Εβραίους και για Χριστιανούς. Ωστόσο, η Υπατία δίδασκε σε ανθρώπους κάθε θρησκείας και μετά τον πατέρα της ανέλαβε μια Έδρα Φιλοσοφίας στην πόλη. Το σπίτι της έγινε κέντρο διανοουμένων και συγκέντρωνε σχολαστικιστές που συζητήσουν επιστημονικά και φιλοσοφικά ερωτήματα.
Η φήμη της προσείλκυε μαθητές απ' όλη τη Μεσόγειο. Μάλιστα, πιστεύεται ότι την εποχή που πέθανε η Υπατία ήταν η καλύτερη μαθηματικός του Ελληνορωμαϊκού κόσμου, και πολύ πιθανόν και όλου του υπόλοιπου, επισκιάζοντας έτσι τον πατέρα της στη φήμη της ως δασκάλα. Αν και δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε όλους τους μαθητές της, υπάρχουν ενδείξεις ότι ήταν γενικά πλούσιοι και ισχυροί. Ο πιο γνωστός μαθητής της είναι ο Συνέσιος της Κυρήνης, ο οποίος προσπάθησε να συνδέσει τον πρόωρο χριστιανισμό με τον Νεοπλατωνισμό. Κάποια από τα γράμματά του προς αυτή έχουν διασωθεί, όπως και κάποια άλλα απεσταλμένα σε συμμαθητές του, όπου εκφράζει τον θαυμασμό του και την επιρροή που του είχε ασκήσει. Στα γράμματα του Συνέσιου μας δίνονται κάποια ονόματα μαθητών της Υπατίας που επικυρώνουν το ταλέντο και τη φήμη της. Εκτός από τον Συνέσιο, μαθητές επίσης ήταν ο μικρότερος αδερφός του (Euoptius) και ο θείος του (Αλέξανδρος), ο καλύτερός του φίλος (Herculian) με τον αδερφό του (Olympius), όπως και άλλοι (Hessychius, Athanasius,Theodosius). 

Για να καταλάβουμε την δύναμη και τη μόρφωση των μαθητών της, ο Συνέσιος έγινε ο Επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ ο αδερφός του έγινε ο διάδοχός του. Ο Ολύμπιος ήταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας από τη Σελεύκεια και ήταν καλά συνδεδεμένος με την Αλεξάνδρεια, το οποίο μάλλον ίσχυε και για τον αδερφό του, αν και αργότερα έγινα νομάρχης της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ησύχιος ήταν κυβερνήτης της Άνω Λιβύης, ο Αθανάσιος ήταν ένας πολύ γνωστός αλεξανδρινός σοφιστής και ο Θεοδόσιος ήταν ένας γραμματικός, που έγραψε κανόνες για ρήματα και ουσιαστικά.

Η Υπατία έγραψε σχόλια για την Αριθμητική του Διόφαντου, επίσης για τον Αστρονομικό Κανόνα του Πτολεμαίου και ακόμα για τις Κωνικές Τομές του Απολλώνιου της Πέργα. Τα περισσότερα από τα γραπτά της Υπατίας ξεκίνησαν σαν σημειώσεις για τους μαθητές της. Κανένα δεν έχει διασωθεί ολοκληρωμένο, αν και είναι πιθανό τμήματα του έργου της να έχουν ενσωματωθεί στις εκτενείς πραγματείες του Θέωνα. Μερικές πληροφορίες για τα επιτεύγματά της προέρχονται από δασωμένα γράμματα του μαθητή και φίλου της Συνέσιου του Κυρηναίου, που αργότερα έγινε ο πλούσιος και ισχυρός Επίσκοπος της Πτολεμαϊδας. Το σημαντικότερο έργο της Υπατίας ήταν στην άλγεβρα. Έγραψε σχόλια στην Αριθμητική του Διόφαντου σε 13 βιβλία. Τα σχόλια της Υπατίας περιελάμβαναν εναλλακτικές λύσεις και πολλά νέα προβλήματα που προέκυπταν σαν συνέπεια στα χειρόγραφα του Διόφαντου. Η Υπατία έγραψε επίσης μια διατριβή Περί των Κωνικών του Απολλώνιου σε οκτώ βιβλία. Ο Απολλώνιος ο Πέργας ήταν ένας αλεξανδρινός γεωμέτρης του 3ου π.Χ. αιώνα, που προσπάθησε να εξηγήσει τις ασυνήθιστες τροχιές των πλανητών. Το κείμενο της Υπατίας ήταν μια εκλαΐκευση της εργασίας του.

Η Υπατία γοητευόταν από τις κωνικές τομές (τα γεωμετρικά σχήματα που σχηματίζονται όταν ένα επίπεδο τέμνει ένα κώνο). Μετά το θάνατό της, οι κωνικές τομές αγνοήθηκαν μέχρι την αρχή του 17ου αιώνα όταν οι επιστήμονες συνειδητοποίησαν ότι πολλά φυσικά φαινόμενα, όπως οι τροχιές πλανητών, περιγραφόταν με τον καλύτερο τρόπο με τις καμπύλες που προκύπτουν από κωνικές τομές. Εκτός από τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, η Υπατία είχε ενδιαφέρον για τη μηχανική και την πρακτική τεχνολογία. Τα γράμματα του Συνέσιου περιέχουν σχέδια για αρκετά επιστημονικά όργανα περιλαμβάνοντας έναν αστρολάβο (ο αστρολάβος χρησιμοποιούταν για τη μέτρηση των θέσεων του άστρων, πλανητών και του ήλιου και για τον υπολογισμό της ώρας και του ανερχόμενου ζωδίου του ζωδιακού). Η Υπατία ανέπτυξε ακόμα μια συσκευή για τη διύλιση του νερού, ένα όργανο για τη μέτρηση της στάθμης του νερού και ένα διαβαθμισμένο υδρόμετρο από μπρούτζο για τη μέτρηση της ειδικής βαρύτητας (πυκνότητας) ενός υγρού. Και αφού από τότε δεν υπήρξαν σημαντικές πρόοδοι στα μαθηματικά, την αστρονομία και τη φυσική σε όλο τη Δύση για άλλα 1000 χρόνια, η Υπατία έγινε σύμβολο του τέλους της αρχαίας επιστήμης.

Το ότι η Υπατία ανακατεύτηκε στα πολιτικά θέματα της Αλεξάνδρειας είναι αδιαμφισβήτητο. Σαν Εθινική , με ελληνική επιστημονική σκέψη και σαν πολιτικό πρόσωπο με επιρροή, η Υπατία βρέθηκε σε πολύ επικίνδυνη θέση σε μια όλο και πιο χριστιανική πόλη. Το 412 ο Κύριλλος, ένας φανατικός χριστιανός, έγινε Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας και μεγάλη εχθρότητα αναπτύχθηκε μεταξύ του Κυρίλλου και του Ορέστη, του Ρωμαίου Κυβερνήτη της Αιγύπτου, ενός παλιού μαθητή και καλού φίλου της Υπατίας. Αμέσως μόλις πήρε την εξουσία, ο Κύριλλος άρχισε να διώκει τους Εβραίους, διώχνοντας χιλιάδες από αυτούς από την πόλη. Έπειτα, παρά τη σφοδρή αντίθεση του Ορέστη, έστρεψε την προσοχή του στο να καθαρίσει την πόλη από του νεοπλατωνιστές. Αγνοώντας τις εκκλήσεις του Ορέστη, η Υπατία αρνήθηκε να απαρνηθεί τις ιδέες της και να ασπασθεί το Χριστιανισμό. Ο Κύριλλος, ο οποίος αργότερα αναγορεύτηκε ο πατέρας τους δόγματος της Χριστιανικής Τριάδας και αγιοποιήθηκε για το ζήλο του έβλεπε στην Υπατία μια συνεχή απειλή για τη διάδοση της Χριστιανικής πίστης, ο Κύριλλος, τουλάχιστον έμμεσα, ήταν η αιτία του τραγικού της θανάτου. Παρά κάθε επόμενη προσπάθεια να τον απαλλάξουν από το στίγμα του δολοφόνου, το αδιαμφισβήτητο γεγονός παραμένει ότι δεν έκανε καμία προσπάθεια να αποτρέψει το αποτρόπαιο και βίαιο έγκλημα.Τυφλωμένος από τη μανία του φανατισμού, ο Κύριλλος θεωρούσε την Υπατία ως μάγισσα εκπρόσωπο του Κακού. 


Οι δολοφόνοι της Υπατίας ήταν Παραβολικοί, φανατικοί μοναχοί της Εκκλησίας του Αγ. Κυρίλλου της Ιερουσαλήμ, πιθανώς υποβοηθούμενοι από Νιτριανούς μοναχούς. Το αν ο Κύριλλος διέταξε ο ίδιος το φόνο παραμένει ανοικτό ερώτημα. Πάντως, δημιούργησε το λιγότερο το πολιτικό κλίμα που επέτρεψε μια τέτοια θηριωδία. Ο φόνος της Υπατίας περιγράφεται στα γραπτά του χριστιανού ιστορικού του 5ου αιώνα Σωκράτη του Σχολαστικού ως εξής σε μετάφραση: "Όλοι οι άνθρωποι την σεβόταν και την θαύμαζαν για την απλή ταπεινοφροσύνη του μυαλού της. Ωστόσο, πολλοί με πείσμα την ζήλευαν και επειδή συχνά συναντούσε και είχε μεγάλη οικειότητα με τον Ορέστη, ο λαός την κατηγόρησε ότι αυτή ήταν η αιτία που ο Επίσκοπος και ο Ορέστης δεν γινόταν φίλοι. Με λίγα λόγια, ορισμένοι πεισματάρηδες και απερίσκεπτοι κοκορόμυαλοι με υποκινητή και αρχηγό τους τον Πέτρο, έναν οπαδό αυτής της Εκκλησίας, παρακολουθούσαν αυτή τη γυναίκα να επιστρέφει σπίτι της γυρνώντας από κάπου. Την κατέβασαν με τη βία από την άμαξά της, την μετέφεραν στην Εκκλησία που ονομαζόταν Caesarium, την γύμνωσαν εντελώς, της έσκισαν το δέρμα και έκοψαν τις σάρκες του σώματός της με κοφτερά κοχύλια μέχρι που ξεψύχησε, διαμέλισαν το σώμα της, έφεραν τα μέλη της σε ένα μέρος που ονομαζόταν Κίναρον και τα έκαψαν."Ο Κύριλλος αργότερα ονομάστηκε άγιος.... Ο Ορέστης ανέφερε τη δολοφονία και ζήτησε από τη Ρώμη να ξεκινήσει έρευνες. Αργότερα παραιτήθηκε και έφυγε από την Αλεξάνδρεια. Η έρευνα αναβλήθηκε πολλές φορές λόγω «έλλειψης μαρτύρων» και τελικά ο Κύριλλος ισχυρίσθηκε ότι η Υπατία ήταν ζωντανή και ζούσε στην Αθήνα. Έτσι χάθηκε το 415 η μεγαλύτερη γυναίκα μύστης του αρχαίου κόσμου και μαζί της έπεσε και η Νεοπλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας. 

Η Υπατία ήταν ο τελευταίος Ελληνας επιστήμονας του δυτικού κόσμου και ο θάνατός της συνέπεσε με τα τελευταία χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.Μετά την Υπατία ήρθε το χάος και ο βαρβαρισμός των Σκοτεινών Χρόνων.

Η Πυθαγόρεια Φιλοσοφική Σχολή

Η Πυθαγόρεια Σχολή ιδρύθηκε, όπως προδίδει και το όνομα της, από τον Σάμιο φιλόσοφο Πυθαγόρα και αποτελούσε μία ακαδημία για τη μελέτη κυρίως της φιλοσοφίας και των μαθηματικών αν και επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς, όπως η αστρονομία και η μουσική.Πιθανολογείται ότι η ίδρυση της σχολής έγινε γύρω στο 520 π.Χ, στην είσοδο της οποίας οι Πυθαγόρειοι είχαν χαράξει το ρητό:''ΜΗΔΕΙΣ ΑΓΕΩΜΕΤΡΗΤΟΣ ΕΙΣΗΤΩ'', δηλαδή «δεν μπορεί να εισέλθει και να συμμετάσχει κανείς στην αδελφότητα, ο οποίος δεν μετρά με γήινα μέτρα όλα τα αντικείμενα». Αυτό με άλλα λόγια σήμαινε, ότι η αδελφότητα πίστευε ότι «το θείο» είναι μέσα στον άνθρωπο και «μετρήσιμο» και όχι στα ουράνια και άπιαστο. Ο Πυθαγόρας, απέτρεψε οριστικά στάσεις και αναρχία όχι μόνο στην εποχή του αλλά και μεταξύ των απογόνων των μαθητών του.  Η σχολη αποτελούνταν από μία ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι είχαν δεχθεί κάποιες αρχές, έπρατταν συλλογικά και λειτουργούσαν υπό άκρα μυστικότητα,.Λέγεται ότι ο ίδιος ο Πυθαγόρας πίστευε ότι οι μυστικές και καλά οργανωμένες δυνάμεις μπορούσαν να έχουν σημαντικά αποτελέσματα. Η σχολη βρισκόταν στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας και διατηρήθηκε για περισσότερους από δέκα αιώνες, διανύοντας περιόδους εξαιρετικής ακμής, αλλά και κατάπτωσης. Μεταξύ των πρωτοπυθαγορείων αναφέρονται οι Κέρκωψ , Πέτρων, Ίππασος, Έκφαντος, Βροντίνος, ο αστρονόμος Φιλόλαος , ο ιατρός Αλκμέων κ.ά. 

Μερικοί από τους Πυθαγόρειους, μετά τη διάλυση της σχολής στον Κρότωνα, όπου βρισκόταν η έδρα της, έφυγαν για την κυρίως Ελλάδα. Στη Θήβα, με τον Φιλόλαο και τους μαθητές του, Σιμμία και Κέβη και με τον Λύση, η σχολή γνώρισε νέα ακμή, έως την εποχή του Πλάτωνα (που είχε αρκετά στενές και γόνιμες σχέσεις με τον Πυθαγορισμό), με τον οποίο σταματάει η ιστορία του πρώτου Πυθαγορισμού. Η παράδοση, όμως, της σχολής συνεχίστηκε κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. και έως τον 2ο αιώνα μ.Χ., οπότε παρουσιάστηκε αναγέννηση της σχολής με τους Νεοπυθαγόρειους, μεταξύ των οποίων αναφέρονται ο Νιγίδιος Φίγουλος, ο Μοδεράτος από τα Γάδειρα, ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, ο Νικόμαχος εκ Γεράσων, ο Νουμίνιος, ο Φιλόστρατος κ.ά. 
Η πρώτη Πυθαγόρεια κοινότητα αναφέρεται ως θρησκευτική, πολιτική και επιστημονική οργάνωση, στην οποία εάν ήθελε να γίνει κάποιος δεκτός έπρεπε να περάσει από αυστηρή δοκιμασία. Ξεχωριστό ρόλο, επίσης, έπαιζε η σιωπή που επιβαλλόταν στους κατηχούμενους. Οι μαθητές έπρεπε να κρατούν μυστική τη διδασκαλία και η κοινολόγηση των θεωριών της σχολής μπορούσε να τους κοστίσει τη ζωή, όπως λέγεται ότι συνέβη στον Ίππασο (στον οποίο η παράδοση αποδίδει την ανακάλυψη της έννοιας των ασύμμετρων μεγεθών), που κρίθηκε ένοχος για την αποκάλυψη ενός μαθηματικού μυστικού. 

Στη σχολή, όπως αναφέρεται, επικρατούσε η κοινοκτημοσύνη των αγαθών, η αγαμία και σειρά εντολών που αποτελούσαν αληθινή κατήχηση στην πυθαγόρεια ζωή (αποχή από τα όσπρια, το κρέας, τα μάλλινα ενδύματα, συγκομιδή μόνο των καρπών εκείνων που έπεφταν στη γη, κατάρτιση κάθε πρωί του προγράμματος όλης της ημέρας και κάθε βράδυ έλεγχος συνείδησης κλπ.). Εκτός από τις εντολές αυτές, υπήρχε και μια σειρά ερωτημάτων, οι απαντήσεις στα οποία ήταν ειδικές αλήθειες που ονομάζονταν ακούσματα (για παράδειγμα «ποιο πράγμα είναι το σοφότερο;» – «ο αριθμός»). 

Είναι παραδεκτό ότι μέσα στη σχολή υπήρχε διάκριση μεταξύ ακουσματικών και μαθηματικών, που φαίνεται διαφορετική από τη διάκριση εξωτερικών, ή κατηχούμενων, και εσωτερικών, ή μυημένων· πιθανότατα, η πρώτη μαρτυρεί τη διάκριση, την οποία πραγματοποιούσαν κάποια ορισμένη στιγμή μεταξύ των ανθρώπων της πίστης, που δεσμεύονταν για ό,τι υπήρχε θρησκευτικό, μυητικό στη σχολή, και των ανθρώπων της επιστήμης, που είχαν την τάση να βγουν από τη μυστικιστική σιωπή για να αποδείξουν λογικά τις γνώσεις τους.
Η βασική θεωρία της σχολής συνίστατο στη βεβαίωση ότι η ουσία των όντων βρίσκεται στους αριθμούς και στις μαθηματικές σχέσεις, απ’ όπου και η σημασία μερικών αριθμών, κυρίως η τετρακτύς της δεκάδος (στην οποία συνήθιζαν να ορκίζονται), η παράσταση δηλαδή του αριθμού δέκα με σημεία σε πυραμιδική κατάταξη: 

Το 1 είναι η νόηση, το 2 είναι η γνώμη, το 4 ή το 9 (τετράγωνα του πρώτου άρτιου και του πρώτου περιττού) η δικαιοσύνη, το 5 είναι ο γάμος (ένωση του πρώτου άρτιου με τον πρώτο περιττό), και ιδιαίτερα σημαντικό είναι το 10, η μυστική δεκάδα στην οποία ορκίζονταν οι Πυθαγόρειοι και στο οποίο περιλαμβάνονται ο πρώτος αρτιοπέριττος, η μονάδα, ο πρώτος άρτιος, ο πρώτος περιττός και το πρώτο τετράγωνο. 

Η αντίθεση άρτιων και περιττών βρίσκεται στη βάση των σειρών των άλλων νέων βασικών αντιθέσεων (άπειρο - πεπερασμένο, πολλαπλάσιο - μονάδα, αρσενικό - θηλυκό κλπ.). Από τη σειρά αυτή των αντιθέσεων γεννιέται έπειτα η αρμονία εκείνη, η οποία είναι το χαρακτηριστικό όλου του κόσμου, αλλά που αποκαλύπτεται ιδιαίτερα στις μουσικές συγχορδίες. Αρμονία θεωρούσαν και την ψυχή, η οποία μέσα από μια σειρά καθάρσεων τείνει προς την ενατένιση της ουράνιας αρμονίας. 
Με βάση τις αντιλήψεις αυτές της αρμονίας, οι Πυθαγόρειοι οικοδόμησαν τη χαρακτηριστική τους κοσμολογία που συνοψίζεται ως εξής: γύρω από το κεντρικό πυρ περιστρέφονται τα δέκα ουράνια σώματα, στο εξωτερικό του βρίσκεται η περιοχή των απλανών αστέρων, στη μέση η περιοχή των πέντε πλανητών, του Ήλιου και της Σελήνης και, πιο κάτω, η υποσελήνια περιοχή, βασίλειο του γίγνεσθαι και της ατέλειας. Για συμπλήρωση της δεκαδικής σειράς οι πυθαγόρειοι εισήγαγαν την Αντιγή (Αντίχθων), που βρίσκεται ανάμεσα στη Γη και στο κεντρικό πυρ, με την οποία εξηγούσαν τις εκλείψεις, αφού ο Ήλιος και η Σελήνη αντανακλούν σαν καθρέφτες το κεντρικό πυρ.
Σημαντική θέση, τέλος, καταλαμβάνουν οι Πυθαγόρειοι στην ιστορία της αρχαίας ρητορικής: όπως η ιατρική θεραπεύει το σώμα, έτσι και η μουσική και η ρητορική θεραπεύουν, κατά την αντίληψή τους, την ψυχή. Και η τέχνη της ομιλίας είναι στην ουσία ψυχαγωγία, δηλαδή ανύψωση και οδηγός της ψυχής.

Η Δομή της Πυθαγόρειας Σχολής 


Η δομή της σχολής δεν αποτελούνταν κατά τα γνωστά από μαθητές και δασκάλους αλλά από τρεις διαφορετικές βαθμίδες. Κατ' αρχάς υπήρχαν οι υποψήφιοι, οι οποίοι περνούσαν από μία σειρά δοκιμασιών ώσπου να γίνουν δεκτοί στη σχολή, ενώ το επόμενο βήμα, με την αποδοχή τους στη σχολή, ήταν η ακρόαση των διδασκαλιών χωρίς να υπάρχει το δικαίωμα οπτικής επαφής με τον διδάσκαλο, οι λεγόμενοι ακουσματικοί ή ακροατές. Σε αντίθεση με τους ακουσματικούς υπήρχαν και οι εκλεκτοί, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να παρακολουθούν και να συζητούν με τον Πυθαγόρα, τους λεγόμενους Μαθηματικούς ή μαθητευόμενους.Αυτά τα άτομα ασχολήθηκαν με τα θέματα της «μάθησης», δηλαδή της έρευνας, αναζητώντας περαιτέρω απαντήσεις προς την κατανόηση της αλήθειας. Σαφώς δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι στον κύκλο των Πυθαγορείων αναδύεται και η λέξη «φιλόσοφος», δημιούργημα Ελληνικό, το οποίο θα παραμείνει περνώντας μέσα στους αιώνες και στους περισσότερους λαούς ως λέξη Ελληνική και συνήθως αμετάφραστη. Φαίνεται, κατά πολλούς, ότι υπήρχαν τέσσερα μέρη της Πυθαγόρειας διδασκαλίας, τα οποία αναφέρονται από τον Πλάτωνα στη «Πολιτεία» ως το δευτερεύων μέρος του προγράμματος σπουδών.

Αριθμητική, Γεωμετρία, Αρμονία (Μουσική) και Αστρονομία. Αυτη ειναι  η βασική διδασκόμενη γνώση που κάθε μορφωμένο άτομο οφείλει να κατέχει. Κατά την διδασκαλία τους, η αρμονία είναι εκείνη που αποκαθιστά την ενότητα ανάμεσα στα αντιτιθέμενα μέρη και τα συγκροτεί σε κόσμο. Η αρμονία είναι θεία και συνίσταται από αριθμητικούς λόγους. Όποιος επιτυγχάνει να κατανοήσει πλήρως αυτή την αριθμητική αρμονία γίνεται ο ίδιος θείος και αθάνατος. Μουσική, αρμονία και αριθμοί είναι άρρηκτα ενωμένα στην διδασκαλία του Πυθαγόρα.

Ακρογωνιαίος λίθος της φιλοσοφίας των Πυθαγορείων είναι ο αριθμός, αφού σύμφωνα με την κοσμολογία τους «τα πάντα είναι αριθμός». Στηρίζονταν στην υπόθεση ότι οι ακέραιοι αριθμοί είναι η αιτία των διαφόρων ποιοτήτων του ανθρώπου και της ύλης, ότι οι αριθμοί ρυθμίζουν το σύμπαν και ποιοτικά και ποσοτικά. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αριστοτέλης ότι «ο αριθμός είναι η πρώτη αρχή, τον λαμβάνουν (οι Πυθαγόρειοι) ως ύλη των όντων όσο και ως αυτό που συνιστά τις ιδιότητες του και τις μόνιμες καταστάσεις του. Αυτή η εξύψωση των αριθμών οδήγησε στη βαθιά μελέτη τους. 
Βέβαια εκτός από την προαγωγή της επιστήμης των μαθηματικών, η ενασχόληση με τους αριθμούς κατείχε θέση και στη θρησκεία του Πυθαγορισμού. Οι Πυθαγόρειοι, επειδή οι αριθμοί δεν ήταν η πιο κατάλληλη βάση για να στηριχθεί η φιλοσοφία τους στράφηκαν προς τον συμβολισμό, συγχέοντας με αυτόν τον τρόπο τους αριθμούς με πράγματα και έννοιες. Η ιδέα ήταν ότι όλα τα πράγματα μπορούν να αναλυθούν σε αριθμούς και να επικυρωθούν από αυτούς. Την αντίθεση του στην συγκεκριμένη πλευρά της Πυθαγόρειας πίστης εξέφρασε ο Αριστοτέλης ρωτώντας «Πως είναι δυνατόν οι ιδιότητες – λευκό, γλυκό, ζεστό- να είναι αριθμοί;» 

Ενώ κάποιοι άλλοι, όπως παραδείγματος χάριν ο W.K.C Gurthie φαίνεται να υπερασπίζεται τους Πυθαγορείους λέγοντας «Κοιτάζοντας πίσω, φαίνεται λες και ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος που οδήγησε την επιστήμη σε λάθος δρόμο. Σήμερα η επιστημονική περιγραφή όλων των πραγμάτων στον φυσικό κόσμο παίρνει την μορφή αριθμητικών εξισώσεων. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως φυσικές ιδιότητες (χρώμα, θερμότητα, φως, ήχος) εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από αριθμούς που εκπροσωπούν μήκη κύματος και μάζες.»

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Πως οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν τους αριθμούς

Τα μαθηματικά , αν και σ’ ολόκληρο το βάθος τους είναι σε ελάχιστους προσιτά, διατηρούν μια μοναδική θέση στην ιεραρχία όλων των δημιουργημάτων του πνεύματος και αποτελούν μια συμπαντικού επιπέδου γλώσσα.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Η πρακτική της χρησμοδοσίας και η Πυθία σαν εκπρόσωπος του Απόλλωνα

Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν διάφορα είδη μαντικής τα οποία χρησιμοποιούνταν και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή, όπως η οιωνοσκοπία, η σπλαγχνοσκοπία, η ονειρομαντεία, η κληρομαντεία, η αστρολογία κλπ. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν μοιρολάτρες. Αντιθέτως μελετούσαν τη φύση και προσπαθούσαν να διαβάσουν τα μηνύματά της ώστε να κατανοήσουν καλύτερα τις δομές του παρόντος και να μπορέσουν να πορευτούν σωστά και στο μέλλον. Δεν θα πρέπει επομένως να τους κρίνουμε με βάση τον σημερινό τρόπο σκέψης, μιας και ζούμε σε πολύ διαφορετικούς καιρούς. Επίσης, πριν προχωρήσουμε παρακάτω κι αρχίσουμε να μιλάμε για τη μαντική τέχνη όπως αυτή χρησιμοποιούνταν στο Δελφικό Μαντείο, καλό θα ήταν να επισημάνουμε τον πολύ χρήσιμο διαχωρισμό που επιχείρησε ο Δ. Δημόπουλος στο βιβλίο Στο άδυτο των ελληνικών μαντείων.

Χωρίζει, λοιπόν, τη μαντική σε δύο είδη: την «έντεχνο μαντική» και την «ένθεο μαντική». Με τον όρο «έντεχνο μαντική» εννοεί κάθε μορφή μαντικής, η οποία γίνεται μέσω «προφητών», οι οποίοι προλέγουν το μέλλον διαβάζοντας διάφορα φυσικά σημάδια. Η μορφή αυτή δεν είναι όμως αξιόπιστη μιας και το αποτέλεσμα εξαρτάται άμεσα από την ευσυνειδησία αλλά και την ερμηνευτική ικανότητα των λειτουργών του. Ενώ, η «ένθεος μαντική» αναφέρεται στις προφητείες που δίνονταν στους πιστούς από τον ίδιο τον θεό μέσω των αντιπροσώπων του. Τέτοια είναι κι η περίπτωση του Δελφικού Μαντείου, όπου η Πυθία χρησμοδοτούσε διά στόματος του θεού. Αυτό είναι και το είδος της μαντικής τέχνης που εξυψώνει τον άνθρωπο, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να υποβιβάζεται στο επίπεδο της «εντέχνου μαντικής». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι το μόνο είδος μαντικής που έχει επιβιώσει και χρησιμοποιείται μαζικά από εκατομμύρια ανθρώπους είναι η «έντεχνος μαντική», ενώ η «ένθεος μαντική» χάθηκε μαζί με την καταστροφή των μαντείων.

Όπως ήταν φυσικό, οι πιστοί είχαν σε πολύ υψηλή εκτίμηση τους χρησμούς που έδινε το Μαντείο καθώς θεωρούσαν ότι τους μιλάει ο ίδιος ο Απόλλων. Η Πυθία και οι ιερείς του Μαντείου ήταν απλά τα φερέφωνα του θείου λόγου. Η πρόσβαση στο Μαντείο ήταν ελεύθερη σε κάθε πιστό που ήθελε να συμβουλευτεί τον θεό, όχι όμως και σε οποιοδήποτε ήθελε να παρίσταται στην τελετή από περιέργεια. Η είσοδος στο ιερό απαγορευόταν μόνο στις γυναίκες. Μπορούσαν όμως να στείλουν κάποιον αντιπρόσωπο για να θέσει στην Πυθία αντί γι’ αυτές τα ερωτήματά τους.

Ο Πλούταρχος στα Ηθικά αναφέρει ότι η Πυθία αρχικά χρησμοδοτούσε μια φορά τον χρόνο, στις 7 του μήνα Βυσίου (μέσα Φεβρουαρίου-Μαρτίου), μέρα των γενεθλίων του Απόλλωνα. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. όμως που οι πιστοί άρχισαν να πληθαίνουν, το Μαντείο άρχισε να χρησμοδοτεί στις 7 κάθε μήνα, πλην των «αποφράδων ημερών», όπου δεν μπορούσε να δώσει χρησμό η Πυθία και τους τρεις χειμερινούς μήνες, τότε που ο Απόλλωνας ταξίδευε στους Υπερβορείους και την εξουσία του ιερού χώρου αναλάμβανε ο αδερφός του Διόνυσος.

Η διαδικασία που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουν όλοι όσοι ζητούσαν χρησμό ήταν η εξής: κατ’ αρχήν πριν μπουν στο άδυτο, έπρεπε να πληρώσουν στους ιερείς τον «πέλανο», ένα είδος γλυκού, και να φέρουν κάποια ζώα για τις θυσίες που γίνονταν πριν τη χρησμοδοσία. Επίσης, έπρεπε να γνωστοποιήσουν στους ιερείς εκ των προτέρων τα ερωτήματά τους. Στη συνέχεια καθοριζόταν με κλήρωση η σειρά με την οποία θα έμπαιναν στο ιερό για να πάρουν τον χρησμό τους. Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, κάποιοι πιστοί απολάμβαναν για τιμητικούς λόγους το δικαίωμα της «προμαντείας», έπαιρναν δηλαδή χρησμό πριν από τους υπόλοιπους. Σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία έπαιζε ο εξαγνισμός στην Κασταλία πηγή, που αφορούσε τόσο την Πυθία όσο και τους ιερείς και αυτούς που ζητούσαν χρησμό.

Αφού, λοιπόν, εξαγνίζονταν έμπαιναν μέσα στο άδυτο κι οδηγούνταν σε μία ειδική θέση μπροστά στη Πυθία, χωρίς όμως να μπορούν να τη δουν. Τους χώριζε ένα παραπέτασμα. Η Πυθία μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας νερό από την Κασσωτίδα πηγή άκουγε τα ερωτήματά και χρησμοδοτούσε. Οι χρησμοί ήταν συνήθως έμμετροι, σε δακτυλικό εξάμετρο αν και καθοριστικό ρόλο για το ποιο ακριβώς θα ήταν το μέτρο του χρησμού έπαιζε πάντα το είδος του, σε ποιον δινόταν αλλά και ο βαθμός του προβλήματος. Κάποιες φορές η Πυθία κατέφευγε και σε κληρομαντεία, ειδικά όταν τα ερωτήματα αφορούσαν διαζευκτικές ερωτήσεις κι όταν δεν υπήρχε πολύς χρόνος για χάσιμο.

Επειδή ο λόγος της Πυθίας ήταν συνήθως δυσκολονόητος και γεμάτος γρίφους, οι ιερείς του ναού καλούνταν ν’ αποκωδικοποιήσουν και να μεταφέρουν το μήνυμα του θεού στους χρηστηριαζόμενους.Είπαμε όμως λίγο πιο πάνω ότι υπήρχαν κάποιες μέρες που η Πυθία δεν μπορούσε να χρησμοδοτήσει. Οι ιερείς του Μαντείου για να διαπιστώσουν αν ο θεός επιθυμούσε να απαντήσει μέσω της Πυθίας στις ερωτήσεις των πιστών κατέβρεχαν με κρύο νερό μια κατσίκα. Αν το ζωντανό έτρεμε, τότε εκείνη τη μέρα μπορούσε να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αν δεν έτρεμε, τότε όλοι οι πιστοί καλούνταν να έρθουν μια άλλη μέρα. Ο Πλούταρχος, ο οποίος υπήρξε κι ο ίδιος ιερέας του Δελφικού Μαντείου, κάνει λόγο για μια περίπτωση όπου ενώ η κατσίκα δεν άρχισε να τρέμει, οι ιερείς της έριξαν παγωμένο νερό ώστε να εκβιάσουν τη διαδικασία. Η Πυθία άρχισε να χρησμοδοτεί εκείνη τη μέρα παρά τη θέληση τη δική της αλλά και του θεού. Από το στόμα της όμως άρχισαν να βγαίνουν κάποιες άναρθρες κραυγές λες και είχε καταληφθεί από δαίμονα και ουρλιάζοντας πετάχτηκε έξω από το ιερό, τρομάζοντας όλους όσοι παρευρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Σε λίγες μέρες η Πυθία πέθανε.

Η Πυθία για να αποσαφηνίσουμε μια συχνή παρανόηση δεν ήταν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά τίτλος που δινόταν στις προφήτισσες του Απόλλωνα που επιλέγονταν για να αφιερώσουν τη ζωή τους στην υπηρεσία του. Αρχικά, οι πρώτες Πυθίες ήταν νεαρές, παρθένες κοπέλες. Μετά από ένα συμβάν όμως όπου ένας άνδρας που είχε έρθει να ζητήσει χρησμό, ερωτεύτηκε μια Πυθία και την έκλεψε, οι Πυθίες ήταν γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, γύρω στα 50, συνήθως παντρεμένες με παιδιά. Από τη στιγμή όμως που μια γυναίκα με οικογένεια καλούνταν να υπηρετήσει τον Απόλλωνα, εγκατέλειπε το σπίτι και την οικογένειά της κι έμενε σ’ ένα συγκεκριμένο οίκημα εντός του ναού για να διατηρείται αμόλυντη. Φορούσε άσπρα ρούχα και ζούσε με βάσει τους κανονισμούς που της είχαν θέσει εξ αρχής οι ιερείς. Δεν χρειαζόταν να έχει κάποια συγκεκριμένη μόρφωση, ούτε και κάποιες ικανότητες ενόρασης ή διορατικότητας.

Στην αρχή ήταν μία η Πυθία.Όσο όμως τα χρόνια περνούσαν κι η φήμη του Μαντείου μεγάλωνε οι Πυθίες ήταν συνήθως τρεις. Το ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι γυναίκες, με ποια κριτήρια επιλέγονταν αλλά και πως ακριβώς έρχονταν σε επαφή με το θείο και χρησμοδοτούσαν, είναι ερωτήσεις που δύσκολα μπορούν να βρουν απάντηση. Παρ’ όλο που έχουν σωθεί πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που είτε διετέλεσαν ιερείς του ναού, είτε έφτασαν στους Δελφούς για να ζητήσουν τη συμβολή του θεού, η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει φέρει μέχρι στιγμής στο φως κάποια ευρήματα που θα μπορούσαν να διαλευκάνουν το μυστήριο της χρησμοδοσίας. Μάλιστα, η έρευνα των αρχαιολόγων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σ’ αυτή την περιοχή δεν υπήρχε κάποιο χάσμα γης απ’ το οποίο να εκλύονταν αναθυμιάσεις. Όπως καταλαβαίνουμε, το κουβάρι περιπλέκεται ακόμα περισσότερο γεννώντας νέα ερωτήματα.

Το Μαντείο κι ο ρόλος του στην αρχαία ελληνική ιστορία

Όσο παράξενη και να μας φαίνεται σήμερα όλη αυτή η διαδικασία, θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν προβλημάτιζε καθόλου τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι έσπευδαν σωρηδόν για να συμβουλευτούν το Μαντείο. Η εμπιστοσύνη τους στη δύναμη του Μαντείου ήταν τόσο μεγάλη που το συμβουλεύονταν για πλείστα θέματα, τόσο για πολιτικά όσο και για προσωπικά ζητήματα. Όχι μόνο φτωχοί άνθρωποι αλλά και βασιλιάδες κατέφευγαν στο Μαντείο ή έστελναν τους αντιπροσώπους τους προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια από τον θεό. Πολλές φορές κατέφθαναν και αντιπροσωπείες από πόλεις που είχαν πληγεί από κάποια φυσική καταστροφή και ζητούσαν εξιλέωση.
Σε περιόδους κρίσης το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Έλληνες πριν αναλάβουν δράση ήταν να συμβουλευτούν το Μαντείο. Ο πιο σημαντικός ρόλος όμως που έπαιξε το Μαντείο των Δελφών έχει να κάνει με τη στάση που κράτησε και τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τους αποικισμούς που έλαβαν χώρα τον 8ο – 6ο αιώνα π.Χ.

Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων οι Έλληνες αποίκισαν τα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο, την Κάτω Σικελία και έφτασαν μέχρι και τα παράλια της Αφρικής, ιδρύοντας εκατοντάδες αποικίες, οι περισσότερες εκ των οποίων επρόκειτο να σημειώσουν μια λαμπρή πορεία που έμελλε να αλλάξει για πάντα τον ελληνισμό και τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της επιτυχίας θα πρέπει ν’ αποδοθεί και στο Μαντείο των Δελφών ο ρόλος του οποίου, όπως φαίνεται από τα ιστορικά στοιχεία, ήταν μείζονος σημασίας.
Οι άποικοι ξεκινώντας να καταλάβουν μια ξένη περιοχή, πολύ μακριά από τη γενέτειρά τους γνώριζαν πολύ καλά ότι θα καλούνταν ν’ αντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους. Γι’ αυτό και είχαν ανάγκη από τη βοήθεια και την ευλογία των θεών, την οποία επιδίωκαν να ζητήσουν από τον θεό Απόλλωνα, μιας και το Μαντείο αποτελούσε εκείνη την εποχή το κατεξοχήν θρησκευτικό κέντρο του Ελλαδικού χώρου. Ο Απόλλωνας, όπως φαίνεται από τους χρησμούς που έχουν σωθεί, άλλες φορές έδινε απλά τη συγκατάθεση και την ευλογία του κι άλλες φορές τους υποδείκνυε ακόμα και σε ποια ακριβώς περιοχή να πάνε ή όριζε ο ίδιος τον επικεφαλής του αποικισμού. πηγη http://www.hellas-spot.gr         http://mythagogia.blogspot.gr

Δελφοί ο ομφαλός της Γης

Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο εις Απόλλωνα Πύθιον, ο Απόλλων έχτισε τον πρώτο του ναό στους Δελφούς, αφού σκότωσε πρώτα τον δράκοντα με μορφή φιδιού Πύθωνα, από το όνομα του οποίου φαίνεται να προήρθαν μετέπειτα και τα ονόματα Πυθώ, Πυθία, Πύθιος κλπ. Θέλοντας ο θεός να εξαγνίσει τον χώρο από τη παρουσία του θηρίου έφερε εκεί το ιερό του δέντρο, τη δάφνη, με την οποία έχτισε μάλιστα και τον πρώτο του ναό. Στο μέρος αυτό χρησμοδοτούσε ο Απόλλων διά στόματος της Πυθίας, η οποία καθόταν πάνω σ’ ένα γήινο χάσμα από το οποίο έβγαιναν αναθυμιάσεις. Μάλιστα σύμφωνα με τον ύμνο, οι πρώτοι ιερείς του ναού ήταν Κρήτες, τους οποίους έσωσε ο ίδιος ο θεός με τη μορφή δελφινιού μεταφέροντάς τους στην πλάτη του σ’ εκείνη την περιοχή. Σε ερώτησή τους προς το θεό πως θα καταφέρουν να επιβιώσουν σε αυτό τον τόπο, εκείνοι που ήταν συνηθισμένοι να ζουν κοντά στη θάλασσα, ο θεός τους απάντησε ότι θα ζήσουν από τις προσφορές των πιστών.

Έτσι, λοιπόν, φαίνεται ότι οι Κρήτες έφεραν στον τόπο τη λατρεία του Απόλλωνα Δελφίνιου και μάλλον από αυτούς ονομάστηκε το μέρος Δελφοί. Ο μύθος αυτός επιβίωσε σε διάφορες εορταστικές αναπαραστάσεις που λάμβαναν χώρα στους Δελφούς με αποκορύφωμα τα Πύθια, τα οποία περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς κι αθλητικούς αγώνες και τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια.

Στην τραγωδία Ευμενίδες ο Αισχύλος μας παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή. Η πρώτη προφήτισσα στους Δελφούς ήταν η θεά Γη την οποία διαδέχθηκε η κόρη της Θέμις. Στη συνέχεια ήρθε η Τιτάνιδα Φοίβη, κόρη επίσης της Γης και έπειτα ήρθε ο Απόλλων, ο οποίος προφανώς και ονομάστηκε Φοίβος από τη Φοίβη. Στο μύθο του Αισχύλου, ο Απόλλων φαίνεται να ήρθε από τη Δήλο και να εγκαταστάθηκε στον τόπο χωρίς να χρειαστεί να φονεύσει τον Πύθωνα.

Στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, αναφέρεται ότι ο Απόλλων ενώ ήταν ακόμα βρέφος έφτασε μαζί με τη μητέρα του Λητώ από τη Δήλο στον Παρνασσό κι εκεί κατέλαβε το μαντείο, αφού πρώτα σκότωσε το τεράστιο τέρας που το φύλαγε. Η Γη όμως θύμωσε γιατί με αυτό τον τρόπο εκδιώχθηκε βίαια από το μαντείο η κόρη της η Θέμις κι άρχισε να στέλνει προφητικά όνειρα στους ανθρώπους, με σκοπό ν’ αποδυναμώσει τη δύναμη του θεού Απόλλωνα. Το πρόβλημα επιλύθηκε τελικά με παρέμβαση του Δία, ο οποίος πήρε το μέρος του Απόλλωνα δίνοντάς του την εξουσία.

Διαπιστώνουμε μέσα από αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ότι υπήρχαν διάφοροι μύθοι σχετικά με το από ποιον και κάτω από ποιες συνθήκες ξεκίνησε να λειτουργεί το Δελφικό Μαντείο, το όποιο με τον καιρό εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας.

Ένας από τους πιο γνωστούς μύθους δημιουργίας του Μαντείου, ο οποίος διασώθηκε από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη μιλάει για έναν βοσκό, ο οποίος καθώς έβοσκε το κοπάδι του στην περιοχή διαπίστωσε ότι από ένα άνοιγμα, δίπλα στις Φαιδριάδες πέτρες, έβγαιναν διάφορες αναθυμιάσεις. Παρατήρησε μάλιστα ότι τα ζώα που πλησίαζαν στο άνοιγμα αποκτούσαν μια πολύ περίεργη συμπεριφορά. Πλησιάζοντας, λοιπόν, και ο ίδιος στο χάσμα για να δει τι συμβαίνει άρχισε να λέει διάφορα ακατάληπτα πράγματα πέφτοντας σε έκσταση, λόγια τα οποία εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι προέλεγαν τα μελλούμενα. Από τότε εγκαταστάθηκε στο σημείο εκείνο μια ιέρεια, η Πυθία και άρχισε να λειτουργεί το Μαντείο. Ένας άλλος μύθος θέλει τον ήρωα Παρνασσό, το όνομά του οποίου δόθηκε στο ομώνυμο βουνό, ν’ ανακαλύπτει σ’ εκείνη την περιοχή την οιωνοσκοπία, μαντεύοντας από τον τρόπο που πετούσαν τα πουλιά της περιοχής.

Στην Ομηρική Οδύσσεια, στην Ραψωδία Θ’ γίνεται αναφορά στο Μαντείο των Δελφών, χωρίς όμως να δίνονται επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ίδρυσής του.

 Το πώς και από ποιον δημιουργήθηκε αρχικά το Μαντείο δεν είναι εύκολο να βρεθεί, αφού πολλοί μελετητές θεωρούν ότι η δράση του ανάγεται στην προκατακλυσμιαία εποχή, γεγονός που ενισχύεται και από τις διάφορες θεότητες που το προστάτευαν στο διάβα της ιστορίας: η Γη, στη συνέχεια η Θέμιδα, έπειτα ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος. Καθώς η ιστορία άπλωνε περίτεχνα το πέπλο της πάνω από το Μαντείο των Δελφών, δημιουργήθηκαν διάφοροι μύθοι που εξιστορούσαν τις απαρχές του. Επομένως, είναι ιδιαίτερα δύσκολο έως και ακατόρθωτο για τον ιστορικό ερευνητή να διαπιστώσει αν υπάρχουν ψήγματα αλήθειας σε αυτές τις διηγήσεις, καθώς και να τις αποκωδικοποιήσει.


Ο θρύλος λέει ότι οι Δελφοί ήταν το σημείο που συναντήθηκαν οι δύο αετοί. όταν ο Δίας τους έστειλε να πετάξουν από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Σ’ αυτό το σημείο ο Δίας έριξε τον ιερό βράχο και οι Δελφοί έγιναν γνωστοί στα πέρατα του τότε κόσμου ως ο ομφαλός της Γης, το κέντρο του κόσμου.


«Δέλφις» σημαίνει στ’ αρχαία Ελληνικά Δελφίνι, και γι’ αυτό οι Δελφοί ονομάστηκαν έτσι. Προς τιμή του δελφινιού, και αυτό γιατί αυτή τη μορφή πήρε ο Απόλλωνας κατά το ταξίδι της επιστροφής του, οδηγώντας το καράβι με τους Κρήτες ναυτικούς με σκοπό να μείνουν στους Δελφούς για να χτίσουν το ιερό του και να γίνουν οι ιερείς του.Με την επιστροφή του ο Απόλλωνας στέφτηκε επισήμως προστάτης και άρχοντας των Δελφών. Στο σημείο που έγινε η σφαγή του Πύθωνα, τοποθετήθηκε ο ομφαλός βράχος. Ο ομφαλός σημαίνει «κέντρο της γής» και εκεί ήταν το Ιερό Μαντείο των Δελφών.

πηγη http://www.hellas-spot.gr         http://mythagogia.blogspot.gr

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Αιγέας ο Μυθικός Βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας

Ο Αιγέας ήταν ο ένατος στη σειρά μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας, όπου βασίλεψε γύρω στον 13ο αιώνα. Καταγόταν απ' ευθείας από τη γενιά του Ερεχθέα. Ήταν γιος του Πανδίων και της Πυλίας, θυγατέρας του βασιλιά των Μεγάρων Πύλαντα, και αδερφός του Νίσου, του Πάλλαντα και του Λύκου. Ο πατέρας του ήταν βασιλιάς της Αθήνας, αλλά τον είχαν εκθρονίσει οι Μητιονίδες κι αυτός είχε καταφύγει στα Μέγαρα.Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Αιγέας κατόρθωσε να γυρίσει στην Αθήνα και να ανακτήσει την εξουσία.Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Αιγέας είχε την ατυχία να μη μπορεί να αποκτήσει παιδί ή ότι αποκτούσε παιδιά αλλά μόνο κορίτσια και γι' αυτό ήθελε να αποκτήσει ένα αγόρι. Νομίζοντας πως η αιτία ήταν κάποιος θυμός της θεάς Αφροδίτης, ίδρυσε στην Αθήνα το πρώτο ιερό καθιερώνοντας έτσι τη λατρεία της Ουράνιας Αφροδίτης. Ωστόσο ο πόθος του δεν εκπληρώθηκε. Απελπισμένος πήγε στο Μαντείο των Δελφών να ζητήσει συμβουλή. Εκεί η Πυθία τού έδωσε το χρησμό που πήρε από τη Θέμιδα.

Ο χρησμός έλεγε: Ασκού τον προύχοντα πόδα, μέγα φέρτατε λαών, μη λύσης, πριν εις άκρον Αθηναίων αφίκειας δηλαδή "Μη λύσεις το προεξέχον πόδι του ασκού, μεγάλε αρχηγέ των λαών, πριν φτάσεις στο δήμο των Αθηναίων". Ο ασκός που ανέφερε ο χρησμός ήταν το ασκί, όπου έβαζαν κρασί οι αρχαίοι, και το πόδι που προεξείχε ήταν το μέρος απ' όπου το γέμιζαν. Και ήθελε να πει πως δεν έπρεπε να πιει πολύ κρασί και να μεθύσει πριν φτάσει στην πατρίδα του. Αλλά ο Αιγέας, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, δεν κατάλαβε τη σημασία του χρησμού γι' αυτό πήγε στον Πιτθέα, το βασιλιά της Τροιζήνας, που ήταν σοφός και ζήτησε τη γνώμη του. Πρωτύτερα όμως συνάντησε στην Κόρινθο τη Μήδεια, η οποία κατάλαβε το νόημα του χρησμού αλλά δεν του φανέρωσε την αλήθεια. Ο Πιτθέας μάντεψε το χρησμό αλλά δεν έδωσε την πραγματική εξήγηση στον Αιγέα. Το ίδιο βράδυ οργάνωσε στο παλάτι του λαμπρό βασιλικό γλέντι για να διασκεδάσει την κακοκεφιά του Αθηναίου βασιλιά. Στο τραπέζι ανοίχτηκαν ασκιά με διαλεχτά κρασιά και η κόρη του Πιτθέα, η πεντάμορφη βασιλοπούλα Αίθρα, κερνούσε συνέχεια τον Αιγέα ώσπου τον μέθυσε. Έτσι μεθυσμένο τον πάντρεψε ο Πιτθέας με την Αίθρα, θέλοντας έτσι ν' αποκτήσει εγγονό και διάδοχο ισχυρού πατέρα.

Όταν ξεμέθυσε ο Αιγέας και κατάλαβε την πονηριά του Πιτθέα, άφησε την Αίθρα κι έφυγε μόνος του για την Αθήνα. Πριν φύγει είπε στην Αίθρα ότι αν από το γάμο τους γεννηθεί γιος, να τον αναθρέψει αντάξια του πατέρα του χωρίς να φανερώσει την ταυτότητά του, και όταν μεγαλώσει και γίνει έφηβος να έρθει στην Αθήνα να τον συναντήσει. Λέγοντας αυτά στην Αίθρα, ο Αιγέας την οδήγησε στο δρόμο προς την Ερμιόνη, όπου υπήρχε μία μεγάλη πέτρα, ο "βωμός του Σθενίου Διός", δηλαδή βωμός του δυνατού Δία, όπως την ονόμαζαν. Κάτω από την πέτρα αυτή, ο Αιγέας τοποθέτησε το ξίφος και τα σανδάλια του λέγοντας στην Αίθρα ότι όταν ο γιος τους σηκώσει αυτή την πέτρα, να φορέσει τα σανδάλια και να ζωστεί το ξίφος ώστε όταν έρθει στην Αθήνα να μπορέσει να τον αναγνωρίσει.


Φτάνοντας στην Αθήνα, ο Αιγέας σε λίγο καιρό έμπλεξε σε πόλεμο με τον πανίσχυρο βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, ο οποίος έφτασε με τα καράβια και το στρατό του, κατέλαβε τα Μέγαρα και πολιόρκησε την Αθήνα. Ο πόλεμος αυτός είχε ως αιτία τη δολοφονία του Ανδρόγεω, γιου του Μίνωα, από τους Αθηναίους, επειδή τους είχε νικήσει στα αγωνίσματα μιας αθλητικής γιορτής ανάμεσα σε Κρήτες και Αθηναίους, όπως γίνονταν συχνά. Οι αρχηγοί των Αθηναίων κατέφυγαν τότε στο Μαντείο των Δελφών, ζητώντας τη συμβουλή των θεών για να σωθούν. Μα η Πυθία τούς απάντησε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να δεχτούν τους όρους του Μίνωα. Μπροστά στον κίνδυνο μιας φοβερής καταστροφής, ο Αιγέας συνθηκολόγησε με τον Μίνωα, ο οποίος επέβαλε βαρύτατο φόρο για τους Αθηναίους: εφτά κοπέλες και εφτά νέοι από τις καλύτερες οικογένειες, έπρεπε να στέλνονται κάθε χρόνο στην Κρήτη για να παραδίδονται ως τροφή σ' ένα φοβερό θηρίο, τον Μινώταυρο.

Λίγο καιρό μετά, έφτασε στο παλάτι του Αιγέα η Μήδεια ζητώντας φιλοξενία. Απελπισμένος ο Αιγέας που δεν είχε γιο και από τον πόλεμο με τους εχθρούς του, εξομολογήθηκε τον πόνο του στη Μήδεια. Η Μήδεια τού είπε ότι αν την παντρευόταν θα του έκανε γιο. Και πραγματικά, λίγο καιρό αργότερα, ο Αιγέας από το γάμο του με τη Μήδεια απόκτησε ένα γιο, που τον ονόμασε Μήδο.Στο μεταξύ η Αίθρα απόκτησε κι εκείνη ένα γιο, που δεν ήταν άλλος από τον ήρωα Θησέα. Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών, ξεκίνησε από την Τροιζήνα για την Αθήνα για να ανταμώσει τον Αιγέα, χωρίς να γνωρίζει πως ήταν ο πατέρας του. Αφού στη διαδρομή έκανε πολλά και διάφορα κατορθώματα, έφτασε στο παλάτι φορώντας τα σανδάλια και το σπαθί του πατέρα του, τα οποία βρήκε σηκώνοντας τη βαριά πέτρα. Η Μήδεια είχε αποφασίσει να δηλητηριάσει τον Θησέα αλλά όταν ο Αιγέας αναγνώρισε το γιο του, τον αγκάλιασε και έδιωξε από το παλάτι τη Μήδεια και τον Μήδο.

Ο Αιγέας ενημέρωσε το γιο του για τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωνε στον Μίνωα, και ο Θησέας αποφάσισε τότε να απαλλάξει τους Αθηναίους από τον φρικτό αυτό φόρο. Έτσι ξεκίνησε για την Κρήτη με σκοπό να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Καθώς τα πανιά στο καράβι ήταν μαύρα, λόγω του φόρου αίματος, ο Αιγέας ζήτησε ότι αν ο γιος του πετύχει στην αποστολή του και επιστρέψει ζωντανός, να σηκώσουν στην επιστροφή άσπρα πανιά. Όμως ενώ ο Θησέας πέτυχε στην αποστολή του, πάνω στη χαρά τους ούτε ο ίδιος ούτε ο πλοίαρχος θυμήθηκαν να αλλάξουν τα πανιά. Όταν ο Αιγέας είδε από το Σούνιο να φτάνει το καράβι με μαύρα πανιά, νόμισε ότι ο Θησέας ήταν νεκρός και πάνω στην απελπισία του ρίχτηκε στη θάλασσα και σκοτώθηκε. Από τότε η θάλασσα ονομάστηκε Αιγαίο Πέλαγος.